Η ελιά ανήκει στην αγρονομική περιφέρεια των μόνιμων καλλιεργειών, με τη μέση αξία του δικαιώματος, όπως αναφέρει ο φάκελος του στρατηγικού σχεδίου της ΚΑΠ 2023-2027, να ορίζεται στα 29 ευρώ το στρέμμα.
Επίσης οι ελαιοπαραγωγοί μπορούν να εισπράξουν αναδιανεμητική ενίσχυση 11 ευρώ ανά στρέμμα όταν έχουν από 10 έως 40 στρέμματα καλλιέργειας. Οι νέοι γεωργοί επιπλέον εισπράττουν 7 ευρώ το στρέμμα ενίσχυση.
«Η Ελλάδα είχε μια μοναδική ευκαιρία με τη νέα ΚΑΠ να ενισχύση την καλλιέργεια στους παραδοσιακούς ελαιώνες», δήλωσε στον ΑγροΤύπο ο πρόεδρος του ΑΣ Νηλέας κ. Γιώργος Κόκκινος. Και προσθέτει: «ο παραδοσιακός ελαιώνας δεν αφορά μόνο τις αποστάσεις φύτευσεις όπως αναφέρει το ΥπΑΑΤ. Είναι και ο τρόπος που έγινε η φύτευση στον ελαιώνα (δεν έχουμε στην χώρα μας ομοιογενείς ελαιώνες).
Η νέα ΚΑΠ έχει «πράσινο» προσανατολισμό. Εμείς έχουμε μια ελαιοκαλλιέργεια με μηδενικό αποτύπωμα διοξειδίου του άνθρακα και μπορούμε να το αποδείξουμε. Αυτό έπρεπε να το εκμεταλλευτούμε στη νέα προγραμματική περίοδο.
Η ελαιοκαλλιέργεια αναπτύσσεται σε όλο τον κόσμο πια σε υπερεντατική φύτευση. Επίσης έχουν τρόπο να κάνουν ελαιόλαδα υψηλής ποιότητας. Αυτό που δεν έχουν αυτοί και θα πρέπει να τους ανταγωνιστούμε είναι προϊόντα φιλικά προς το περιβάλλον.
Ήδη στο εξωτερικό (Ιταλία και Ισπανία) γίνονται προσπάθειες να ενσωματώσουν στα προϊόντα της ελαιοκομίας ειδική σήμανση που θα αναγράφει ότι προέρχονται από παραδοσιακούς ελαιώνες. Αυτό θα πρέπει να κάνουμε και εμείς. Μέσα από την ΚΑΠ θα έπρεπε να υπήρχε χρηματοδότηση δράσεων ανάδειξης των παραδφοσιακών ελαιώνων και σύνδεσης του ελαιολάδου που προέρχεται από αυτούς με ειδική σήμανση. Αυτό θα είχε σαν στόχο να δώσει προστιθέμενη αξία στο προϊόν».
Φάκελος ΚΑΠ 2023-2027
Πάντως, όπως επισημαίνει ο φάκελος του στρατηγικού σχεδίου της ΚΑΠ, που κατέθεσε το ΥπΑΑΤ στην ΕΕ, η κλιματική αλλαγή φαίνεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις για την καλλιέργεια ελιάς.
Η Ελλάδα έχει την μικρότερη τιμή στο έξτρα παρθένο ελαιόλαδο (3,24 ευρώ/κιλό) σε σχέση με την Ισπανία (3,34) και την Ιταλία (4,21), με την τιμή να κινείται ανοδικά κατά την τελευταία πενταετία (14,6%). Η τιμή μάλιστα του βιολογικού ελαιόλαδου εμφάνισε αύξηση κατά 32% στην Ελλάδα (51% στην Ιταλία).
Η Ελλάδα έχει επίσης την χαμηλότερη τιμή στο παρθένο ελαιόλαδο (2,40 ευρώ/κιλό), έναντι της Ιταλίας (2,75) και της Ισπανίας (3,12), με την τελευταία πενταετία να εμφανίζει πτώση της τάξης του 7%. Όσον αφορά στο ελαιόλαδο «λαμπάντε» η τιμή του ελληνικού είναι 2,20 ευρώ/κιλό, έναντι του ιταλικού στα 2,46 και του ισπανικού στα 2,95 ευρώ.
Σε επίπεδο ΕΕ, η Ισπανία είναι ο κύριος παραγωγός επιτραπέζιας ελιάς (πάνω από 65%) με την Ελλάδα να ακολουθεί (πάνω από 25%) και μάλιστα να εμφανίζει αύξηση κατά 9% σε σχέση με τον Μ.Ο. της τελευταίας πενταετίας. Οι τιμές πώλησης των ακατέργαστων ελιών για την περίοδο 2020/2021 (σε όρους ευρώ ανά 100 κιλά) διαμορφώθηκαν στα 81 ευρώ/100 κιλά για την Ελλάδα έναντι 104,20 για την Ιταλία, 71,18 για την Ισπανία και 62,35 για την Πορτογαλία.
Αντιδράσεις ΣΕΔΗΚ
Η ελαιοκαλλιέργεια, παρά το ότι αποτελεί τον πλέον σημαντικό αγροτικό κλάδο από πλευράς οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής σημασίας για την χώρα μας, όχι μόνο δεν αποκαθίσταται από τις επιπτώσεις που έχει υποστεί από την προηγούμενη ΚΑΠ, αλλά αντίθετα υποβαθμίζεται δραματικά.
Με το προτεινόμενο εθνικό στρατηγικό σχέδιο η υποβάθμιση της ελαιοκαλλιέργειας συνεχίζεται. Παρά τα δυο υπομνήματα, που υπέβαλε φέτος ο ΣΕΔΗΚ και τις διαμαρτυρίες διαφόρων φορέων, η ελαιοκαλλιέργεια εξακολουθεί να αγνοείται προκλητικά. Ειδικότερα:
1. Οι ενισχύσεις που προβλέπονται για τους ελαιοπαραγωγούς είναι αντιστρόφως ανάλογες με τον συνολικό αριθμό τους. Αυτό φαίνεται καθαρά από στοιχεία του ΟΣΔΕ, σύμφωνα με τα οποία οι ελαιοκομικές εκμεταλλεύσεις, ενώ αποτελούν το 40% περίπου του συνόλου των γεωργικών εκμεταλλεύσεων της χώρας απολαμβάνουν μόνο το 20% περίπου του συνόλου των ενισχύσεων.
2. Η ελαιοκαλλιέργεια αντί να αποτελέσει μια χωριστή αγρονομική περιφέρεια εντάχθηκε στην αγρονομική περιφέρεια «Μόνιμες καλλιέργειες», όπως επονομάστηκε ,περιέργως, η περιφέρεια «Δενδρώδεις». Έτσι, η προβλεπόμενη για τους ελαιώνες βασική ενίσχυση είναι μόλις 29 ευρώ/στρέμμα.
3. Ο αποκλεισμός από ενισχύσεις των εκμεταλλεύσεων που λαμβάνουν ενισχύσεις χαμηλότερες των 250 ευρώ, θα συνεχιστεί για όλη την χώρα με εξαίρεση τα νησιά. Όμως Κρήτη και Εύβοια δεν εξαιρούνται. Έτσι χιλιάδες μικροί ελαιοπαραγωγοί όλης της χώρας θα τεθούν έκτος ενισχύσεων.
4. Η λεγόμενη αναδιανεμητική ενίσχυση στόχος της οποίας είναι η εξομάλυνση των ανισοτήτων και εκτιμάται σε μόλις 11 €/στρ, αποκλείεται από τους παραγωγούς με εκτάσεις μικρότερες των 10 στρεμμάτων. Με δεδομένο ότι ο μέσος ελαιοκομικός κλήρος στην Κρήτη, σύμφωνα με το ελαιοκομικό Μητρώο, είναι 11 στρέμματα, στην πράξη αποκλείονται και από την αναδιανεμητική πάνω από το 70% των ελαιοπαραγωγών.
5. Ενώ για αποτροπή της «Κλιματικής αλλαγής» το εθνικό σχέδιο επιβάλλει την ύπαρξη έστω λωρίδων γής με φυσική βλάστηση, παραβλέπει σκανδαλωδώς την περιβαλλοντική συμβολή των παραδοσιακών ελαιώνων, που λειτουργούν ως ένα φυσικό δάσος και με το αειθαλές φύλλωμά τους αποτελούν ένα μόνιμο και ανέξοδο «απορροφητήρα» CO2 που λειτουργεί σε ετήσια βάση.
6. Η πρόταση του ΣΕΔΗΚ οι παραδοσιακοί, δύσβατοι ελαιώνες της Κρήτης που έχουν αυξημένο κόστος παραγωγής να τύχουν κάποιας ιδιαίτερης υποστήριξης αγνοήθηκε πλήρως, παρά το ότι οι αντίστοιχοι παραδοσιακοί ελαιώνες άλλων περιοχών της χώρας (Άμφισσα), σύμφωνα με το στρατηγικό σχέδιο (καλώς) εξακολουθούν να ενισχύονται.
agrotypos.gr