Η Παναγία η Κρεμαστή!
Μα δεν γινόταν να μην την θυμηθώ σήμερα που γιορτάζει. Ένα μοναστήρι που η γιορτή του οδηγούσε σε έναν ολονύχτιο ποδαρόδρομο και πάνω σε γαϊδουράκια από όλα τα χωριά της περιοχής, μέσα στην νοτερή δροσούλα της προηγούμενης νύχτας για να είμαστε ανήμερα εκεί, μέχρις εκεί ψηλά στον βράχο που βρισκόταν κρεμασμένο κι αιωρούμενο.Η απόσταση από το χωριό μου είναι 20-25 χιλιόμετρα. Φανταστείτε λοιπόν αυτό το οδοιπορικό που κάποια στιγμή γινόταν κομβόι, την νύστα και την ταλαιπωρία ανθρώπων και ζώων. Παιδιά, μέσα σε αυτά κι εγώ που μέσα στην νύχτα σκουντούφλαγαν από τον ύπνο και είτε η προσοχή των γονιών μας, είτε είτε το αγαπησιάρικο μάλωμα να μείνουμε ξύπνιοι (“μην κοιμάσαι, κοντεύουμε”) κι ας ήθελε κάμποσο δρόμο ακόμα, επιχειρούσε να μας κρατήσει ξύπνιους για να μην πέσουμε από το ζώο.
Κάποια στιγμή φτάναμε κατάκοποι στο μοναστήρι. Ήταν όντως μια μυσταγωγία όπως το αντιμετωπίζαμε τότε. Επιβλητικό, ακόμα και οι παρουσίες των καλογριών (που πρώτη φορά βλέπαμε από τόσο κοντά και τις κοιτούσαμε με περιέργεια και δέος συνάμα), μας παρέπεμπαν σε κάτι απόκοσμο και μυστηριακό. Υποβλητικό, τόσο ψηλά για τα μέτρα τα δικά μας τότε, πλησιάζοντας και βλέποντάς το από λίγο μακριά αναρωτιόμασταν πώς το έκτισαν εκεί ψηλά και πώς ανέβαιναν μέχρις εκεί
Το βράδυ αργά άρχιζε η λειτουργία (“έχει έρθει κι ο δεσπότης”) μας έλεγαν και τρέχαμε τα πιτσιρίκια να δούμε τον θεόσταλτο ΗΓΉΤΟΡΑ του νομού(για να τον ξεχωρίσω από τον “ηγούμενο” του μοναστηριού, συνήθως ηγουμένη ήταν) και κάπου ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνιο ακούγαμε την δοξολογία. Έπρεπε να ξενυχτήσουμε εκεί. Όλοι οι επισκέπτες. Κάτω από τα πλατάνια, σκεπασμένοι με κουβέρτες λόγω της ψύχρας και της υγρασίας που περόνιαζε τα κόκαλα, άλλοι απολάμβαναν την μυσταγωγία κι άλλοι όπως εμείς τα πιτσιρίκια κοιμόμαστε του καλού καιρού. Αρκετοί πήγαιναν για βαφτίσια εκεί, μέσα στον ύπνο μας κάπως κατορθώναμε και το καταλαβαίναμε το μυστήριο
Το πρωί ξυπνουσαμε και παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής αγουροξυπνημένοι! Άλλα 25 χλμ δρόμο μέχρι το χωριό, μέσα από χωμάτινους τότε δρόμους, ανάμεσα σε αμπέλια και σταφίδες! Αν θυμάμαι κάτι πολύ καλά από τον γυρισμό τότε, ήταν η επιδρομή μας στις σταφίδες, το γεμάτο λαιμαργία φάγωμά τους χωρίς καν να τις έχουμε πλύνει και καθαρίζοντάς τες απλώς με ένα ρούχο! Το δικό μας τότε ….vivere pericolosamènte. Ποιός ξέρει τι είχαν πάνω οι σταφίδες!! Σκόνη, ίσως κάποιο φάρμακο από το ρΕντισμα( μην γελάτε, έτσι το λέγαμε), αλλά πού εμείς. Χαμπάρι δεν παίρναμε
Κάποια στιγμή φτάναμε στο χωριό! Ακολουθούσε μια ολιγόωρη ξεκούραση μετά ύπνου! Τα ταλαίπωρα γαϊδουράκια κάπου τα εδεναν, κάπου στάλιζαν για μια νέα ταλαιπωρία! Μα τι δοκιμασίες περνούσαν κι αυτά τα γαϊδουράκια. Μου έρχονται τόσα πολλά στο μυαλό μου απο τότε που θα’ θελα τόσο πολύ να μπορούσα να μπω σε “μια μηχανή του χρόνου”, να γυρίσω σε κείνα τα χρόνια και να επανορθώσω σε πολλά. Ήταν η μοίρα τους τότε δυστυχώς. Κι όσες φορές το σκέφτομαι ακόμα και τώρα το τι τραβούσαν και με την “ασύνειδη” ανοχή μας με….βασανίζει! Αλήθεια!!
Κείμενο: Γιώργος Γεωργιόπουλος-Πύργος, η πόλη της καρδιάς μας