Νέες αυξήσεις σε περισσότερα από 420 φαρμακευτικά σκευάσματα και μάλιστα σε ποσοστό έως και 367%, με τους ασθενείς και τους ασφαλισμένους να επιβαρύνονται και πάλι υπέρογκα αλλά και να εκβιάζονται με ελλείψεις φαρμάκων απαραίτητων για την υγεία τους.
Αναδημοσιεύουμε το ενδιαφέρον σχετικό ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη»:
Νέες αυξήσεις έως και 357% σε πάνω από 400 φαρμακευτικά σκευάσματα προωθούν κυβέρνηση και φαρμακοβιομηχανίες, στο όνομα του «δημοσιονομικού εξορθολογισμού της φαρμακευτικής δαπάνης», επιστρατεύοντας ταυτόχρονα εκβιαστικά διλήμματα προς τον λαό. Ουσιαστικά βάζουν το μαχαίρι στον λαιμό των ασφαλισμένων, απειλώντας ότι αν δεν πληρώσουν ακόμα περισσότερα για τα φάρμακά τους δεν θα τα βρίσκουν στα φαρμακεία, καθώς «δεν θα υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για την εισαγωγή καινοτόμων φαρμάκων»!
Συγκεκριμένα, πρόκειται για τη λίστα που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΟΦ), στην οποία περιλαμβάνονται τα αιτήματα των φαρμακοβιομηχανιών για νέα αναπροσαρμογή τιμών σε εκατοντάδες σκευάσματα και τις προτεινόμενες τιμές. Ετσι, η λιανική τιμή για φάρμακα π.χ. όσων έχουν καρδιολογικά προβλήματα τριπλασιάζεται, ακόμη και για αντιβιοτικά, ογκολογικά κ.ά. Ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα: Το «FLEXELITE» για τις λοιμώξεις τριπλασιάζεται και φτάνει τα 9,60 ευρώ. Το «NORADREN» για τους καρδιοπαθείς φτάνει τα 111,95 ευρώ από 64,97 ευρώ. Το αντιβιοτικό «BACTRIMEL» για τη θεραπεία ουρολοιμώξεων, ωτίτιδας κ.λπ. από 5,46 ευρώ φτάνει στα 15,53 ευρώ.
Βάσει των δύο αρχείων που δημοσιοποιεί ο ΕΟΦ, οι φαρμακοβιομηχανίες έχουν καταθέσει αίτημα για αύξηση τιμών σε 998 κωδικούς φαρμακευτικών σκευασμάτων. Με τις μέχρι στιγμής ανατιμήσεις οι ασθενείς αναμένεται να επιβαρυνθούν με τουλάχιστον 10 εκατομμύρια ευρώ επιπλέον από την αύξηση της συμμετοχής τους, ενώ όπως όλα δείχνουν το ποσό θα αυξηθεί παραπέρα όταν πάρουν οι φαρμακοβιομηχανίες το πράσινο φως για την αναπροσαρμογή των τιμών στα αιτήματα που εκκρεμούν.
Τα παραπάνω έρχονται να προστεθούν στην αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης, την οποία πληρώνει ο λαός όχι μόνο με τις πληρωμές συμμετοχής για τα σκευάσματα της θετικής λίστας (λίστα αποζημιούμενων φαρμάκων), αλλά και με τη διαρκή μεταφορά σκευασμάτων από τη θετική στην αρνητική (λίστα σκευασμάτων που πληρώνουν οι ασθενείς εξολοκλήρου από την τσέπη τους), όπως έγινε πρόσφατα με τα ισχυρά αναλγητικά «LONARID-N tb.» και «LONALGAL tb.».
Είχε προηγηθεί η ικανοποίηση του αιτήματος της Πανελλήνιας Ενωσης Φαρμακοβιομηχανίας, που αφορούσε την αύξηση τιμών σε φάρμακα που η τιμή τους είναι σήμερα μέχρι 15 ευρώ (μέχρι πρότινος προβλέπονταν αυξήσεις για σκευάσματα μέχρι 10 ευρώ) στο όνομα τάχα της καταπολέμησης των ελλείψεων. Στο ίδιο μήκος κύματος, καθιερώθηκε πριν από λίγους μήνες και η συμμετοχή των ασθενών έως 3 ευρώ για τα «γενόσημα» φάρμακα (από μηδενική), αφού η ασφαλιστική τιμή (που καλύπτει ο ΕΟΠΥΥ) ήταν ίδια με τη λιανική τιμή, αύξηση που συνοδεύτηκε από τις κυβερνητικές εξαγγελίες για άνω του 40% διείσδυση των γενόσημων στην αγορά, τη στιγμή που έρχονται στο φως της δημοσιότητας ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα των γενοσήμων.
Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της αύξησης της ασφαλιστικής δαπάνης που βαραίνει τα ήδη λεηλατημένα λαϊκά νοικοκυριά, αξίζει να αναφέρουμε ότι το 2021 – δηλαδή πριν από την επιβολή των παραπάνω χαρατσιών – οι ασθενείς πλήρωσαν από την τσέπη τους 1,608 δισ. ευρώ, ενώ το 2020 πλήρωσαν 1,578 δισ. ευρώ, δηλαδή σ’ έναν χρόνο πλήρωσαν επιπλέον 30 εκατομμύρια ευρώ. Το κράτος απομακρύνεται από την υποχρέωσή του να εξασφαλίζει έγκαιρα και δωρεάν φάρμακα, μετακυλίοντας την ευθύνη στον λαό. Ενδεικτικό είναι ότι μεταξύ 2009 και 2018 η κρατική φαρμακευτική δαπάνη μειώθηκε κατά 62%, καθώς το 2009 ήταν 5,1 δισ. ευρώ και το 2018 είχε φτάσει σε 1,945 δισ. ευρώ.
Τα εγκληματικά «παιχνίδια» με το φάρμακο φέρουν την υπογραφή και την κοινή επιχειρηματολογία κυβερνήσεων και αστικών κομμάτων, των ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ. Πυρήνας της πολιτικής τους, άλλωστε, όπως και των κατευθύνσεων της ΕΕ που εφαρμόζουν, είναι η εμπορευματοποίηση ενός ακόμα κοινωνικού αγαθού, όπως είναι το φάρμακο, με την έρευνα, την παραγωγή και τη διακίνησή του να γίνονται με μοναδικό κριτήριο τη μεγιστοποίηση του κέρδους.
Αυτή η βαρβαρότητα αποτυπώνεται στις διαρκείς αυξήσεις των τιμών στα φάρμακα, που πληρώνουν οι ασφαλισμένοι, μαζί με όλες τις άλλες ανατιμήσεις και την ακρίβεια σε είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης.