Κ.Τζαβάρας: «Οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης είναι σεβαστές αλλά δεν είναι
υπεράνω κριτικής»
Τι ανέφερε σχετικά με τις παραμέτρους της υπόθεσης Λιγνάδη σε ραδιοφωνική
του συνέντευξη ο βουλευτής Ηλείας και πρώην υπουργός
Την άποψη πως οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης είναι σεβαστές αλλά όχι και
υπεράνω κριτικής εξέφρασε, με αφορμή τις δικαστικές εξελίξεις στην υπόθεση
Λιγνάδη, σε ραδιοφωνική του συνέντευξη στο Πρώτο Πρόγραμμα ο βουλευτής
Ηλείας και πρώην υπουργός Κώστας Τζαβάρας, τονίζοντας ότι ο καθένας έχει
δικαίωμα να κρίνει τις αποφάσεις, στον βαθμό που του επιτρέπει η γνώση που έχει
διαχυθεί στον δημόσιο διάλογο.
Ο Κώστας Τζαβάρας υπογράμμισε το γεγονός ότι οι δικαστές, όταν κηρύσσουν έναν
κατηγορούμενο ένοχο ή αθώο, δεν δημοσιεύουν ταυτόχρονα την αιτιολογία της
κρίσης τους, τονίζοντας ότι αυτό αποτελεί ένα σοβαρό θεσμικό έλλειμμα που
επιβάλλεται στο όνομα του νομικού και του δικαιοκρατικού πολιτισμού να
καλυφθεί νομοθετικά.
Ο Ηλείος βουλευτής τόνισε πως είναι εσφαλμένη η άποψη περί «ευθύνης» του
νόμου Παρασκευόπουλου στη συγκεκριμένη υπόθεση, επισημαίνοντας ότι η
διάταξη (αρ.497 παρ. 8 του ΚΠΔ ) που ορίζει το ανασταλτικό αποτέλεσμα που έχει η
έφεση στην απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, είναι διάταξη που έχει τεθεί
με τον ν. 3904/2010.
Παράλληλα, στηλίτευσε τη φρασεολογία και την αντιδικία που καταγράφεται στον
δημόσιο διάλογο σχετικά με ένα τόσο σοβαρό ζήτημα όπως οι αλλαγές στον Ποινικό
Κώδικα, τονίζοντας ότι υποβαθμίζεται η ποιότητα του διαλόγου.
«Επειδή η ψήφιση των κωδίκων γίνεται με ειδική διαδικασία του Κανονισμού της
Βουλής, κατά την οποία τα σχετικά νομοσχέδια ψηφίζονται χωρίς αλλαγές στο
σύνολό τους, ελάχιστη συμμετοχή έχουν στη διαμόρφωσή τους οι βουλευτές ή και
οι υπουργοί. Οι Κώδικες είναι κείμενα ολοκληρωμένα με συστηματική ενότητα, που
παραδίδονται από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή.
Ειδικά εδώ στην περίπτωση του νέου Ποινικού Κώδικα αντιμάχονται δύο προαιώνιες σχολές: η σχολή της Νομικής Θεσ/νίκης με τον αείμνηστο Μανωλεδάκη και η σχολή της Νομικής Αθηνών
με τον αείμνηστο καθηγητή μου Νικόλαο Ανδρουλάκη, μεγάλες φυσιογνωμίες αλλά
με διαφορετικές απόψεις για το άδικο και την επιείκεια στις ποινές», επισήμανε.
Ερωτώμενος σχετικά, ο Κώστας Τζαβάρας απάντησε ότι ο ίδιος αν ήταν υπουργός
Πολιτισμού επ’ ουδενί λόγω θα αποχωρούσε από το Φεστιβάλ Χορού της Καλαμάτας, ξεκαθαρίζοντας ότι σε καμία περίπτωση η άποψή του δεν αποτελεί αιχμή για τη στάση της σημερινής υπουργού Πολιτισμού, με την οποία είχε συνεργαστεί αρμονικά ο ίδιος ως υπουργός Πολιτισμού όταν αυτή ήταν Γενική Γραμματέας στο υπουργείο αυτό.
«Εγώ προσωπικά θα καθόμουν γιατί αποδίδω πολύ μεγαλύτερη σημασία στον
θεσμικό ρόλο που έχει ο Υπουργός Πολιτισμού σε μια παγκοσμίου ακτινοβολίας
πολιτισμική εκδήλωση που γίνεται στην Καλαμάτα εδώ και πολλά χρόνια», δήλωσε
και πρόσθεσε πως οι αντιδράσεις του καλλιτεχνικού κόσμου για την επίμαχη
απόφαση Λιγνάδη είναι δικαιολογημένες.
Όπως εξήγησε, ο κατηγορούμενος που έχει καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό, έχει
δικαίωμα να απαιτεί και να αξιώνει το σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητάς του
μέχρι να γίνει τελεσίδικη η απόφαση, πλην όμως στο θέμα της ανασταλτικής
δύναμης της έφεσης στην πρωτόδικη απόφαση συγκρούονται δύο βασικές αρχές:
το τεκμήριο της αθωότητας από τη μία πλευρά και από την άλλη η ανάγκη για
κοινωνική ειρήνη, ασφάλεια και αίσθημα ασφάλειας δικαίου.
«Στα πλημμελήματα η άσκηση της έφεσης υποχρεωτικά αναστέλλει την εκτέλεση
της απόφασης. Όμως, όταν η ποινή που έχει επιβληθεί στον κατηγορούμενο είναι
πάνω από τρία χρόνια, υπάρχει μια διαφοροποίηση και λέει ότι αναστέλεται η
εκτέλεση της πρωτοβάθμιας απόφασης “εκτός αν αποφασίσει διαφορετικά το
δικαστήριο”. Αλλά για τα κακουργήματα, που είναι οι πιο βαριές μορφές
εγκληματικής συμπεριφοράς, ο νομοθέτης ενδιαφέρεται πιο πολύ για τον
εγκλεισμό στην φυλακή του καταδικασμένου στον πρώτο βαθμό, εάν από τα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης του (μεταξύ άλλων) προκύπτει με
αιτιολογημένη κρίση ο κίνδυνος τέλεσης νέων εγκλημάτων αν αυτός αφεθεί.
Στην περίπτωση Λιγνάδη, δικαιολογημένα απορεί κάποιος πώς είναι δυνατόν, όταν επί
17 μήνες, που δεν είχε διαγνωστεί ότι ο άνθρωπος αυτός έχει διαπράξει το αδίκημα
για το οποίο κατηγορείται, κρινόταν επανειλημμένως ότι είναι επικίνδυνος και ότι
αν αφεθεί ελεύθερος θα προκαλέσει κι άλλα εγκλήματα και τώρα που έχουμε
βεβαιωμένη τη δικαστική κρίση ότι έχει διαπράξει δύο κακουργήματα βιασμού, τον
αφήνουμε ελεύθερο».
Παράλληλα χαρακτήρισε αντιφατική τη στάση της Προέδρου του δικαστηρίου, η
οποία στην ψηφοφορία περί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου ετάχθηκε υπέρ
της αθώωσής του και εν συνεχεία ψήφισε υπέρ τις απόρριψης του αιτήματος
αναγνώρισης ελαφρυντικών.
Ο Κώστας Τζαβάρας σχολίασε και τις ανακοινώσεις που εκδόθηκαν τόσο από την
Ένωση Δικαστών & Εισαγγελέων, όσο και από τον πρώην Πρόεδρό της, κ.
Σεβαστίδη, επισημαίνοντας ότι «δεν είναι του επιπέδου και του κύρους της
Δικαιοσύνης να καλεί η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων να τοποθετηθούν τα
κόμματα στα θέματα της επίμαχης απόφασης και με αυτό τον τρόπο η
Δικαιοσύνη να εμφανίζεται πλέον ισότιμη παίκτρια του πολιτικού παιγνίου».
Σχολιάζοντας μάλιστα και τη φράση περί «λαϊκών δικαστηρίων» από την Ένωση
Δικαστών & Εισαγγελέων, επικαλέστηκε πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του
Αρείου Πάγου (2/2022), στην οποία έγινε δεκτό πως η ποινή θα πρέπει να είναι
ανάλογη και δίκαιη και για να είναι δίκαιη, θα πρέπει να είναι σύμφωνη με το
αίσθημα περί δικαίου. «Ο δικαστής έχει υπηρεσιακή υποχρέωση να εκδίδει
δίκαιες αποφάσεις.
Το τι είναι δίκαιο όμως δεν ορίζεται στο νόμο, αλλά προκύπτει από τη συνείδησή του, το περί δικαίου αίσθημα, τη γενική περιρρέουσα ατμόσφαιρα από τις αρχές, τις αξίες και τους κανόνες που λένε τι
είναι δίκαιο και τι είναι άδικο σε μια κοινωνία» δήλωσε.