Γράφει η Κατερίνα Αναγνωστοπούλου
Κάποτε…
Κάποτε τα παιδιά κοιμούνταν στρωματσάδα κι ο ύπνος τους ήταν ελαφρύς.
Κάποτε είχαν ένα μόνο τετράδιο, μια ξύλινη κασετίνα, και μια σάκα που με αυτήν τελείωναν το σχολείο.
Κάποτε έπλαθαν μπαλίτσες την ψίχα του ψωμιού για σβηστήρα!
Κάποτε τα απογεύματα οι αυλές γέμιζαν με σκαμνάκια και γειτόνισσες.
Κάποτε όλη η γειτονιά ήταν μια μεγάλη οικογένεια.
Κάποτε οι πόρτες ήταν ολημερίς ξεκλείδωτες, με το κλειδί επάνω.
Κάποτε κάθε σπιτικό είχε τον μπαξέ του, τα κηπευτικά του, τα ζωντανά του.
Κάποτε ο τενεκές του λαδιού βαφόταν με μεράκι για να υποδεχθεί χρυσάνθεμα και γιασεμιά.
Κάποτε κάθε Κυριακή φοράγαμε τα καλά μας και πηγαίναμε εκκλησία!
Κάποτε οι στάλες της βροχής “χτυπούσαν” στον τσίγκο και άκουγες την ωραιότερη μουσική!
Κάποτε το μαγκάλι ζέσταινε όλο το σπίτι και έψηνε τα κάστανα.
Κάποτε ο μπακάλης πουλούσε βερεσέ και ο γαλατάς μας ξυπνούσε.
Κάποτε τα κοκόρια λαλούσαν και μας καλημέριζαν.
Κάποτε ο καθένας έδινε στον φτωχό ένα πιάτο φαΐ, ένα ρούχο, ένα μπουκάλι λάδι, λίγα αυγά.
Κάποτε μας ένοιαζε για τον διπλανό μας.
Κάποτε στα σπίτια ζούσαν και οι γιαγιάδες και οι παππούδες.
Κάποτε παίζαμε στις αλάνες.
Κάποτε κάναμε αφιερώσεις στο ραδιόφωνο.
Κάποτε κάναμε φίλους καρδιακούς.
Κάποτε κοκκινίζαμε όταν ντρεπόμασταν.
Κάποτε ξέραμε να λέμε κι ένα συγγνώμη!
Κάποτε…
Κάποτε ήμασταν …πιο άνθρωποι!