Του Παναγιώτη Στάθη
Στην ακυρότητα διαθήκης μπορούν να προχωρήσουν οι δικαστικές αρχές, στην περίπτωση που αυτή είναι ιδιόγραφη και δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το νόμο.
Όπως επισημαίνεται η ιδιόγραφη διαθήκη εφόσον αυτή δεν έχει γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη και δεν έχει χρονολογηθεί και υπογραφεί απ’ αυτόν μπορεί να θεωρεί άκυρη, σύμφωνα και με σχετική δικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, “επέρχεται ακόμη κι αν το περιεχόμενο της βούλησης του διαθέτη είναι αναμφισβήτητο. Την ακυρότητα μπορεί να προτείνει καθένας που έχει έννομο συμφέρον, όπως οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, οι κληρονόμοι του εξ αδιαθέτου κληρονόμου, οι δανειστές του εξ αδιαθέτου κληρονόμου και εκείνος που βλάπτεται από την ύπαρξη της”.
Τι προβλέπει η απόφαση
“Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1718 και 1721 παρ. 1 εδ. α ΑΚ. σαφώς συνάγεται ότι είναι άκυρη η ιδιόγραφη διαθήκη εφόσον αυτή δεν έχει γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη και δεν έχει χρονολογηθεί και υπογραφεί απ’ αυτόν” αναφέρεται.
Προστίθεται επίσης πως “ο νόμος απαίτησε την καθ’ ολοκληρία γραφή της ιδιόγραφης διαθήκης από το χέρι του ίδιου του διαθέτη προς διασφάλιση της γνησιότητας και του περιεχομένου της τελευταίας βούλησης του διαθέτη, μη επιτρέποντας την επέμβαση ξένης χειρός σ’ αυτήν, και, εφόσον δεν διακρίνει, απαιτείται να είναι ιδιοχείρως γραμμένη ολόκληρη η διαθήκη απαρχής μέχρι τέλους, το οποίο επισημαίνεται με την επίσης ιδιοχείρως γραμμένη υπογραφή του διαθέτη (Α.Π. 463/2019, 579/2016)”.
Παράλληλα, το Εφετείο αναφέρει ότι “την ακυρότητα αυτής μπορεί να προτείνει καθένας που έχει έννομο συμφέρον, το οποίο πρέπει να είναι άμεσο. Τέτοιο άμεσο έννομο συμφέρον έχουν και οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, οι κληρονόμοι του εξ αδιαθέτου κληρονόμου, αφού αποκτούν εμμέσως την περιουσία του διαθέτη (βλ. ΑΠ 1063/2006 ΕλΔ 47.1417 και ΕφΑΘ 4896/2003 ΕλΔ 45.498), οι δανειστές του εξ αδιαθέτου κληρονόμου, αν ο τελευταίος δεν ασκεί τα δικαιώματα του, οπότε οι δανειστές ασκούν την πλαγιαστική αγωγή του άρθρου 72 του ΚΠολΔ (βλ. ΕφΑΘ 7764/2000 ΕλΔ 42.1394) καθώς και εκείνος που βλάπτεται από την ύπαρξη της ( ΕΑ 3183/2006)”.
Οι προϋποθέσεις ακυρότητας
“Περαιτέρω, από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις προκύπτει ότι αυτός που ζητεί τη δικαστική αναγνώριση της ακυρότητας της ιδιόγραφης διαθήκης, αρκεί να επικαλεσθεί την έλλειψη κάποιου από τα παραπάνω ουσιώδη στοιχεία του κύρους εκείνης ή ότι ο φερόμενος ως συντάκτης αυτής, δεν ήταν ικανός να διαβάζει χειρόγραφα (άρθρο 1723)” λέει το Δικαστήριο.
Και επισημαίνεται: “Προσβολή συγχρόνως της διαθήκης ως πλαστής δεν είναι αναγκαία, αφού αυτή είναι εξίσου άκυρη και όταν δεν είναι πλαστή, όπως συμβαίνει ότι γράφηκε από τρίτο με υπαγόρευση του διαθέτη, οπότε χωρίς να είναι πλαστή, είναι άκυρη (ΕΔ 84/2017)”.
Ωστόσο, ο επικαλούμενος τη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη γνησιότητα της υπογραφής σ’ αυτή, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι και όλο το περιεχόμενο γράφτηκε ιδιοχείρως από το διαθέτη.
Και καταλήγει: “Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής για ακυρότητα της διαθήκης, λόγω της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής αυτής, όπου αρκεί μόνο η με την αγωγή αντιτασσόμενη γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του προβαλλόμενου, από τη διαθήκη, δικαιώματος του εναγομένου.
Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν το δικαίωμα του εναγομένου, αλλά ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την αλήθεια των περιστατικών αυτών, δηλαδή την ιδιόχειρη από το διαθέτη γραφή και υπογραφή της διαθήκης (ΑΠ 453/2017)”.
https://www.capital.gr/