Σφοδρή επίθεση στους δημοσιογράφους που τον στοχοποίησαν ως λαϊκιστή, αλλά και στην Άννα Δαμαντοπούλου για τον ίδιο λόγο, εξαπολύει ο Κώστας Τζαβάρας, με συνέντευξη που παραχωρεί στο iEidiseis.
Για τους δημοσιογράφους, μάλιστα, αφήνει αιχμές ότι μπορεί να το πράττουν με την προσμονή μιας μελλοντικής ανταμοιβής, ενώ επιμένει στην απόφασή του να μην είναι εκ νέου υποψήφιος για τη Βουλή, αφήνοντας απολύτως ανοιχτό το ενδεχόμενο να είναι υποψήφιος για Δήμαρχος Πύργου ή Περιφερειάρχης Δυτικής Ελλάδας.
«Η χειρότερη μορφή του λαϊκισμού μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι ο «μεταρρυθμιστικός λαϊκισμός», δηλαδή μεταρρυθμίσεις στα λόγια και επικοινωνιακή αξιοποίηση κάποιων πρωτοβουλιών, που όμως δε θα καταλήξουν στις αναγκαίες τομές που επιβάλλονται από τις σημερινές ιστορικές συνθήκες», αναφέρει στη συνέντευξή του και προσθέτει: « Ένα δεύτερο σημείο ανησυχίας είναι αυτό που προέρχεται από τη σύγχυση των αξιών και των αρχών του φιλελευθερισμού που εκφράζει ιστορικά η ΝΔ και εκείνων του κρατισμού που πρεσβεύουν όσοι προέρχονται από την κεντρώα πτέρυγα της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας».
Δεν θα σας ρωτήσω πώς αισθανθήκατε από την επίθεση που δεχτήκατε από μέρος των μέσων από τη στιγμή που ανακοινώσατε την απόφασή σας να μην είστε υποψήφιος στις επόμενες εκλογές. Θα σας ρωτήσω αν θεωρείτε πως οι επιθέσεις αυτές είναι ενορχηστρωμένες-και αν ναι, από πού;
Δεν μπορώ να γνωρίζω εάν οι εναντίον μου επιθέσεις είναι ενορχηστρωμένες, ούτε και αν προέρχονται από την ίδια πηγή. Αξιολογώντας όμως τα εξωτερικά χαρακτηριστικά κάθε μιας και συνδυάζοντάς τες με το ερέθισμα που τις προκάλεσε οδηγούμαι στο εξής συμπέρασμα: πρόκειται για κλασικές περιπτώσεις «ηθικής παρενόχλησης» που σκοπό έχουν πολιτική και ηθική μου αποσταθεροποίηση. Επιδιώκουν να με διαβάλουν ως πρόσωπο, να με στιγματίσουν δημοσίως ως λαϊκιστή και τοπικιστή βουλευτή, άρα ως αντι-μεταρρυθμιστή. Κάτω από αυτούς τους βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς επιχειρούν να κρύψουν την ουσία της κριτικής μου, ενώ κατά τρόπο παράδοξο απαντούν σε κάτι που ποτέ δεν ισχυρίστηκα. Πρόκειται για μια δυσανάλογα έντονη αντίδραση σε σχέση με το ερέθισμα που την προκάλεσε (ένα είδος συλλογικής υστερίας, με τη φροϋδική σημασία του όρου).
Επιδιώκουν να με διαβάλουν ως πρόσωπο, να με στιγματίσουν δημοσίως ως λαϊκιστή και τοπικιστή βουλευτή, άρα ως αντι-μεταρρυθμιστή
Ως γνωστόν, έχω δηλώσει επανειλημμένως ότι συμφωνώ με τη θέση της Υπουργού Παιδείας για κλείσιμο των Πανεπιστημιακών Τμημάτων που δέχονται φοιτητές με βαθμολογία μικρότερη του 10. Άλλωστε η μεταρρύθμιση αυτή αποτελεί πάγια θέση της Νέας Δημοκρατίας και μάλιστα νομοθετήθηκε για πρώτη φορά το 2006 επί Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κας Μαριέττας Γιαννάκου.
Πρότεινα όμως, πριν από το κλείσιμο των τμημάτων αυτών, να προηγηθεί η δημοσίευση των αποτελεσμάτων των εισαγωγικών εξετάσεων του 2021, ώστε με βάση αυτά τα αντικειμενικά δεδομένα να γίνει η επιλογή των υπό κατάργηση Τμημάτων και έτσι να προχωρήσουμε στη σύνταξη του νέου ακαδημαϊκού χάρτη της χώρας. Σε αντίθετη περίπτωση, έπρεπε για το σκοπό αυτό να χρησιμοποιηθούν τα αντίστοιχα αποτελέσματα του 2020, οπότε θα έκλειναν τα 186 από 430 Τμήματα των 23 Πανεπιστημίων της Χώρας, στα οποία έχουν εισαχθεί φοιτητές με βάση μικρότερη του 10.
Παρά πάσα λογική όμως, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Πατρών βιάστηκε να αποφασίσει την γεωγραφική ανακατανομή (κατάργηση-συγχώνευση) των Τμημάτων του που λειτουργούν στην περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας. Αποφασίστηκε μεταξύ άλλων η μεταφορά του Τμήματος Φυσικοθεραπείας από το Αίγιο στην Πάτρα, του νεοϊδρυθέντος Τμήματος της Ιστορίας & Αρχαιολογίας από το Αγρίνιο στην Πάτρα, η συγχώνευση της Μουσειολογίας του Πύργου με το Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας του Αγρινίου και η μεταφορά του Γεωπονικού από την Αμαλιάδα στο Μεσολόγγι. Φημολογείται, και μάλλον όχι αβάσιμα, ότι οι «διευθετήσεις» αυτές ανταποκρίνονται σε «συντεχνιακά» αιτήματα όσων με το «νόμο Γαβρόγλου» προήχθησαν εν μια νυκτί από καθηγητές ΤΕΙ σε καθηγητές ΑΕΙ.
Πλην όμως, η απόφαση αυτή του Πανεπιστημίου Πατρών, μετά από πολιτικές παρεμβάσεις (όπως θρυλείται του πρώην Πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, βουλευτών Αχαΐας και Αιτωλοακαρνανίας), τροποποιήθηκε, ώστε να καταντήσει τελικά στο οριστικό κλείσιμο της Μουσειολογίας του Πύργου (που λειτουργούσε επί 20 χρόνια ως ΤΕΙ λόγω της εγγύτητας με την Αρχαία Ολυμπία) και της Γεωπονίας Αμαλιάδας (που λειτουργούσε 10 χρόνια ως ΤΕΙ εξαιτίας της σύνδεσής του με τον μεγαλύτερο αρδευόμενο και υψηλής παραγωγικότητας κάμπο της Ελλάδας).
Πόσο «λαϊκιστής» μπορεί άραγε να θεωρηθεί ένας βουλευτής όταν διαφωνεί με τόσο απαράδεκτες, πελατειακές, αδιαφανείς και αντικανονικές μεθοδεύσεις; Και πόσο «τοπικιστής» μπορεί να είναι εκείνος που υποστηρίζει ότι προσδίδει πολύ μεγάλη αξία στην επιστήμη, την έρευνα και τη γνώση, η λειτουργία ενός Πανεπιστημιακού Τμήματος ιστορικών, αρχαιολογικών ή πολιτιστικών σπουδών, στην περιοχή που διαθέτει την οικουμενική αναγνώριση και ακτινοβολία της Αρχαίας Ολυμπίας;
Δεν κυβερνούν ούτε και νομοθετούν τα Πανεπιστήμια. Η Πολιτεία αποφασίζει για την ίδρυση ή την κατάργηση Πανεπιστημιακών Τμημάτων (άρθρα 5 και 10 του Ν. 4485/2017). Είναι αδιανόητο σε τόσο σοβαρά θέματα να παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης (άρθρο 4 του Συντάγματος). Δεν μπορεί να ρυθμίζονται με ανόμοιο τρόπο όμοιες περιπτώσεις. Δεν είναι επιτρεπτό να κλείνουν Τμήματα που δέχθηκαν το 2020 φοιτητές με βαθμολογική βάση το 7 και να μην κλείνουν ταυτόχρονα 87 άλλα Τμήματα που δέχθηκαν φοιτητές με μικρότερη βάση (0,3-6,9).
Απέναντι σε αυτόν τον παραλογισμό επέλεξα να μη μείνω αδιάφορος και απαθής και να εκφράσω δημοσίως τη διαφωνία μου. Με δικαίωσε μάλιστα η εξέλιξη των πραγμάτων, όταν ο παραλογισμός αυτός εξελίχθηκε παροξυσμικά: με νεώτερη απόφασή της η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Πατρών ζητεί από την Κυβέρνηση να λάβει μέτρα ενίσχυσης της χαμηλής ζήτησης για δύο Πανεπιστημιακά Τμήματα που λειτουργούν στην Πάτρα, ήτοι της Γεωλογίας και της Επιστήμης Αντοχής Υλικών. Τα τμήματα αυτά δέχθηκαν φοιτητές με βαθμολογική βάση εισαγωγής το 6. Μετά από αυτά φαίνεται πως η υπόθεση προσλαμβάνει και κωμικές διαστάσεις.
Δεν περίμενα ποτέ ότι μια τόσο ξεκάθαρη δημόσια τοποθέτηση θα έστρεφε εναντίον μου με τόσο πάθος μια σειρά διαπρεπών δημοσιογράφων, οι οποίοι αφού δεν καταδέχθηκαν να ασχοληθούν με τις λεπτομέρειες της υπόθεσης αυτής, προτίμησαν να με καταδικάσουν αναπολόγητο.
Το χειρότερο όμως είναι ότι κρίσιμα ζητήματα ενημέρωσης της κοινής γνώμης τα έθεσαν με όρους φιλίας και έχθρας (προστασία για τους φίλους – καταδίωξη για τους εχθρούς) και όχι με τον προβλεπόμενο από το Σύνταγμα τρόπο, που επιβάλλει την αντικειμενική, πλουραλιστική και επί ίσοις όροις πληροφόρηση των πολιτών (άρθρο 15). Έτσι πυροδότησαν επικοινωνιακά με αφορμή την τοποθέτησή μου το δίπολο τοπικισμός-λαϊκισμός από τη μια πλευρά και μεταρρυθμίσεις από την άλλη.
Όμως δε νομίζω ότι η Κυβέρνηση έχει ανάγκη από τέτοιου είδους ρηχές και τυφλές συνηγορίες. Εκτός και αν η «αυθόρμητη» και επιδεικτική παραγωγή φιλοκυβερνητικών δεκάρικων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης δημιουργεί για τους συντάκτες την προσμονή μιας κάποιας μελλοντικής ανταμοιβής.
Απροσδόκητα και απρόκλητα χθες τη σκυτάλη των εναντίον μου επιθέσεων παρέλαβε η κα Άννα Διαμαντοπούλου. Η γνωστή πολιτικός της ελληνικής σοσιαλιστικής αριστεράς, που εκ νεότητός της υπηρέτησε το Παπανδρεϊκό όραμα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της χώρας, με τα γνωστά σε όλους αποτελέσματα. Έχοντας θητεύσει από το 1985 μέχρι το 2012 αλληλοδιαδόχως στις θέσεις Νομάρχη, Προέδρου ΕΟΜΜΕΧ, Γενικής Γραμματέας Κατάρτισης και Νεότητας, Υφυπουργού, Υπουργού, Ευρωπαίας Επιτρόπου και το 2009 Υπουργού Παιδείας, δεν διέγραψε απλώς μια πλούσια και λαμπρή επαγγελματική καριέρα στην Πολιτική, αλλά επιπλέον συναποκόμισε από αυτήν αξιόλογη πείρα και πολύτιμη γνώση. Αναμφισβήτητα ο λόγος της θα έπρεπε να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα.
Βέβαια είναι γεγονός ότι υπηρέτησε με τον ίδιο ζήλο το λαϊκιστικό ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80, το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ του 2000, το μνημονιακό ΠΑΣΟΚ του 2010 και ήδη πλησίστια συντάσσεται με τις δυνάμεις του λεγόμενου μεταρρυθμιστικού κέντρου.
Παρ’ όλα αυτά βρήκε χρόνο να ασχοληθεί και με την ταπεινότητά μου. Εξέτασε τη στάση μου στο συγκεκριμένο θέμα και απεφάνθημε περισπούδαστο ύφος ότι «οι σηκωμένες γροθιές και τα «ναι μεν αλλά» είναι τα εργαλεία του λαϊκισμού, που μας έφτασαν εδώ». Κατά βάθος, ίσως και ανεπιγνώστως, με τη δήλωσή της αυτή εκφράζει την οφειλόμενη αυτοκριτική της που αφορά τον αλόγιστο και πελατειακό τρόπο με τον οποίο το ΠΑΣΟΚ έσπερνε Πανεπιστήμια στη Χώρα (μεταξύ των άλλων και στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας) κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του (ήδη λειτουργούν Πανεπιστημιακά Τμήματα σε 53 πόλεις της Ελλάδος).
Αλλά και πιθανώς, ως σημερινή «κεντρώα μεταρρυθμίστρια», να αποφάσισε να μεταμεληθεί δημοσίως για εκείνη τη μνημειώδη ομιλία της στο Υπουργικό Συμβούλιο της 13ης Απριλίου 2010. Τότε, ως Υπ. Παιδείας είχε εισηγηθεί την κατάργηση του βαθμού 10 ως ελάχιστης βάσης εισαγωγής στα Πανεπιστήμια, προκειμένου να αντιμετωπιστεί, όπως έλεγε, ο μαρασμός (sic) των επαρχιακών Πανεπιστημιακών Τμημάτων, που είχε προκληθεί από τη νομοθέτηση της βάσης αυτής από την προηγούμενη κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή. Θηριώδης λαϊκισμός που δεν έγινε βέβαια με «σηκωμένες γροθιές» αλλά με «επηρμένην την οφρύν». Ωστόσο φαίνεται να κρίνεται συγγνωστός λόγω «σοσιαλιστικής πλάνης».
Αναρωτιέμαι όμως εάν εξακολουθεί και σήμερα να εμφορείται από την ίδια μεταρρυθμιστική ζέση που την παρακίνησε στις αρχές του 2000 να προτείνει την Αγγλική ως δεύτερη επίσημη γλώσσα της Ελλάδας καθώς και την απαγόρευση της λήψης απολυτηρίου Λυκείου από όσους δεν έχουν πλήρη γνώση της Αγγλικής.
Σε αυτή τη τόσο «έξυπνη Ελλάδα» που οραματίζεται η κα Διαμαντοπούλου, θα τη παρακαλούσα να με εντάξει μάλλον στους βλάκες παρά στους λαϊκιστές. Προτιμώ να πληρώσω οποιοδήποτε προσωπικό τίμημα για να εξακολουθώ να συμφωνώ με τα λόγια του Ελύτη: «Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική· […]. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.».Προσωπικά οραματίζομαι μια Ελλάδα που θα υιοθετήσει ως εφικτό μεταρρυθμιστικό της στόχο την παγκόσμια ανάδειξής της ως του μόνου αυθεντικού κέντρου κλασικών και ανθρωπιστικών σπουδών του σύγχρονου κόσμου. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα το Πανεπιστήμιο ως ευρωπαϊκός θεσμός, με τα λόγια του Ζακ Ντερριντά στη μνημειώδη διάλεξή του στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών τον Ιούνιο 1999 (Το Πανεπιστήμιο άνευ όρων), είναι ο αγώνας επιβίωσης που δίνουν σήμερα οι ανθρωπιστικές και κλασικές σπουδές, οι λεγόμενες επιστήμες του Πνεύματος. Αυτές που δεν έχουν άμεση σύνδεση με την αγορά (φιλοσοφία, κλασική φιλολογία κλπ) και που αναγκαστικά ακολουθούν τροχιά εξαφάνισης, συμπαρασύροντας μαζί τους και τους πανεπιστημιακούς θεσμούς ως χώρους κριτικής αντίστασης απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας. Δυστυχώς, με τα κρίσιμα αυτά ζητήματα κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει ασχοληθεί στον τόπο μας.
Με πολύ σεβασμό όμως θα ήθελα να απαντήσω στην κα Άννα Διαμαντοπούλου:
Στην πολιτική ποτέ δεν συμμετείχα με «σηκωμένες γροθιές» αλλά πάντα επέλεγα να στηρίζω λογικές εξεγέρσεις εναντίον κάθε παραλογισμού και αναχρονισμού. Δεν είχα ούτε έχω καμία επαγγελματική εξάρτηση από την πολιτική. Είμαι συνεχώς από το 1982 μέχρι σήμερα μαχόμενος δικηγόρος. Δεν υπήρξα ποτέ προϊόν οποιουδήποτε κομματικού σωλήνα. Βουλευτής έγινα το 2007, μετά από πρόσκληση του Κ. Καραμανλή, χωρίς να είμαι ενταγμένος στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, παρ’ όλο που από τότε ήμουν και εξακολουθώ να είμαι φιλελεύθερος. Συμμερίζομαι την αμηχανία της κας Διαμαντοπούλου να αποδεχθεί την ύπαρξη και τέτοιων προσώπων στην πολιτική, αφού η ίδια είχε την εξαιρετική «τύχη» να εμπλακεί από τα 26 της χρόνια σε μια πολιτική σταδιοδρομία, που όπως φημολογείται μπορεί και να μην έχει τελειώσει ακόμα.
Μελαγχολώ όμως που μια τόσο αξιόλογη και πολύπειρη πολιτικός τη φράση «ναι μεν αλλά» τη συγκαταλέγει αστόχαστα στα εργαλεία του λαϊκισμού. Κι όμως στην πολιτική φιλοσοφία η έκφραση αυτή αποδίδει το λογικό σχήμα με βάση το οποίο συγκροτείται κάθε αυθεντικό πολιτικό υποκείμενο, που έχει συνείδηση του εαυτού του και της αποστολής του για κοινωνική αλλαγή και κατ΄ επέκταση για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις (βλ. A. Badiou στα σχόλιά του για την ποίηση του Comte de Lautréamont). Απεναντίας, δεν μπορώ να κρύψω τη χαρά μου που η κα Διαμαντοπούλου έχει εξοικειωθεί πλήρως με την τάση του συρμού να εκφράζει τα στρατηγικά σημεία του λόγου της στην Αγγλική («to be continued..»). Εύχομαι να μη μείνει χωρίς ανταμοιβή μια τέτοια θυσία.
Η απόφασή σας να μην είστε εκ νέου υποψήφιος πού οφείλεται κ. Τζαβάρα;
Άραγε τι νόημα έχει να είμαι υποψήφιος στις προσεχείς εκλογές όταν διαπιστώνω ότι στην επίμαχη υπόθεση όσοι βουλευτές ενήργησαν με πράγματι τοπικιστική και αντιμεταρρυθμιστική πρόθεση επέτυχαν το σκοπό τους, ενώ εγώ που κινήθηκα με κριτική διάθεση και ζήτησα από την Κυβέρνηση να υιοθετήσει ένα ενιαίο αντικειμενικό κριτήριο, που θα έχει γενική εφαρμογή σε όλα τα Πανεπιστημιακά Τμήματα που δέχονται φοιτητές με βάση μικρότερη του 10, δέχθηκα συνδυασμένα και άδικα πυρά. Διασύρθηκα ως λαϊκιστής και τοπικιστής και εχθρός της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
Αναμφίβολα το γεγονός αυτό συνιστά για εμένα ένα σύμπτωμα εκφυλισμού της πολιτικής ζωής, η οποία ήδη προ πολλού έχει μπει σε μια διαδικασία πνευματικής και ηθικής ερήμωσης. Δικαιολογημένα, με καταλαμβάνει ένα αίσθημα απογοήτευσης και ματαιότητας. Πολλώ δε μάλλον, όταν διαπιστώνω ότι το Πολιτικό στη χώρας μας, αργά αλλά σταθερά, παύει να είναι ο τόπος της δημιουργικής και διαλεκτικής σύνδεσης του πραγματικού με το ισχύον (J. Habermas), το κόσμου του όντος με εκείνον του δέοντος, των ουσιών με τις αξίες. Ίσως ήρθε η ώρα να σκεφτούμε τη σημασία που έχει για το μέλλον της Δημοκρατίας οι πολιτικοί να ξαναγίνουν υπάλληλοι της Ιστορίας και να παύσουν να λειτουργούν ως υπάλληλοι συμφερόντων.
Θεωρείτε πως δεν δίνεται σημασία από υπουργούς σε βουλευτές;
Δεν μπορώ να υποστηρίξω κάτι τέτοιο. Γενικά όλοι οι Υπουργοί ακολουθούν τη σύσταση του Πρωθυπουργού να δέχονται με προθυμία τους βουλευτές και να συνεννοούνται μαζί τους για τα σημαντικά προβλήματα της εκλογικής τους περιφέρειας. Οπωσδήποτε υπάρχει διακύμανση της προθυμίας και του ζήλου που επιδεικνύει ο καθένας. Οι έχοντες βουλευτική ιδιότητα είναι συνήθως πιο δεκτικοί σε σχέση με τους εξωκοινοβουλευτικούς. Κάτι τέτοιο όμως είναι μια στάση που νιώθεται.
Η χρησιμοποίηση εξωκοινοβουλευτικών υπουργών, κυρίως από το «εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ», σας βρίσκει σύμφωνο ή υπήρξαν υπερβολές;
Η λαϊκή ετυμηγορία της 7ης Ιουλίου αναμφίβολα αποτελεί εξουσιοδότηση προς τον Πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη να κυβερνήσει τη χώρα με βάση το πρόγραμμα της ΝΔ, για αυτό και παρέσχε στο κόμμα αυτό αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Επομένως τόσο ο Πρωθυπουργός, όσο και το Υπουργικό Συμβούλιο, κυβερνούν τη χώρα εξ ονόματος και για λογαριασμό της Νέας Δημοκρατίας. Η επιλογή του Πρωθυπουργού να χρησιμοποιήσει, εκτός από τα στελέχη της ΝΔ, πολιτικούς και από το χώρο της μετριοπαθούς κεντροαριστεράς, υπήρξε ευφυής και απόλυτα θεμιτή τακτική. Προσωπικά μάλιστα πιστεύω ότι συνιστά μια ενδιαφέρουσα πολιτική πρωτοβουλία ιστορικής σημασίας, αφού αποσκοπεί να συνενώσει στον ίδιο φορέα τα δύο βασικά πολιτικά σχήματα, τους Λαϊκούς και τους Φιλελεύθερους, που κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα υπήρξαν ιδεολογικοί αντίπαλοι, παρ’ όλο που εκπροσωπούσαν τον ίδιο κοινωνικό χώρο, ήτοι την αστική τάξη.
Το αν υπάρχουν κάποιες υπερβολές θα κριθεί εκ του αποτελέσματος.
Αληθεύουν τα δημοσιεύματα ότι θα είστε υποψήφιος Δήμαρχος Πύργου; Και αν ναι, με τη στήριξη ποιου ή ποιων;
Πολλά λέγονται και γράφονται. Άλλοι με θέλουν Δήμαρχο Πύργου υπερκομματικό και άλλοι μου ζητούν να γίνω Περιφερειάρχης Δυτικής Ελλάδας. Προς το παρόν δε με απασχολούν τέτοιου είδους σκέψεις. Το βέβαιο είναι ότι δε θα παύσω να ασχολούμαι με την Πολιτική, μένοντας πιστός στις φιλελεύθερες αρχές μου.
Μια τελευταία ερώτηση: Σας ανησυχεί κάτι στην παράταξή σας;
Η Νέα Δημοκρατία ως κυβέρνηση είναι αλήθεια ότι λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού βρέθηκε αντιμέτωπη με έκτακτες κοινωνικές και οικονομικές καταστάσεις που ήσαν εντελώς απρόβλεπτες κατά το χρόνο που εκλήθη στην εξουσία. Αναγκάστηκε μέγα μέρος του κυβερνητικού της έργου να το αφιερώσει στην αντιμετώπιση των δυσμενών επιπτώσεων που προκάλεσε στην κοινωνία και την οικονομία αυτή η πρωτοφανής υγειονομική κρίση. Πέτυχε όμως να κρατήσει την κοινωνία και την οικονομία όρθιες και τώρα ετοιμάζεται να κερδίσει το μεγάλο στοίχημα της ανάκαμψης και της ανάπτυξης της χώρας. Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να προχωρήσουν με ριζικές αλλαγές στους κρίσιμους τομείς της Δημόσιας Διοίκησης, της Δικαιοσύνης, των Κοινωνικών Ασφαλίσεων κλπ, χωρίς εκπτώσεις και συμβιβασμούς.
Η χειρότερη μορφή του λαϊκισμού μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι ο «μεταρρυθμιστικός λαϊκισμός», δηλαδή μεταρρυθμίσεις στα λόγια και επικοινωνιακή αξιοποίηση κάποιων πρωτοβουλιών, που όμως δε θα καταλήξουν στις αναγκαίες τομές που επιβάλλονται από τις σημερινές ιστορικές συνθήκες. Ένα δεύτερο σημείο ανησυχίας είναι αυτό που προέρχεται από τη σύγχυση των αξιών και των αρχών του φιλελευθερισμού που εκφράζει ιστορικά η ΝΔ και εκείνων του κρατισμού που πρεσβεύουν όσοι προέρχονται από την κεντρώα πτέρυγα της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας.
ΥΓ: Τελικά αρχίζω να προβληματίζομαι μήπως στα αλήθεια είμαι «τοπικιστής» – όχι βέβαια για όσα μου καταμαρτυρούν οι «διώκτες» μου αλλά γιατί δεν ήμουν σε θέση να εκφράσω τα κρίσιμα σημεία των απαντήσεών μου στην Αγγλική. Εκτός και αν τελικά είχε δίκιο ο Π. Κονδύλης, που συνήθιζε να κάνει λόγο για τον «κοσμοπολίτικο πιθηκισμό» της ελληνικής Αριστεράς.