Λέγανε παλιά ότι στην Κάπελη τις νύχτες τριγύριζε ένα τρανό στοιχειό, σαν μικρό βόδι, που είχε τραγίσιο κεφάλι. Πολλοί άνθρωποι που νυχτοπερπατάγανε και περνάγανε μέσα στην Κάπελη την νύχτα το είχανε ιδωμένο να γυρίζει μέσα στα δασά δέντρα και τα μάτια του γυαλίζανε σαν της γάτας. Όσοι από δαύτους το είδανε ακούσανε και ένα μουγκρητό, όπως κάνει ένα βόδι όταν το σφάζουνε. Κανείς ποτέ δεν το ζύγωσε να το σκοτώσει ή να ιδεί τι πράμα είναι εκείνο το παράξενο ζωντανό. Τι γάρις είναι του Θεού ή εκεινού του κερατά του Διαβόλου;
Να μην τα πολυλογάου και χασομεράμε, ένα βράδυ ένας καβάλα στ’ άλογό του πέρναγε μέσα από την Κάπελη να κατέβει στον κάμπο. Στην μέση στην Κάπελη, κατέβηκε από το άλογο να κατουρήσει και να στρίψει ένα λαθραίο τσιγάρο. Μόλις κατούρησε και ζώθηκε, έκατσε απάνου σ’ ένα ξερό κούτσουρο και έβγαλε την ταμπακέρα του και την ακούμπησε απάνου στο γόνατό του και έστριβε τσιγάρο. Πίσω του άκουσε χράτσα- χρούτσα πατήματα απάνου στα ξερά φύλλα των δέντρων. Γυρίζει πίσω να ιδεί τι συμβαίνει και βλέπει ετούτο το τέρας. Ένα βόδι, με τραγίσιο κεφάλι να έρχεται αγάλι- αγάλι ντουγρού κατά απάνου του. Πετάχτηκε όρθιος από το κούτσουρο που καθότανε, δίνει ένα σάλτο και πάει πίσω από ένα δέντρο να φυλαχτεί. Τον έπιασε ένα τρέμουλο λες και είχε πέσει μεσοχείμωνο σε λούμπα με νερό. Είχε και ένα παλιομπίστολο ζωσμένο στην μέση του, αλλά πώς να το τραβήξει, τα χέρια του από το τρέμουλο πηγαίνανε σαν τα χέρια του ταβουλάρη την ώρα που ζορίζει το ταβούλι στο χορό. Η φωνή του κόπηκε, δεν έβγανε ανάσα και τα δόντια του από το τρέμουλο, κάνανε σαν τα τριζόνια το καλοκαίρι που τρίζουνε ούλη την νύχτα. Δεν κράτησε πολύ η τρομάρα του, μόλις τόνε ζύγωσε κοντά το στοιχειό έπεσε κάτου ξερός.
Πέρασε κάμποση ώρα και η παγωτή τον ξύπνησε, μέχρι να συνέλθει λίγο, έκατσε καθιστός χάμου, το κεφάλι του πήγαινε δέκα οκάδες, τα μάτια του νυστάζανε, δύναμη δεν είχε μπίτι για μπίτι. Μετά από λίγο σηκώθηκε, τινάχτηκε από τα φλέσουρα και τηράει να βρει το άλογό του. Πουθενά τ ’άλογο, σκέφτηκε ότι θα πρόγκηξε και θα έχει σάξει πιο πέρα. Ψάχνει για το μπιστόλι του και εκείνο πουθενά, ούτε πορτοφόλι, ούτε μπιστόλι, ούλα είχανε κάνει φτερά.
Λές… λέει από μέσα του να πέρασε κανένας και να με ψείρισε;
Αααα… μπά… μέσα στην νύχτα… δεν το πιστεύω.
Τέλος πάντων έκανε πιο πέρα και έψαχνε για το άλογο, όμως άλογο δεν βρήκε πουθενά, ούτε χνάρια μπορείς να βρεις απάνου στα φύλλα των δέντρων.
Γυρόφερνε τρογύρω – γύρω μέχρι να ξημερώσει. Όταν χάραξε έψαξε, ξανά έψαξε αλλά δεν βρήκε πουθενά το άλογο και τα πράγματά του που του λείπανε.
Εκεί που έψαχνε συνάντησε ένα καπελίσιο που είχε μια στάνη γίδια και τα έβοσκε μέσα στην κάπελη.
Τον εζύγωσε και αφού συστηθήκανε του ζήτησε τσιγάρο και πιάσανε την κουβέντα και του είπε το τι έπαθε.
Ο τσοπάνης, γέλασε μόλις το άκουσε και του λέει:
-Αμ δεν είναι στοιχειό κολέγα μου, ένας απέκης είναι που έχει ξεζουμίσει πολύ κοσμάκη. Έχει φτιάσει ένα βοϊδοτόμαρο με σανούδια και μαλλί και έχει και ένα τραγοκέφαλο και δυο μάτια βενετικά κολλημένα απάνου που γιαλίζουνε και όταν έρχεται κατά απάνου σου, δεν τον βλέπεις καλά, βγαίνει μόνο την νύχτα, έχει και ένα πιστόλι για καμιά άσκημη.
Τώρανες πουτσούλα μου, σε τρόμαξε, σου πήρε το άλογο, τα λεφτά και το μπιστόλι και πάει καλλιά του.
Κώστας Παπαντωνόπουλος Μάης 2022