Μέχρι και τον Δεκέμβριο θα συνεχίζεται η… μάχη με τα κουνούπια στη χώρα μας και ιδίως με τον ιό του Δυτικού Νείλου που μεταδίδουν, προκαλώντας σοβαρή λοίμωξη σε ηλικιωμένους και ευάλωτους.
Έχοντας τα δεδομένα από τους δύο «καυτούς», θερινούς μήνες -Ιούλιο και Αύγουστο-, οι αρμόδιες επιστημονικές και υγειονομικές αρχές εκτιμούν πως η έξαρση του τελευταίων εβδομάδων με δεκάδες κρούσματα βαριάς λοίμωξης λόγω του ιού του Δυτικού Νείλου καθώς και θανάτους, μαρτυρά την κορύφωση της επιδημίας. Ωστόσο, η αποδρομή αναμένεται να έχει διάρκεια, με περίπου 10 με 15 κρούσματα την εβδομάδα, τουλάχιστον για τους επόμενους δύο μήνες.
Εφέτος, κατά τους ειδικούς, κυκλοφορεί μόλις το 30% των κουνουπιών σε σύγκριση με τους αντίστοιχους πληθυσμούς το 2018, αλλά είναι πιο επιθετικά και πιο μολυσματικά. Τα κουνούπια μολύνονται από πτηνά (ορισμένα είδη κυρίως άγριων πτηνών), ενώ οι άνθρωποι που έχουν μολυνθεί δεν μεταδίδουν περαιτέρω τον ιό.
Ο παράγοντας της κλιματικής αλλαγής αποδεικνύεται καθοριστικός, καθώς τα κοινά κουνούπια που μεταδίδουν τον ιό του Δυτικού Νείλου, παρότι έχουν μειωθεί δραστικά, παραμένουν δραστήρια πλέον και τους χειμερινούς μήνες.
Η εικόνα στην Ελλάδα
Την εφετινή περίοδο, που ξεκίνησε τέλος του περασμένου Ιουνίου έχουν καταγραφεί 124 σοβαρά κρούσματα της λοίμωξης του ιού του Δυτικού Νείλου, εκ των οποίων τα 15 θανατηφόρα. Ο Ιούλιος έκλεισε με 33 κρούσματα και 6 θανάτους. Μέσα στον Αύγουστο, όμως, τα κρούσματα αυξήθηκαν κατά 73% και οι θάνατοι κατά 60%. Εως και την περασμένη Παρασκευή 16 ασθενείς νοσηλεύονταν, εκ των οποίων οι 10 σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ). Κατά κύριο λόγο οι ασθενείς που νοσούν σοβαρά είναι ηλικιωμένοι ή/και ευάλωτοι, ωστόσο εφέτος αναφέρθηκε και νοσηλευόμενος μόλις 4 χρόνων. Η λοίμωξη γενικά είναι ήπια, ωστόσο στη σοβαρή μορφή της εκδηλώνονται επιπλοκές από το κεντρικό νευρικό σύστημα, συνήθως εγκεφαλίτιδα και μηνιγγίτιδα.
Το 2010 και το 2018 είναι δύο χρονιές που στοιχειώνουν τις υγειονομικές αρχές σε ό,τι αφορά τον ιό του Δυτικού Νείλου. Το 2010 καταγράφηκε για πρώτη φορά επιδημία, με 262 βαριά περιστατικά και 35 θανάτους. Το 2018 αποτυπώθηκε μια βαριά επιδημιολογική εικόνα, με 317 κρούσματα και 51 θανάτους, αριθμοί που κατατάσσουν το έτος στην αρνητική πρωτιά όλης της 15ετίας.
Κρούσματα στη Δυτική Ελλάδα
Σε κλοιό κουνουπιών και μεταδόσεων βρίσκονται τώρα οικισμοί σε 51 δήμους της χώρας, σε 23 περιφερειακές ενότητες, και συγκεκριμένα στις εξής: Λάρισας, Καρδίτσας, Λευκάδας, Θεσπρωτίας, Χαλκιδικής, Πέλλας, Σερρών, Κιλκίς, Ημαθίας, Ροδόπης, Δράμας, Έβρου, Ξάνθης, Θάσου, Αχαΐας, Αιτωλοακαρνανίας, Ηλείας, Αργολίδας, Νοτίου Τομέα Αθηνών, Ανατολικής Αττικής, Φθιώτιδας, Βοιωτίας και στη Μητροπολιτική Ενότητα Θεσσαλονίκης. Σημειωτέον ότι επιδημία καταγράφεται επίσης σε Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Αυστρία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Κροατία, Κόσοβο, Αλβανία και Σερβία (πηγή ECDC).
«Η Θεσσαλία και η Κεντρική Μακεδονία, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο, βρίσκονταν στις περιοχές με κυκλοφορία κουνουπιών. Ωστόσο, εφέτος μπήκε στον χάρτη και η Δυτική Ελλάδα. Εχουν αναφερθεί 17 βαριά κρούσματα της λοίμωξης», λέει ο βιολόγος, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Καταπολέμησης Κουνουπιών (EMCA), Σπύρος Μουρελάτος. Με δεδομένο ότι σε κάθε κρούσμα λοίμωξης από τον ιό του Δυτικού Νείλου με προσβολή του κεντρικού νευρικού συστήματος αντιστοιχούν περίπου 140 επιμολυσμένα άτομα με ήπια συμπτώματα ή τελείως ασυμπτωματικά (επιδημιολογική μελέτη του 2010), προκύπτει ότι στη Δυτική Ελλάδα έχουν μολυνθεί περίπου 2.380 άτομα. Συνολικά, «θύματα» των μολυσμένων κουνουπιών είναι περίπου 17.360 άτομα στις πληγείσες περιοχές.
«Η πλειοψηφία των ατόμων που μολύνονται από τον ιό δεν αρρωσταίνουν καθόλου ή παρουσιάζουν μόνο ήπια νόσο, ενώ λίγα άτομα (περίπου το 1% όσων μολύνονται) εμφανίζουν νευρο-διεισδυτική νόσο, δηλαδή αυτή που θα χτυπήσει τον εγκέφαλο, όπως εγκεφαλίτιδα ή μηνιγγίτιδα. Ατομα μεγαλύτερης ηλικίας, 60-65 και άνω, κινδυνεύουν περισσότερο να αρρωστήσουν σοβαρά, όπως και άτομα με ανοσοκαταστολή και χρόνια υποκείμενα νοσήματα. Σε κάθε περίπτωση η προστασία από τα κουνούπια είναι σημαντική ώστε να μειωθεί το ενδεχόμενο του τσιμπήματος και της πιθανής μόλυνσης», εξηγεί ο καθηγητής Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Δημήτρης Παρασκευής.