Μετά τις απίστευτες καταγγελίες των 22 αθλητών της ενόργανης γυμναστικής, για σωματική, λεκτική και σεξουαλική κακοποίηση, ανοίγει τώρα ο ασκός του Αιόλου και για τη ρυθμική γυμναστική, εκεί όπου απ’ ό,τι φαίνεται το τοπίο ήταν εξίσου απάνθρωπο για τις αθλήτριες. Η συγκλονιστική μαρτυρία μιας πρώην πρωταθλήτριας για όσα έζησε και υπέμεινε από την προπονήτριά της όταν ήταν μόλις 12 ετών, προκαλεί σοκ και οργή για ό,τι έχει βιώσει πλήθος αθλητών και μικρών παιδιών στη χώρα μας.
Η Έφη Δήμου, πρώην πρωταθλήτρια της ρυθμικής γυμναστικής, περιγράφει μια κατάσταση που θυμίζει τα βασανιστήρια που βλέπουμε στα ντοκιμαντέρ ότι υπέμεναν οι αθλήτριες στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης αλλά και στην Κίνα. Τα περιστατικά, όπως και αυτά που καταγγέλλονται στην ενόργανη, πηγαίνουν πολλά χρόνια πίσω (στις δεκαετίες 1980 και 1990), όμως η ίδια θεωρεί πως κανείς δεν ελέγχει ακόμα ουσιαστικά τι συμβαίνει σε αυτούς τους αδηφάγους χώρους του πρωταθλητισμού.
«Μιλάω επώνυμα γιατί αυτά τα πράγματα πρέπει να ειπωθούν και γιατί έχει έρθει η ώρα μου, η δική μου προσωπική στιγμή να το κάνω. Ξεκίνησα με ενόργανη γυμναστική το 1987. Στη ρυθμική μπήκα το 1990. Ήμουν σε ένα μεγάλο σύλλογο γυμναστικής της Αθήνας. Έκανα 4 ώρες προπόνηση την ημέρα, αφού γρήγορα μπήκα σε αγωνιστικό τμήμα. Μέσα σε ένα χρόνο είχα ξεκινήσει να κατεβαίνω σε αγώνες. Ήμουν 10 χρόνων. Κάποια στιγμή ήρθε στο σύλλογο μας, μια περιβόητη, σε όλο τον αγωνιστικό χώρο και γνωστή σε όλα τα αθλήματα, προπονήτρια της Εθνικής Γυναικών στη ρυθμική γυμναστική. Ήρθε στο σύλλογο για κάνει αλίευση ταλέντων. Ήθελαν να δημιουργήσουν τότε την πρώτη εθνική ομάδα νεανίδων στη ρυθμική γυμναστική. Με επέλεξε αμέσως και γρήγορα ξεκίνησα προπονήσεις στο ΟΑΚΑ.
Στις προπονήσεις εκεί, στην αρχή ρίχναμε βάρος στο ατομικό πρόγραμμα. Είχαμε μια προπονήτρια Ελληνίδα, που ήταν μεν αυστηρή αλλά δεν μας κακοποιούσε. Η συγκεκριμένη συνεργάστηκε μετά μαζί με την πρώτη προπονήτρια στην ομάδα του ανσάμπλ αλλά ήταν στο βαθμό που μπορούσε, ως δεξί χέρι της βασικής προπονήτριας, η μοναδική σανίδα σωτήριας μας.
H αρχή του εφιάλτη
«Με το που στήνεται όλη η ομάδα του ανσάμπλ, πέφτουμε στα χέρια της προπονήτριας. Ήμασταν 6 κορίτσια στη βασική ομάδα και 3 αναπληρωματικές. Μαζί μας είχαμε και ένα κορίτσι από την Θεσσαλονίκη. Ξεκινάμε αμέσως 8ωρες και 10ωρες προπονήσεις. Αυτό βέβαια είναι κάτι που το ξέρεις όταν κυνηγάς χρυσά μετάλλια και πρωταθλήματα. Είναι μια κακοποίηση του σώματος που την αναμένεις.
Όταν όμως μπήκαμε στο στάδιο της προετοιμασίας για το πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα, μας ζήτησαν να μένουμε μέσα στους ξενώνες του ΟΑΚΑ, ακόμα και στις αθλήτριες που είχαμε σπίτι στην Αθήνα.
Όταν πια ετοίμασαν και το πρόγραμμα που θα παρουσιάζαμε, άρχισαν να πέφτουν βροχή τα βάσανα μας και οι κακοποιητικές συμπεριφορές. Οι προσβολές ήταν ποταμός. Η προπονήτρια μας αποκαλούσε με τους εξής χαρακτηρισμούς για το σώμα μας- «τούρτα», «σούμο», «άντρας», «χοντρή», «χωριάτα», «πήγαινε να μαζέψεις καλύτερα ντομάτες στο χωριό σου», «βλάχα». Τα έλεγε αυτά σε παιδιά 10 χρόνων. Μας αποκαλούσε διαρκώς «βλαμμένες» και «ηλίθιες». Είχε και χειρότερους, «πιο κάτω» χαρακτηρισμούς, αλλά δεν θέλω να τους πω.
Η προπονήτρια ήταν ένα τέρας, πολύ τρομαχτική για εμάς. Μας κακοποιούσε μυαλό και κορμί, δεν μας είχε αφήσει τίποτα. Αφού τελείωναν οι βρισιές προχωρούσε παρακάτω. Μια φορά σήκωσε ένα κορίτσι από τη μπλούζα, την ταρακούνησε στον αέρα, την πέταξε στο έδαφος και μετά την κλώτσησε. Μια φορά με σήκωσε όρθια, μου κατέβασε τη φόρμα και μου τσίμπησε τα κοκκαλιάρικα μου μπούτια, την πέτσα στην ουσία, για να μου πει “κοίτα τι χοντρή που είσαι”. Μια άλλη φορά, με είχε σηκώσει στον αέρα από τα αυτιά και κάποια στιγμή τα αυτιά μου, από πίσω, μάτωσαν.
Σε εκείνο το περιστατικό πήγα στον φυσικοθεραπευτή μέσα στο προπονητικό κέντρο για να μου βάλει λίγο pulvo.Έφυγε εκείνος από το ιατρείο και πήγε να την βρει. Της είπε: “αν ξαναδώ τέτοιο περιστατικό θα σε καταγγείλω”.
Και ρωτάω εγώ μετά από τόσα χρόνια: “Ποια ακριβώς φορά περιμένει ένας άνθρωπος που γνωρίζει ένα τέτοιο περιτατικό για να το καταγγείλει; Γιατί δεν το έκανε τότε;”.
Όταν μας έβριζε η προπονήτρια κραύγαζε, ούρλιαζε. Μια φορά ήρθε προπονητής από τη δίπλα αίθουσα, που προπονούσε σε χώρο δίπλα μας και της είπε: “κοφ’ το”. Όλοι μέσα στο προπονητικό κέντρο γνώριζαν το ποιόν της.
Όταν γίνονταν αυτές οι παρεμβάσεις, αυτή φοβόταν, τα μάζευε για λίγο, για πολύ λίγο όμως και μετά ξεκινούσε ακούραστη το έργο της ανελέητης κακοποίησης μας. Άλλες φορές, όταν τελείωνε η προπόνηση και εκείνη έφευγε και μέναμε μόνες μας τα κορίτσια στο προπονητικό κέντρο, μας έπαιρνε δήθεν μετανιωμένη τηλέφωνο για να μας μιλήσει γλυκά. Την επόμενη ημέρα το είχε ήδη ξεχάσει».
«Αιματηρή» προπόνηση
«Από την σκληρή προπόνηση είχαμε όλες τραυματισμούς. Εγώ απέκτησα κοίλη στη μέση και πονούσα πολύ. Γρήγορα αρχίσαμε να ψάχνουμε τρόπους για να αποφεύγουμε την 6ημερη προπόνηση. Μια φορά, στην απόγνωση μας, πήγαμε στην αίθουσα της προπόνησης και σπάσαμε την ανάκληση των τζαμιών για να παγώσει η αίθουσα και να γλυτώσουμε. Δεν τα καταφέραμε, συνεχίσαμε κανονικά μέσα στο κρύο. Προσπαθούσαμε να της ξεφύγουμε με κάθε τρόπο. Κάναμε για ψέματα τις άρρωστες. Τίποτα δεν πετύχαινε. Μόνο νεκρή γλύτωνες την προπόνηση. Αν είχες σοβαρό τραυματισμό και δεν μπορούσες να κουνηθείς, σε ανάγκαζε να κάθεσαι εκεί και να παρακολουθείς την μαρτυρική προπόνηση των υπολοίπων.
Ολόκληρο το καλοκαίρι του 1993 το περάσαμε κλεισμένες στους ξενώνες του προπονητικού κέντρου. Μέχρι τον Μάιο του 1994 τα βάσανα μας ήταν τα ίδια σε καθημερινό επίπεδο. Η ίδια κακοποίηση υπήρχε και στην ομάδα των γυναικών, αλλά εκεί, επειδή τα κορίτσια ήταν μεγαλύτερα, αντιδρούσαν κάπως σε αυτές τις συμπεριφορές.
Για εμάς που ήμασταν 12 χρόνων όμως, δεν υπήρχε σωτηρία. Οι γονείς μας δεν αντιδρούσαν παρ’ ότι υποψιάζονταν σε ένα μικρό βαθμό τι συνέβαινε. Δεν ξέρω μέχρι σήμερα να απαντήσω το γιατί δεν ήρθε η αντίδραση τους. Ούτε οι παράγοντες του χώρου μας προστάτεψαν. Δεν τα λέγαμε βέβαια όλα στους γονείς μας, από φόβο. Σύντομα μπήκαμε στο καθεστώς της σιωπής που προκαλεί ο φόβος. Οι παράγοντες όμως γνώριζαν.
Όσο για εμάς, είχαμε την κλασική αντίδραση του θύματος. Δεν μπορείς να έχεις ορθή σκέψη όταν είσαι σε αυτή την κατάσταση. Δεν καταλαβαίνεις καν ότι αυτό δεν επιτρέπεται να συμβαίνει. Το μυαλό σου μπλοκάρει.
Το μόνο που μας έσωζε ήταν η σχέση που είχαμε μεταξύ μας τα κορίτσια. Ήμασταν πολύ δεμένες, σε ένα δεσμό του τύπου: “ελάτε να αντέξουμε για να τα καταφέρουμε, για να φύγουμε μια μέρα από εδώ”.
Η τρομαχτική έλλειψη του φαγητού, το ότι δεν τρώγαμε ποτέ γλυκό ή τηγανητές πατάτες, αλλά μόνο πρωτεΐνες και σαλάτες, ήταν το λιγότερο. Βέβαια, το ζύγισμα το τρέμαμε. Μονό νερό πίναμε την μέρα πριν ζυγιστούμε. Πιο πολύ μας πείραζε όμως που δεν είχαμε φίλους και κοινωνική ζωή.
Από την άλλη, και η τρομαχτική πίεση για την εξοντωτική δίαιτα δεν ήταν καθόλου αμελητέα. Απορώ για τον εαυτό μου πως δεν έπαθα στη συνέχεια νευρική ανορεξία. Πολλές αθλήτριες στο χώρο έβαζαν δάχτυλο για να κάνουν εμετό το όποιο φαγητό είχαν φάει. Κάποιες έπαθαν νευρική ανορεξία και γλύτωσαν μετά από χρόνια».
Η φυγή από την προπονήτρια του τρόμου
«Μόλις κατακτήσαμε το χρυσό μετάλλιο το 1994 στους πανευρωπαϊκούς αγώνες, έφυγα. Είχαμε προλάβει να φέρουμε μετάλλια και από διεθνή meeting αγώνων. Έμεινα για λίγο καιρό ακόμα στην Εθνική ομάδα αλλά στην ουσία είχα αποσυρθεί. Και θέλω να καταγγείλω εδώ, ότι από τα χρήματα που πήραμε για τη νίκη μας, τα μισά λεφτά μας τα έφαγαν οι παράγοντες. Από όσα ήταν να πάρουμε λίγα έφτασαν τελικά στα χέρια μας.
Φεύγοντας από την εθνική ομάδα έπαθα άρνηση. Δεν ήθελα να βλέπω τα μετάλλια μου και τα κύπελλα. Τα εξαφάνισα όλα. Μαζί μου έφυγαν και άλλες δύο συναθλήτριες μου. Δεν άντεξαν ούτε εκείνες. Αισθάνθηκα αμέσως ελεύθερη, σκέφτηκα: “τώρα επιτέλους μπορώ να φάω”.
Η προπονήτρια τότε έκανε μια μίξη ομάδας νεανίδων και γυναικών για να ετοιμάσει το τιμ που θα προσπαθούσε να πάρει πρόκριση για την Ατλάντα. Δεν την πήραν τελικά.
Προσπάθησε να με κρατήσει. Μου είπε ότι με έχει ανάγκη, να μείνω, να προσπαθήσω να πάμε στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα. Της απάντησα: “δεν αντέχω άλλο, πονάω”. Έφυγα νύχτα.
Κράτησα επαφή με ένα κορίτσι που έμεινε στην ομάδα. Απορώ ακόμα γιατί έμεινε. Μου έλεγε ότι η κατάσταση έγινε στη συνέχεια χειρότερη. Εγώ έφυγα γιατί σκέφτηκα ότι θα ήμουν άρρωστη αν συνέχιζα. Θα ήμουν άρρωστη αν συνέχιζα να τα υπομένω αυτά. Πόναγε και πάρα πολύ η μέση μου βέβαια πια. Είχα μισήσει την προπονήτρια. Ήθελα να πάθει τα ίδια με εμένα, με όλες εμάς.
Στην πραγματικότητα βέβαια ήθελα να προχωρήσω στο άθλημα, ήθελα να παραμείνω αθλήτρια αλλά μέσα σε αυτό φριχτό περιβάλλον δεν γινόταν. Δεν ήθελα να παραμείνω αθλήτρια με αυτό το κόστος. Κανένα παιδί δεν ήθελε αυτό το κόστος. Είναι τεράστιο κόστος να τρως ξύλο για να παραμένεις στο χώρο. Το σώμα σου καταντάει ένα άψυχο αντικείμενο. Ένα αντικείμενο που το τεντώνουν και το τραβάνε απ’ όλα τα μέρη του για να γίνει πιο ελαστικό και για να ανοίξουν οι αρθρώσεις του. Θυμάμαι ότι καθόμασταν για ώρες ολόκληρες στη στάση του σπαγκάτου με την προπονήτρια να κάθεται όλη πάνω μας για να “ανοίξουμε”. Ήμασταν πολύ δυστυχισμένες.
Αυτά τα αθλήματα πρέπει να καταργηθούν με τον τρόπο που γίνονται. Ποιος θα σώσει αυτά τα παιδιά; Οι ίδιοι άνθρωποι που τα έχουν βιώσει και μετά γίνονται και εκείνοι προπονητές; Θέτω ένα ερώτημα στην κοινωνία: Τι πρωταθλητισμό θέλουμε; Παραμορφωμένα σώματα σε κακοποιημένους ανθρώπους; Ας το σκεφτούμε».
www.newsit.gr