Με κάποιους ανθρώπους συνδέεσαι με έναν τρόπο καρμικό και χωρίς να μένουν στη ζωή σου μπαινοβγαίνουν σε αυτή. Τον Λάκη Λαζόπουλο τον πρωτογνώρισα πίσω από ένα παράθυρο όταν μαζί με τα ξαδέρφια μου στην Καβάλα εξοριστήκαμε από τους «μεγάλους» για να μην κάνουμε φασαρία γιατί θα ερχόταν η πρώτη ξαδέρφη της μαμάς, η Τασούλα, με τον άντρα της. Η Τασούλα για τις θείες μου ήταν η πιο έξυπνη, η πιο όμορφη και το πιο ευγενικό και «σεβαστικό» παιδί, όπως έλεγαν. Κατά συνέπεια, όλο το ενδιαφέρον μου τράβηξε η Τασούλα με τα σγουρά μαλλιά και τα εντυπωσιακά καλοσχηματισμένα της φρύδια (ναι, τα φρύδια είναι αυτά που θυμάμαι από τότε). Ο Λαζόπουλος ήταν απλά o ηθοποιός που παντρεύτηκε.
Δεν γνώριζε ποια είμαι κι εγώ νόμιζα ότι κάποιος μας έκανε φάρσα όταν μας ειδοποίησαν από το γραφείο του για ένα δοκιμαστικό στον ALPHA. Εκτοτε δεν ξανανταμώσαμε παρά μόνο σε κάποιες εκδηλώσεις του σταθμού. Με την Τασούλα πάλι, συναντήθηκα για πρώτη φορά σχεδόν 8 χρόνια προτού φύγει από τη ζωή. Και πάλι, τα φρύδια της ήταν το πρώτο πράγμα που κοίταξα αμέσως. Ηθελα να δω αν ήταν τόσο καλοσχηματισμένα όπως τότε. Ηταν. Της το είπα και γέλασε με την ψυχή της, μ’ ένα γέλιο που είχε απίστευτη μουσικότητα.
Δυο-τρεις συναντήσεις, γέλια, βόλτες, κουβέντες για τη ζωή και τον θάνατο και ύστερα η είδηση ότι ο καρκίνος ξαναχτύπησε. Στεναχώρια και τηλεφωνήματα με τους φίλους της για το πώς είναι. «Ευτυχώς ο Λάκης είναι δίπλα της και δεν την αφήνει λεπτό», έλεγαν. Και μετά ήρθε ο Αύγουστος, ήρθε το τέλος, ήρθε και η Τασούλα να αναπαυτεί στη Δράμα, δίπλα στη μαμά και τον αδερφό της.
Εναν χρόνο μετά τον θάνατό της και αφού διάβασα μέσα σε ένα βράδυ το βιβλίο του «Αλλες γυναίκες φοράνε τα φουστάνια σου» τον συναντώ στο κέντρο της Αθήνας. Εχει ήδη ανακοινωθεί ότι ακυρώνεται η περιοδεία της παράστασης που προετοίμαζε τόσο καιρό γιατί πρέπει πλέον να ξεκουραστεί. Ενας θρόμβος που ευτυχώς διαλύθηκε θα μπορούσε να αποβεί μοιραίος. Εικασίες γίνονται μόνο για το τι τον προκάλεσε καθώς όλα ξεκίνησαν μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου. Ατονία, καταρροή και μια εξάντληση άνευ προηγουμένου. Πάντως απέναντί μου κάθεται ένας άλλος Λάκης. Διαφορετικός. Σαν να είναι και εδώ αλλά παράλληλα κι αλλού. Εδώ η δημόσια εικόνα, κάπου αλλού η αλήθεια του. «Είμαι αριστοτελικός στη θεώρηση της ζωής. Πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος όταν γεννιέται έχει έναν άξονα και γίνεται ενάρετος στην πορεία της ζωής του, καθώς προσθέτει σειρά ενάρετων πράξεων. Οσα κι αν έζησα, όσα κι αν πέρασα, θεωρώ ότι ο δικός μου άξονας ήταν θετικός γιατί γεννήθηκα σε ένα σπίτι θετικό, με γονείς που με αγάπησαν. Εγώ, λοιπόν, δεν απομακρύνθηκα λεπτό από τον άξονά μου, απλώς οι άνθρωποι για να με φέρουν πιο κοντά τους με τραβούσαν από αυτόν, στο δικό τους μυαλό. Στο βιβλίο λοιπόν αυτό που λέω είναι ένα: “Αφήστε με εδώ που είμαι εγώ. Δεν είμαι αυτό που έχετε εσείς στο μυαλό σας”».
Οσοι διαβάσετε το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα θα διαπιστώσετε ότι ο Λάκης ανοίγει διάπλατα μαζί με την ιστορία της Τασούλας και ένα δικό του κομμάτι, που έχει να κάνει με λάθη, ενοχές, απορίες. Ολα αυτά όταν βρίσκεται αντιμέτωπος μετά τον θάνατό της με ένα κουτί που περιείχε τα γράμματα που του έγραφε όλα αυτά τα χρόνια. Γράμματα για τον ίδιο που είχαν μέσα λύπη, αγάπη, πίκρα και θυμό. Δεν έκρυψε το παραμικρό. Ολα εκεί μπροστά μας. «Ημουν και παραμένω ένας ιδιωτικός άνθρωπος, αλλά από τη στιγμή που βρέθηκαν αυτά τα γράμματα δεν γινόταν να τα αγνοήσω. Ηθελα να περιγράψω την ιστορία κι αυτή λέγεται με όλες τις αλήθειες μέσα. Βρήκα τη δύναμη μετά από καιρό να μπορώ να πω αυτά που σκέφτομαι.
Διάβαζα τα γράμματα για ώρες και έκλαιγα. Βρέθηκα μπροστά σε έναν θυμό και ήταν σαν να μην τον καταλάβαινα. Ηθελα λοιπόν να ακουστεί ο θυμός αυτός και να μη βρεθεί το δικό μου παιδί αργότερα να ανοίγει ντουλάπια, όπως είχε συμβεί μ’ εμένα όταν χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα μου ανακάλυψα ένα ντουλάπι με σημειώσεις του».
Το πιο δύσκολο κομμάτι του βιβλίου ήταν η στιγμή που περιέγραφε το τέλος της «Τζοκόντας» του, όπως αποκαλούσε την Τασούλα. «Είχα σταματήσει για δύο μήνες, ξεκίνησα, ξανασταμάτησα και κάποια στιγμή το έγραψα. Νόμιζα ότι αν έφευγε η σκηνή από μέσα μου, θα έφευγε και η Τασούλα, οπότε έτσι ήταν σαν να κατάφερα να την κρατήσω». Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε ένα σημείο της ζωής του που προσπαθεί να ανασυνταχθεί: «Προσπαθώ να βρω ένα σημείο προς το οποίο να κατευθυνθώ και το μόνο που βρίσκω να μ’ ενδιαφέρει πραγματικά είναι η ζωγραφική. Ετοίμαζα μια ωραία παράσταση που ακυρώθηκε λόγω της πρόσφατης περιπέτειας με την υγεία μου, ετοιμάζω για την τηλεόραση μια κωμική σειρά 12 επεισοδίων για το 2022, αλλά μέχρι εκεί. Στην Ελλάδα, μετά από καιρό, ό,τι καριέρα και αν κάνεις, φτάνεις να κάνεις βόλτες στο ταβάνι περνώντας από τα ίδια σημεία. Είναι χαμηλοτάβανη χώρα για όνειρα η Ελλάδα και εμένα, μεγαλώνοντας, πια αυτά τα ίδια σημεία δεν με αφορούν. Εχω την ανάγκη να αποσυρθώ, να πάω στην Πάρο, να ηρεμήσω και να ζωγραφίζω».
Στην Πάρο ετοιμάζει την πρώτη του έκθεση ζωγραφικής τον Αύγουστο, τον μήνα που έφυγε από το νησί η Τασούλα για το νοσοκομείο και δεν ξαναγύρισε. Η Τασούλα που γνώρισε στη Νομική Κομοτηνής, που τη διεκδίκησε ενώ ήταν δεσμευμένος, η Τασούλα που τον ακολούθησε σε ένα υπόγειο στην Κυψέλη, έμεινε δίπλα του στα δύσκολα, στα εύκολα, στις χαρές και τις λύπες, η Τασούλα που έμενε πάντα πίσω από άποψη και που τελικά ξαναβγήκε μπροστά τώρα που την έφερε ο ίδιος στη σκηνή, όπως ο πρωταγωνιστής τραβά από το χέρι τον συμπρωταγωνιστή του στην τελευταία υπόκλιση προς το κοινό.
Εναν χρόνο μετά μοιάζει κουρασμένος. «Είμαι. Εχω μεγάλη κούραση γιατί νιώθω ότι δεν μπορώ να συνεννοηθώ. Σαν να έχουν αλλάξει οι λέξεις και τα νοήματα. Πιστεύω ότι η τηλεόραση έχει παρέμβει τρομακτικά και έχει αλλάξει τα νοήματα των λέξεων. Η Βαβυλωνία τώρα ξαναζεί. Αλλαξε και το συναισθηματικό λεξικό. Εχουμε περάσει και σε έναν κόσμο ψηφιακό τον οποίο ούτε θέλω να ακολουθήσω ούτε και μ’ ενδιαφέρει. Είναι σαν να τρώμε μ’ ένα σκουριασμένο πιρούνι. Θα το πιάσει το μακαρόνι το πιρούνι, αλλά μαζί με το μακαρόνι θα φας και τη σκουριά. Τρώω πολλή σκουριά λοιπόν».
Τον ρωτώ πώς αντιμετωπίζει τον χρόνο. «Από παιδί δεν είχα καμία αίσθηση του χρόνου. Τον θυμάμαι έχοντας ως σημάδια παραστάσεις ή κάποια γεγονότα. Ακούγεται γελοίο τώρα που το λέω, αλλά πάντα αντέγραφα στις εξετάσεις του σχολείου την ημερομηνία και μόνο αυτή! Σου ορκίζομαι, στ’ αλήθεια, κάθε φορά που τελείωνα το διαγώνισμα το άγχος μου ήταν να αντιγράψω την ημερομηνία. Η απώλεια είναι αυτή που έρχεται και βάζει σημάδια στον χρόνο – κι αυτό επειδή σε πονά. Κατά τα άλλα, αντιμετωπίζω τον χρόνο σαν μια πλαστελίνη που μου δόθηκε και πρέπει να τη διαχειριστώ και να δω τι μπορώ να κάνω με αυτή. Είμαι μια χαρά και με τον χρόνο που περνά από πάνω μου. Θα ήθελα να χάσω μερικά κιλά όπως όλοι, κάνω δίαιτες, τρίαιτες όπως λέω, αλλά μετά τρώω ξανά».
Ενιωσε ποτέ άραγε να θαμπώνεται από την εξουσία, από το χρήμα, από τον θαυμασμό των άλλων; Επιασε τον εαυτό του να νοιάζεται για το τι αρέσει στους άλλους;
«Ποτέ δεν μ’ ενδιέφερε η γνώμη των άλλων, αντίθετα, με ενδιέφερε η παρεξήγηση. Ετσι, έφτασα να απαντώ πολλές φορές μέσα από το “Τσαντίρι”. Τώρα λέω ότι αυτό ήταν λάθος γιατί οι επιθέσεις αυξάνονταν κι εγώ δαπανούσα ένα μεγάλο μέρος της δύναμής μου στις απαντήσεις. Δεν είμαι άνθρωπος που θαμπώνεται και η ιστορία απέδειξε ότι δεν ήμουν μέρος του συστήματος, γιατί αν ήμουν, θα βρισκόμουν ακόμα εκεί. Είναι σαφές αυτό. Ποιος δεν καταλαβαίνει ότι εγώ αυτή τη στιγμή είμαι χαμένος πανταχόθεν; Χρειάζεται ο θάνατος για να καταλάβεις τι αξίζει η ζωή. Η Τασούλα πίστευε ότι ακούγοντας τα καλά λόγια το αυτί μαλακώνει και γίνεται μαξιλάρι. Εγώ της έλεγα ότι δεν ακούω τα λόγια αλλά τον ήχο. Πραγματικά έχω επιλεκτική ακοή. Οταν το μυαλό μου φύγει απ’ αυτά που μου λες ακούω τον ήχο. Οι άνθρωποι που λένε ψέματα έχουν εκπαιδευτεί να ακούνε και ψέματα. Εμένα μου λες κάτι και καταλαβαίνω αυτό που κρύβεις. Κάθομαι και σε ακούω με μεγάλη προσοχή για να μη σε εκθέσω και όσο με μεγαλύτερη προσοχή ακούω τόσο δεν ακούω. Αντιδρώ όπως η μάνα μου που έμεινε ακίνητη και ήσυχη αφήνοντας ένα φίδι να περάσει από πάνω της στο χωράφι μέχρι να φύγει. Μπορεί το αυτί κάτι να παθαίνει μερικές φορές, αλλά το αυτί μου, όχι το μυαλό μου. Και οι παραχωρήσεις που έκανα ήταν ελάχιστες σε σχέση με αυτό που ήμουν. Ημουν εκεί εν γνώσει του κινδύνου, αλλά αυτό που έγινε δεν το περίμενα, αν και είχα προειδοποιηθεί. Φοβήθηκα, δεν είναι φυσιολογικό να φοβηθείς; Συνέχιζα όμως να λέω αυτά που πίστευα γιατί είμαι σαν τον Καραϊσκάκη που έλεγε: “Ρώτησα τον π@@@ μου και μου απάντησε όχι”».
Τι είναι αυτό που τον τράβηξε στον αγωνιστή της Ελληνικής Επανάστασης και έγραψε το έργο «Περιμένοντας τον Καραϊσκάκη» που επρόκειτο να περιοδεύσει ανά την Ελλάδα;
«Ο Καραϊσκάκης ήξερε ποιος ήταν και τι ήθελε και ο δρόμος που χάραξε ήταν ολότελα δικός του. Το έργο, ήταν μια αντίδραση σ’ αυτό το event για τα 200 χρόνια που πάει να γίνει τώρα. Δεν μπορεί ένα εθνικό γεγονός υψίστης σημασίας να κονιορτοποιείται και να γίνεται ένα σόου με τσαντάκια, στολές και διάφορους πλουτομαλάκες να προσπαθούν να παραστήσουν το ‘21. Δεν μπορώ τη γελοιότητα αυτή. Ο Καραϊσκάκης, ως προσωπικότητα, είναι σαν αριστοφανικός ήρωας. Είναι η δύναμη του αληθινού λόγου και γι’ αυτό εξορίστηκε από τις εκδηλώσεις. Δεν τον θέλανε στα σαλόνια γιατί είχε αυτόν τον λαϊκό και αθυρόστομο λόγο και τον είχαν μόνο σε κάδρα. Πάντα η αστική τάξη θέλει την κατώτερη τάξη να μιλά μια γλώσσα που να αρέσει σ’ αυτούς. Αρχίζουν λοιπόν να διορθώνουν τα ελληνικά τους, αυτή τη δουλειά κάνει το ΕΣΡ. Στρογγυλεύουν τις λέξεις ώστε οι κατώτερες τάξεις να μην μπορούν να πουν αυτά που θέλουν. Αν υπήρχε τώρα ο Καραϊσκάκης και του έβαζαν οι δημοσιογράφοι ένα μικρόφωνο μπροστά για μια δήλωση, θα τον είχαν πάει μέσα στο δευτερόλεπτο. Γι’ αυτό ασχολήθηκα μαζί του».
Σκέφτεται και γράφει απίστευτα γρήγορα. «Ευγνωμονώ τον Θεό γιατί μου έδωσε αυτό το ταλέντο. Επίσης τονίζω πάντα ότι γράφω χωρίς μουντζούρες. Δεν σβήνω. Εχω κρατήσει όλα μου τα χειρόγραφα και μπορείς να δεις, ας πούμε, ότι οι “Μήτσοι” είναι ένα πεντακάθαρο κείμενο». Σχεδιάζει τον επόμενο χρόνο να οργανώσει κάτι ώστε να βοηθήσει κόσμο που δίνει τη δική του μάχη. «Πρέπει να δεις τι μηνύματα παίρνω, τι ιστορίες ακούω, πιάνεται η ψυχή σου. Επειδή πραγματικά έχω καταλάβει λίγο πώς λειτουργεί όλο αυτό το σύστημα υγείας στην Ελλάδα θα μπορούσα να προσφέρω δημιουργώτας το “Ιατρόραμα”, αρχικά, όπου θα μπορεί να μπει κάποιος και να πει το πρόβλημά του ώστε να βρεθεί μια λύση. Το δουλεύω ακόμη στο μυαλό μου».
Στην πρώτη καραντίνα κλείστηκε μέσα στο σπίτι για να κάνει το χατίρι της κόρης του που φοβήθηκε μήπως μετά τη μητέρα της χάσει και τον πατέρα της. Πιστεύει ότι μπαίνουμε στον αιώνα των επιδημιών, αλλά και σε μια εποχή μετατροπής των καθεστώτων, με έναν κόφτη πάνω απ’ όλα. «Ο κόσμος όμως έδειξε ότι δεν αντέχει. Ειδικά στην Ελλάδα, την επάνοδο στη ζωή την έφερε ο κόσμος, όχι η κυβέρνηση. Οι νέοι έσπασαν την κλειδαριά του φόβου. Γιατί όπου υπάρχει φόβος υπάρχει και συντηρητισμός. Αυτή τη στιγμή η χώρα έχει δύο κόμματα και όχι Αριστερά ή Δεξιά. Εχει το κόμμα των άνω των 40 και το κόμμα των κάτω των 40».
Ποιος είναι όμως ο δικός του φόβος; «Να μην μπορώ να ζωγραφίζω. Μόνο μ’ αυτό θέλω πλέον να ασχολούμαι. Ξέρω πότε βαριέμαι και έχω περιθώριο, ξέρω πότε βαριέμαι και στενεύει το περιθώριο και ξέρω πότε βαρέθηκα και δεν θέλω άλλο. Νομίζω ότι τώρα βαρέθηκα και δεν θέλω άλλο».
protothema.gr