Σαν σε ιδιωτικό ημερολόγιο και αποδίδοντας ρόλους, ευθύνες και πρωτοβουλίες σε όλους τους θεσμικούς πρωταγωνιστές της εποχής, η Άνγκελα Μέρκελ διατρέχει τους κορυφαίους σταθμούς της δημιουργίας των προγραμμάτων διάσωσης για τον ευρωπαϊκό Νότο, αρχής γενομένης από την Ελλάδα. Αρχικά ανυποψίαστη, μετέχοντας τον Φεβρουάριο του 2010 σε μια άτυπη σύσκεψη στη βιβλιοθήκη Σολβέ, η τότε Γερμανίδα Καγκελάριος συνειδητοποιεί βαθμιαία, αλλά ταχύτατα το βαθμό επικινδυνότητας της δημοσιονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, αλλά και την δραματική εξέλιξη της ευρωζώνης, σε περίπτωση που οι χώρες του Νότου κατέρρεαν, αναλαμβάνοντας τα ηνία των προγραμμάτων διάσωσης, τα οποία, όπως περιγράφει, οικοδομήθηκαν βήμα βήμα και σχεδόν… χειροποίητα, μέσα σε αεροπλάνα, αίθουσες συσκέψεων, εστιατόρια και… χώρους μακιγιάζ.
Με διαρκή μέσα της την αίσθηση του κατεπείγοντος, η Άνγκελα Μέρκελ περιγράφει τα μνημόνια ως την «ύστατη λύση», ενώ αναστοχάζεται, σχεδόν αυτοκριτικά, λέγοντας πως «είχα όμως δίκιο; Πράγματι δεν υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις που απλώς δεν είχαμε επιλέξει; Ότι υπάρχουν πάντα εναλλακτικές λύσεις στη ζωή είναι βέβαιο». Με τα εμπόδια, ωστόσο, να εγείρονται τόσο σε ευρωπαϊκό, όσο και στο εγχώριο (γερμανικό) επίπεδο, η κυρία Μέρκελ επέλεξε να συνδυάσει την οικονομική βοήθεια με ένα πακέτο επώδυνων διαρθρωτικών αλλαγών. «Το μόνο αληθές είναι πως δεν ήμουν πρόθυμη να βοηθήσω την Ελλάδα προτού παρουσιάσει ένα αξιόπιστο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων» αναφέρει χαρακτηριστικά, κατονομάζοντας ως μοναδικό της σύμμαχο στην κυβέρνησή της τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αν και ο τελευταίος έπεσε λιπόθυμος, στο άκουσμα του ποσού που θα κατέβαλε η Γερμανία για το ελληνικό πρόγραμμα.
Στο δρόμο προς το πρώτο μνημόνιο
Τίποτα, ωστόσο, δεν προμήνυε το τι θα ακολουθούσε τα επόμενα εννέα χρόνια, όταν η Γερμανίδα Καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ προσκλήθηκε σε μια μυστική σύσκεψη στη βιβλιοθήκη Σολβέ, στις Βρυξέλλες στις αρχές του Φεβρουαρίου 2010, προκειμένου να βολιδοσκοπηθούν οι προθέσεις όλων των εκφράσεων της ευρωπαϊκής ηγεσίας απέναντι στην υποστήριξη της ελληνικής οικονομίας.
Όπως περιγράφει η ίδια, «τρεις μήνες αργότερα, την Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010, ο Χέρμαν βαν Ρομπέι είχε προσκαλέσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων σε έκτακτη σύνοδο στις Βρυξέλλες. Ο πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου ήταν ο πρώτος πλήρους απασχόλησης πρόεδρος του Συμβουλίου της Ε.Ε. μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας την 1η Δεκεμβρίου 2009. Στη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου το πρώτο εξάμηνο του 2007 είχαμε θέσει τις βάσεις για τη νέα αυτή συνθήκη, η οποία υπεγράφη τον Δεκέμβριο του 2007 στη Λισαβόνα, στη διάρκεια της πορτογαλικής προεδρίας.
Στις συνεδριάσεις συμμετείχε και ο ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, ο οποίος ήταν και αντιπρόεδρος της Επιτροπής, όχι όμως πλέον οι υπουργοί Εξωτερικών και οι συνεργάτες των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων.
Ο πρόεδρος του Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρομπέι μάς προσκάλεσε σε μια έκτακτη συνάντηση, για να γνωριστούμε καλύτερα και να συζητήσουμε τους στόχους μας επί της αρχής. Ειδικότερα, θα συζητούσαμε τη συνέχιση της στρατηγικής της Λισαβόνας, προκειμένου να ενισχύσουμε την ανταγωνιστικότητά μας μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Για να τονιστεί ο ανεπίσημος χαρακτήρας της συνάντησης, δεν επρόκειτο να λάβει χώρα στο αποστειρωμένο κτίριο του Συμβουλίου, όπως συνήθως, αλλά στη βιβλιοθήκη Σολβέ, ένα μεγαλοπρεπές κτίριο που ανήγειρε ο Βέλγος βιομήχανος Έρνεστ Σολβέ στις αρχές του 20ού αιώνα, στις Βρυξέλλες.
Στην τηλεφωνική μας συνομιλία είπα στον Σαρκοζί ότι δεν έβλεπα τι μπορούσαμε να κάνουμε για την Ελλάδα την επόμενη ημέρα. Πίστευα πως μια συνάντηση χωρίς σαφή στόχο θα ήταν αντιπαραγωγική, καθώς θα μπορούσε να προκαλέσει πρόσθετη αβεβαιότητα. Όμως ο Σαρκοζί επέμεινε και ανέφερε ότι ο πρόεδρος της Επιτροπής Μπαρόζο και ο Βαν Ρομπέι συμμερίζονταν την άποψή του. Το τι ακριβώς είχε στο μυαλό του δεν μου ήταν σαφές. Άφησα το ενδεχόμενο της συμμετοχής μου ανοιχτό και υποσχέθηκα να επικοινωνήσω και με τους δύο.
Μιλούσαμε αγγλικά μεταξύ μας – τουλάχιστον όσο ήταν εφικτό. Καθίσαμε σε πολυθρόνες, μας πρόσφεραν έναν καλό βελγικό εσπρέσο κι ένα ποτήρι νερό. Αν θυμάμαι καλά, ο Χέρμαν βαν Ρομπέι ζήτησε από τον Τρισέ να μιλήσει πρώτος. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ εξήγησε ότι τα επιτόκια των ελληνικών κρατικών ομολόγων αυξάνονταν συνεχώς. Αυτό σήμαινε ότι το ελληνικό κράτος σύντομα δεν θα ήταν πλέον σε θέση να χρηματοδοτείται από την αγορά.
Ο Γάλλος πρόεδρος αναφέρθηκε και στα μέτρα λιτότητας της Επιτροπής για την Ελλάδα: «Η εξοικονόμηση 4 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ είναι ένας σίγουρος τρόπος για να ξεσπάσουν εξεγέρσεις στους δρόμους!» φώναξε οργισμένος. «Περισσότερες κρατικές δαπάνες χρειαζόμαστε τώρα, πάνω στην οικονομική κρίση, όχι λιγότερες! Η Ελλάδα πρέπει να βοηθηθεί!» Ρώτησα: «Σε τι πρέπει να συνίσταται η βοήθεια;» «Η Ελλάδα χρειάζεται χρήματα» απάντησε ο Τρισέ. Είχαμε φτάσει στην ουσία του θέματος.
«Πότε θα παρουσιάσεις στην Επιτροπή τα σχέδιά σου για την εξοικονόμηση των τεσσάρων ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ;» ρώτησα τον Παπανδρέου. «Αυτό προέχει αυτή τη στιγμή, προκειμένου να περάσεις στις χρηματαγορές το μήνυμα ότι μπορούν να σας εμπιστευτούν ξανά». Ο Παπανδρέου απάντησε ότι χρειάζεται χρόνο. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Εν μέσω αυτής της ασφυκτικής πίεσης να γίνει κάτι για την κατάσταση, ο ίδιος συμπεριφερόταν σαν να έχει όλο τον χρόνο του κόσμου μπροστά του. Μιλούσαμε έντονα και ταυτόχρονα, μιλούσαμε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά. Οι διερμηνείς μετά βίας προλάβαιναν να μας ψιθυρίζουν τα λεγόμενά μας στο αυτί. Αναζήτησα με το βλέμμα τον Κορσέπιους, που καθόταν πίσω μου, και συμπέρανα από το δικό του πως το σωστό ήταν να μην πω τίποτα.
Όλο αυτό συνεχίστηκε για δύο ώρες γεμάτες, μέχρι που ο Χέρμαν βαν Ρομπέι πήρε την κατάσταση στα χέρια του. Είχε προφανώς αποκομίσει την εντύπωση ότι κάθε επιχείρημα είχε εκτεθεί διεξοδικά τουλάχιστον μία φορά και ότι η συζήτηση έκανε κύκλους. «Σε αυτή την κατάσταση, δεν μπορούμε να φύγουμε από την αίθουσα χωρίς μια γραπτή ενημέρωση του κοινού σχετικά με το αποτέλεσμα.
Αναγνωρίσαμε ότι όλα τα μέλη της ευρωζώνης έφεραν από κοινού την ευθύνη για την οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε αυτήν και συμφωνήσαμε σε πέντε σημεία: Καλέσαμε την Ελλάδα να τηρήσει τις δεσμεύσεις της για τη μείωση του χρέους της. Ζητήσαμε από το Συμβούλιο των Ευρωπαίων Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών να εγκρίνει στη συνεδρίασή του στις 16 Φεβρουαρίου 2010, δηλαδή σε πέντε ημέρες, τα μέτρα μείωσης του ελλείμματος που θα προτείνει στο μεταξύ η Ελλάδα. Η Επιτροπή θα παρακολουθούσε στενά την εφαρμογή των μέτρων στην Ελλάδα από κοινού με την ΕΚΤ, αξιοποιώντας την εμπειρία του ΔΝΤ.
Η φιλοσοφία της διάσωσης
Η πρώην Γερμανίδα Καγκελάριος αναπαριστά με έντονη γλαφυρότητα τις στιχομυθίες ανάμεσα σε κορυφαίους ευρωπαϊκούς παράγοντες, αλλά και το βαθμό αντίδρασής τους κάθε φορά, σε μια λύση και διασφάλιση της ευρωζώνης που αναπτύχθηκε για πρώτη φορά και σχεδόν… «πειραματικά», καθώς παρέμενε επί καιρό άγνωστο αν το ελληνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων θα μπορούσε να υλοποιηθεί, αφού πρώτα Βερολίνο και Βρυξέλλες έβρισκαν τα απαιτούμενα χρήματα.
«Όπως φάνηκε στην πορεία, εκείνο το πρωινό του Φεβρουαρίου στις Βρυξέλλες είχαμε ήδη αποτυπώσει στο χαρτί όλη τη φιλοσοφία της διάσωσης του ευρώ. Τα κράτη-μέλη έπρεπε να λαμβάνουν στο εσωτερικό τους τα απαραίτητα μέτρα, τα οποία θα αξιολογούσαν η Επιτροπή, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ – τα τρία θεσμικά όργανα που επρόκειτο να ονομαστούν τρόικα. Κανένα κράτος δεν θα αναλάμβανε το χρέος άλλου κράτους-μέλους της ευρωζώνης, όμως όλα μαζί θα συνέβαλλαν από κοινού στη διασφάλιση της σταθερότητάς της εντός της.
Το κείμενο περιέγραφε την πορεία που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν όλοι από κοινού. Ταυτόχρονα, ήταν αρκετά γενικό ώστε να αφήνει επαρκή περιθώρια ελιγμών για μελλοντικές εξελίξεις. Αυτή ήταν η διπλωματία στα καλύτερά της. Ήμουν ενθουσιασμένη. Έπειτα από μεγάλη καθυστέρηση, φτάσαμε τελικά μαζί με τους άλλους στην εμβληματική, ιστορική αίθουσα της βιβλιοθήκης Σολβέ. Η διάθεση των ομολόγων μας που περίμεναν εκεί ήταν κακή.
Μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση, η οποία ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, το ευρώ είχε πλέον πρόβλημα. Τα εκτεταμένα προ γράμματα τόνωσης της οικονομίας που είχαμε ορθώς υιοθετήσει ήταν ωστόσο εν μέρει υπεύθυνα γι’ αυτό. Τώρα είχαμε μια κρίση δημόσιου χρέους σε ορισμένες χώρες της ευρωζώνης. Ο Νικολά Σαρκοζί κι εγώ αποφασίσαμε να εμφανιστούμε μαζί στον Τύπο στο τέλος της συνεδρίασης του Συμβουλίου. Από τη δριμεία αντιπαράθεση, περάσαμε πάλι στη μεγάλη εγγύτητα – αυτή τη φορά ομολογουμένως με τη βοήθεια του Χέρμαν βαν Ρομπέι. Θεωρήσαμε ότι αυτό ήταν ένα σημαντικό μήνυμα που έπρεπε να στείλουμε στο κοινό.
Ταξίδι προς την Ιθάκη
Επιστρέφοντας στο Βερολίνο, έπρεπε να συμφιλιώσω την κυβέρνησή μου και τα κόμματα του συνασπισμού με το γεγονός ότι λιγότερο από τέσσερις μήνες μετά την έναρξη της κυβέρνησης τέθηκε στην ημερήσια διάταξη ένα θέμα που δεν είχε παίξει κανέναν ρόλο στις διαπραγματεύσεις του συνασπισμού. Όταν αναφέρθηκα στις ελληνικές δυσκολίες, ο σκεπτικισμός ήταν αισθητός, ειδικά μεταξύ των βουλευτών. Ξαναζωντάνεψαν όλοι οι παμπάλαιοι φόβοι της εποχής που ο Χέλμουτ Κολ εισήγαγε το ευρώ. Ακόμα και τότε, πολλοί δεν πίστευαν ότι το ευρώ θα ήταν σταθερό όσο το γερμανικό μάρκο.
Σε μια κυβερνητική δήλωση στις 25 Μαρτίου 2010 είπα μεταξύ άλλων το εξής: «Καλός Ευρωπαίος δεν είναι απαραίτητα αυτός που σπεύδει να βοηθήσει. Καλός Ευρωπαίος είναι όποιος σέβεται τις ευρωπαϊκές Συνθήκες και τους αντίστοιχους εθνικούς νόμους και φροντίζει ώστε η συνδρομή του προς μια τρίτη χώρα να μη διαταράσσει τη σταθερότητα της ευρωζώνης».
Το προηγούμενο βράδυ είχα μια τηλεφωνική επικοινωνία με τον επικεφαλής του ΔΝΤ Στρος-Καν, ο οποίος είχε διατρανώσει την προοπτική συμμετοχής του ΔΝΤ σε ένα πιθανό πρόγραμμα για την Ελλάδα. Στη συνέχεια τηλεφώνησα στον Σαρκοζί, με τον οποίο συμφωνήσαμε επί της αρχής για διμερή δάνεια για την Ελλάδα από όλα τα μέλη της ευρωζώνης με τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έλαβε τη σχετική απόφαση στις 25/26 Μαρτίου 2010. Λίγο περισσότερο από δύο εβδομάδες αργότερα, στις 11 Απριλίου 2010, η ομάδα των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης (Eurogroup), δηλαδή των χωρών με νόμισμα το ευρώ, ενέκρινε ένα λεπτομερειακό πρόγραμμα για την Ελλάδα: 30 δισεκατομμύρια διμερή δάνεια από τις χώρες της ευρωζώνης και άλλα 15 δισεκατομμύρια ευρώ από το ΔΝΤ.
Εκείνη την περίοδο ο πρωθυπουργός Παπανδρέου απουσίαζε από την Αθήνα. Βρέθηκε λοιπόν στην ανάγκη να προβεί σε μια δημόσια δήλωση για την κατάσταση στη χώρα του από το Καστελόριζο, ένα νησάκι κοντά στις τουρκικές ακτές. Κάτω από τον λαμπρό ήλιο, με φόντο το γραφικό λιμάνι, ο Έλληνας πρωθυπουργός ανακοίνωσε πως ήταν έτοιμος να υποβάλει άμεσα αίτημα βοήθειας στο Eurogroup και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
«Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στη βοήθεια που πρέπει να χορηγηθεί στην Ελλάδα προκειμένου να διασφαλιστεί η οικονομική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ. Κατά συνέπεια, ενεργώντας τώρα προστατεύουμε το νόμισμά μας» ανέφερα στην κυβερνητική μου δήλωση για το πρόγραμμα στην Μπούντεσταγκ, την Τετάρτη 5 Μαΐου 2010, ενώ στη συνέχεια πρόσθεσα το εξής:
Η κρατικοποίηση προέβλεπε την απαλλοτρίωση (κούρεμα) των επενδυτών ως έσχατη λύση. «Έχουμε ζυγίσει την κατάσταση προσεκτικά. Πιστεύω πως αυτή η λύση είναι αναπόδραστη· δεν υπάρχει εναλλακτική» είχα πει και τότε. Και στις δύο περιπτώσεις προσπάθησα να εξηγήσω ότι οι αποφάσεις μας δεν αποσκοπούσαν απλώς στην αποτροπή της κατάρρευσης μιας τράπεζας ή μιας χώρας της ευρωζώνης, αλλά ότι εξυπηρετούσαν έναν πρωταρχικό στόχο: την προστασία του κοινού νομίσματος συνολικά, την προστασία των αποταμιεύσεων των πολιτών, τη διατήρηση του τραπεζικού κλάδου ως προϋπόθεση για την προστασία της πραγματικής οικονομίας, η οποία με τη σειρά της ήταν προϋπόθεση για τη διατήρηση εκατομμυρίων θέσεων εργασίας.
Μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορούσαν να γίνουν κατανοητές οι αποφάσεις μας, και μόνο σε αυτό το πλαίσιο ήταν αναπόφευκτες, δεν υπήρχε δηλαδή εναλλακτική λύση· αυτή ήταν η έσχατη λύση, η ultima ratio. Βεβαίως, αποτελούσαν μια πράξη εξισορρόπησης στην κοινωνική μας οικονομία της αγοράς, τόσο σε οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό όσο και σε νομικό επίπεδο. Έπρεπε να δείξουμε ότι είχαμε πλήρη επίγνωση αυτού του γεγονότος όχι μόνο ενώπιον του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου, αλλά και κυρίως σε μια κυβερνητική δήλωση της ομοσπονδιακής καγκελάριου. Είχα όμως δίκιο; Πράγματι δεν υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις που απλώς δεν είχαμε επιλέξει; Ότι υπάρχουν πάντα εναλλακτικές λύσεις στη ζωή είναι βέβαιο. Αν δούμε τα πράγματα στην ακραία τους διάσταση, ακόμα και το άλμα από τη στέγη είναι μια εναλλακτική λύση – μια εναλλακτική λύση απέναντι στη ζωή.
Αν δούμε τα πράγματα στην ακραία τους διάσταση, η κατάρρευση των τραπεζών IKB και HRE, αλλά και το τέλος του ευρώ θα ήταν επίσης μια εναλλακτική λύση· όμως εγώ ήμουν πεπεισμένη ότι για μια χώρα όπως η Γερμανία, για τη μεγαλύτερη δηλαδή οικονομία της Ευρώπης, στην καρδιά αυτής της ηπείρου με πάνω από 80 εκατομμύρια ανθρώπους, αυτό δεν ήταν μια σοβαρή εναλλακτική λύση. Το 2009, όπως και το 2010, δέχτηκα σκληρή κριτική για την επιλογή της φράσης «καμία εναλλακτική λύση». Οι σχολιαστές με επέκριναν για αυταρχισμό.
Την Παρασκευή 7 Μαΐου 2010 η Μπούντεσταγκ πραγματοποίησε τη δεύτερη και τρίτη ανάγνωση του νομοσχεδίου για τη διάσωση της Ελλάδας. Η χώρα έλαβε έως 80 δισεκατομμύρια διμερή δάνεια και 30 δισεκατομμύρια δάνεια από το ΔΝΤ εντός τριών ετών, με το μερίδιο της Γερμανίας στα δάνεια να ανέρχεται συνολικά σε 22,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Σε αντάλλαγμα, έπρεπε να προβεί σε σκληρές περικοπές στον προϋπολογισμό και να αποφασίσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να πείσω την πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών ομάδων του συνασπισμού να ψηφίσει υπέρ.
Όμως υπήρχε και συνέχεια. Εν μέσω της διαβούλευσης στην Μπούντεσταγκ την Παρασκευή εκείνη με αντικείμενο τη βοήθεια προς την Ελλάδα, έλαβα ένα μήνυμα από το γραφείο μου ότι ο Νικολά Σαρκοζί επέμενε να μου μιλήσει κατεπειγόντως. Έφυγα από την αίθουσα της ολομέλειας, πήγα στο γραφείο μου και ζήτησα να με συνδέσουν. Εμφανώς ταραγμένος, ο Σαρκοζί αναφέρθηκε στην αύξηση των πορτογαλικών και των ισπανικών spreads και τον κίνδυνο μετάδοσης σε όλη την ευρωζώνη, καθώς και για τις αναταράξεις στα χρηματιστήρια. Ορισμένοι παράγοντες στις χρηματοπιστωτικές αγορές κερδοσκοπούσαν κατά του ευρώ.
Μετά το τηλεφώνημα επέστρεψα στην αίθουσα της ολομέλειας και συνέχισα να παρακολουθώ τη συζήτηση, ενώ το μυαλό μου δούλευε εντατικά. Η συζήτηση θα συνεχιζόταν το βράδυ στις Βρυξέλλες, η διάσωση του ευρώ δεν είχε ακόμη οριστικοποιηθεί – αυτό ήταν σαφές, όχι όμως και μια εφικτή λύση του προβλήματος. Δεν είχα τίποτα στα χέρια μου που θα μπορούσα –πόσο μάλλον θα όφειλα– να είχα γνωστοποιήσει στους βουλευτές πριν από την ψηφοφορία. Εκ των υστέρων ωστόσο, κάποιοι, ιδίως μέλη της αντιπολίτευσης, με κατηγόρησαν για απόκρυψη σημαντικών πληροφοριών από το κοινοβούλιο την Παρασκευή εκείνη. Όχι, δεν υπήρξε καμία απόκρυψη· το γεγονός ότι η Μπούντεσταγκ υιοθέτησε το πρωί ένα πρόγραμμα που το βράδυ στις Βρυξέλλες αποτελούσε κάτι σαν υποσημείωση στο περιθώριο ενός κειμένου εξέφραζε απλώς τη δυναμική της κατάστασης.»
Η αφήγηση – ποταμός της πρώην Γερμανίδας Καγκελάριου κορυφώνεται, όταν πλέον δημιουργείται το ευρωπαϊκό ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, αλλά κλιμακώνεται απότομα στις Κάννες, οι οποίες οδήγησαν, όπως διαφάνηκε, στην παραίτηση του Γιώργου Παπανδρέου.
Αν αποτύχει το ευρώ, θα αποτύχει η Ευρώπη
«Η συνάντηση των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της ευρωζώνης στις Βρυξέλλες άρχισε γύρω στις 6.15 μ.μ. με προκαταρκτικές συζητήσεις σε μικρές ομάδες. Έγινε σαφές ότι τα διμερή δάνεια για άλλες μεμονωμένες χώρες δεν θα μπορούσαν να ανακόψουν τη διάχυση της κερδοσκοπικής δραστηριότητας. Όπως και στη χρηματοπιστωτική κρίση, έτσι και τώρα υπήρχε ανάγκη κάποιας μορφής μηχανισμού που θα βοηθούσε να τεθεί το πρόβλημα συνολικά υπό έλεγχο. Εν προκειμένω, για παράδειγμα, θα πρόσφερε τη δυνατότητα σε κάθε χώρα που αντιμετώπιζε δυσκολίες να έχει πρόσβαση σε βοήθεια. Ωστόσο, κανείς δεν ήταν σε θέση να πει πώς θα μπορούσε να μοιάζει μια τέτοια κατασκευή. Συμφωνήσαμε μόνο ότι έπρεπε να δράσουμε γρήγορα. Τη Δευτέρα το πρωί, με το άνοιγμα των ασιατικών χρηματιστηρίων, έπρεπε τα πράγματα να έχουν ξεκαθαρίσει.
Κανονίσαμε να συναντηθούν οι υπουργοί Οικονομικών μας την Κυριακή 9 Μαΐου 2010, νωρίς το απόγευμα, στις Βρυξέλλες, για να επεξεργαστούν τις λεπτομέρειες. Ωστόσο, είχα επίσης επίγνωση της κατάστασης που επικρατούσε στον συνασπισμό μου και γνώριζα πόσο δύσκολο θα ήταν να αποφασίσουμε για περαιτέρω μέτρα διάσωσης. Την απόφαση αυτή δεν μπορούσα να την αφήσω στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε· έπρεπε να επιληφθώ εγώ προσωπικά. Ως το απόγευμα της Κυριακής έπρεπε να είναι σαφές ποιο θα ήταν το αντικείμενο της διαπραγμάτευσης. Τα χρονικά περιθώρια στένευαν. Πώς θα το δια χειριστείς τώρα αυτό; σκέφτηκα.
Στην πτήση της επιστροφής από τις Βρυξέλλες στο Βερολίνο συζήτησα τα πάντα και με τους δύο, οι οποίοι συμφώνησαν αμέσως, και με τη Σιμόν Λέμαν-Τσβίνερ, η οποία στη διάρκεια της νύχτας προσάρμοσε τα σχέδια για το ταξίδι στη Μόσχα. Το Σάββατο 8 Μαΐου 2010 το αεροσκάφος απογειώθηκε από το Βερολίνο στις 4.30 μ.μ. και στις 9.30 μ.μ. φτάσαμε στο ξενοδοχείο Baltschug Kempinski της Μόσχας. Το ξενοδοχείο αυτό, που εγκαινιάστηκε το 1992, ήταν το πρώτο νεόδμητο ξενοδοχείο πέντε αστέρων μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Η Σιμόν Λέμαν-Τσβίνερ μάς είχε κρατήσει τραπέζι στο εστιατόριο του ξενοδοχείου για το δείπνο. Το παράθυρο κοντά στο τραπέζι μάς πρόσφερε θέα στον ποταμό Μόσκοβα, στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Βασιλείου και στο φωτισμένο Κρεμλίνο. Συνεχίσαμε τη συζήτηση που είχαμε αρχίσει στο αεροπλάνο, απολαμβάνοντας μοσχάρι στρογκανόφ.
Εξετάσαμε το θέμα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Ποιες χώρες κινδύνευαν; Τι διάρκεια θα είχε η κρίση; Πρόσφεραν κάτι η πρόσφατη εμπειρία και οι πρωτοβουλίες μας για τη διάσωση των τραπεζών; Αφού σπάσαμε αρκετή ώρα, μάταια, το κεφάλι μας, αποσύρθηκε καθένας στο δωμάτιό του. Λύση δεν διαφαινόταν ακόμη καμιά. Το επόμενο πρωί συναντηθήκαμε για πρόγευμα στις 7.30 π.μ. Βαρύθυμη εμφανίστηκα στο τραπέζι· δεν ήξερα ακόμη ποιο θα μπορούσε να είναι το επόμενο βήμα.
Ήρθε κι ο Βάιντμαν, χαιρέτησε την ομήγυρη και μας ανακοίνωσε πως έπειτα από πολλή σκέψη στη διάρκεια της νύχτας κατέληξε κάπου: είχε υπολογίσει τη συνολική αξία των κρατικών ομολόγων που έπρεπε να μετακυλίσουν τα επόμενα δύο χρόνια οι χώρες που απειλούνταν από την κερδοσκοπική δραστηριότητα, δηλαδή η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία. Κατά τη γνώμη του, έπρεπε να καταρτιστεί ένα πρόγραμμα διάσωσης που θα εξασφάλιζε ακριβώς αυτή την αξία. Κατέληξε σε ένα ποσό της τάξης των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ενώ εγώ παρακολουθούσα τη στρατιωτική παρέλαση στο Κρεμλίνο, ο Βάιντμαν και ο Κορσέπιους μιλούσαν στο τηλέφωνο με τους Γάλλους συναδέλφους τους και με το επιτελείο του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, τότε προέδρου του Eurogroup, καθώς και με τον Μπαρόζο και τον Βαν Ρομπέι. Στην πτήση της επιστροφής από τη Μόσχα στο Βερολίνο, μου είπαν ότι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για το σχέδιό μας.
Απ’ ό,τι φάνηκε σύντομα, η κατάστασή του δεν ήταν απειλητική για τη ζωή του, όμως θα διανυκτέρευε στο νοσοκομείο. Ήταν η απόλυτη καταστροφή. Ποιος θα διαπραγματευόταν τώρα για λογαριασμό της Γερμανίας; Ο Άσμουσεν δεν θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει. Χρειαζόμουν μια πολιτική διάνοια που θα μπορούσε να πάρει τη θέση του Σόιμπλε. Έπειτα από σύντομη σκέψη, κατέληξα στο ότι μόνο ένα πρόσωπο ήταν κατάλληλο γι’ αυτή τη δουλειά: ο υπουργός Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ, ο οποίος είχε προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες ως επικεφαλής της ομοσπονδιακής καγκελαρίας στη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Αυτόν μπορούσα να τον εμπιστευτώ απόλυτα.
Εξέθεσα στον Γκίντο Βεστερβέλε και τον υπουργό Οικονομικών του FDP Ράινερ Μπρίντερλε την προσέγγισή μου, καθώς και όσα ειπώθηκαν στη διάσκεψη στις Βρυξέλλες. Ο Μπρίντερλε, ο οποίος σύμφωνα με τους κανόνες εκπροσώπησης της γερμανικής κυβέρνησης έπρεπε εκείνος να εκπροσωπήσει τον Σόιμπλε, ήταν εμφανώς απογοητευμένος που δεν του το ζήτησα. Είχα απόλυτη κατανόηση για τον θυμό του, ήμουν ωστόσο και απολύτως βέβαιη πως είχα λάβει τη σωστή απόφαση. Οι ειδικές καταστάσεις απαιτούσαν ειδικά μέτρα, και αυτή ήταν μία τέτοια κατάσταση. Όσον αφορά το περιεχόμενο, και οι δύο συμφώνησαν με τη διαπραγματευτική γραμμή.
Γύρω στις έξι το απόγευμα εκείνη την Κυριακή έγινε σαφές ότι ο πρωθυπουργός του CDU Γιούργκεν Ρούτγκερς είχε χάσει τις εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, ένα σημαντικό πλήγμα τόσο για το CDU όσο και για το FDP, που συμμετείχαν από κοινού στη διακυβέρνηση του κρατιδίου. Τώρα, με αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα, χάσαμε και την πλειοψηφία μας στο Ομοσπονδιακό Συμβούλιο. Δεδομένη ήταν πλέον και η ματαίωση της αμφιλεγόμενης μεγάλης φορολογικής μεταρρύθμισης, η οποία αποτελούσε μέρος της συμφωνίας συνασπισμού τον Οκτώβριο του 2009. Όπως πάντα το βράδυ των εκλογών, συναντήθηκα με τους στενότερους συνεργάτες μου στον όγδοο όροφο της καγκελαρίας. Τον περισσότερο ωστόσο χρόνο μου τον πέρασα μιλώντας στο τηλέφωνο με τον Ντε Μεζιέρ – είτε δίπλα, στο δωματιάκι για το μακιγιάζ, είτε στο γραφείο μου στον έβδομο όροφο, ανεβοκατεβαίνοντας τις πίσω σκάλες.
Οι διαπραγματεύσεις με αντικείμενο το εύρος του πακέτου διάσωσης είχαν σύντομη διάρκεια. Τα πράγματα δυσκόλεψαν, όπως πάντα, όταν ήρθαν οι απαιτήσεις πρόσβασης στο πακέτο, η λεγόμενη αιρεσιμότητα. Ορισμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Γερμανίας, των Κάτω Χωρών και της Φινλανδίας, ήθελαν να προσδιορίσουν επακριβώς τι έπρεπε να κάνουν οι δικαιούχοι χώρες προκειμένου να λάβουν τα χρήματα, ενώ άλλες δεν το θεωρούσαν ιδιαίτερα σημαντικό. Όπως και με το πρόγραμμα για την Ελλάδα, επρόκειτο πάλι για μέτρα λιτότητας και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, για παράδειγμα στην αγορά εργασίας.
Μετά τα μεσάνυχτα μου τηλεφώνησε στο κινητό μου τηλέφωνο ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι και προσπάθησε να με πείσει να συμφωνήσω στον μετριασμό των όρων υπαγωγής στον μηχανισμό διάσωσης. Ο Ιταλός υπουργός Οικονομικών δεν τα είχε καταφέρει με τον Ντε Μεζιέρ, εγώ παρέμεινα επίσης αμετακίνητη. Λίγο μετά το άνοιγμα του χρηματιστηρίου του Τόκιο στις δύο το μεσημέρι (δική μας ώρα), οριστικοποιήθηκε το πακέτο διάσωσης ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ. Τα 440 δισ. θα προέρχονταν από διμερή δάνεια και εγγυήσεις των μελών της ευρωζώνης, με το μερίδιο της Γερμανίας να ανέρχεται σε 123 δισ. ευρώ. Για τον σκοπό αυτό θα δημιουργούνταν ένας οργανισμός ειδικού σκοπού, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), ο οποίος θα μπορούσε να χορηγεί δάνεια έκτακτης ανάγκης σε χώρες της ευρωζώνης υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Η Επιτροπή θα διέθετε 60 δισεκατομμύρια ευρώ. Το ΔΝΤ ήθελε να συμμετέχει με έως 250 δισεκατομμύρια ευρώ.
Το επόμενο πρωί πραγματοποιήθηκαν συνεδριάσεις του προεδρείου και της ομοσπονδιακής επιτροπής του CDU στον Οίκο Αντενάουερ, όπως πάντα τη Δευτέρα μετά τις κρατικές εκλογές. Πριν ακόμη αρχίσει η συνεδρίαση, εξήγησα στον Τύπο, στην καγκελαρία, την απόφαση που πάρθηκε την προηγούμενη νύχτα στις Βρυξέλλες. Στις τρεις το μεσημέρι ενημέρωσα τους προέδρους των κομμάτων και των κοινοβουλευτικών ομάδων των κομμάτων που εκπροσωπούνται στην Μπούντεσταγκ. Εννέα ημέρες αργότερα, στις 19 Μαΐου 2010, πραγματοποιήθηκε η πρώτη ανάγνωση του ΕΤΧΣ στην Μπούντεσταγκ.
Στη συνεδρίαση αυτή έκανα την ακόλουθη κυβερνητική δήλωση, τοποθετώντας την κατάσταση στο ιστορικό της πλαίσιο: «Η σημερινή κρίση του ευρώ είναι η μεγαλύτερη δοκιμασία που έχει αντιμετωπίσει η Ευρώπη εδώ και δεκαετίες, και μάλιστα από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης το 1957». Στη συνέχεια περιέγραψα τη σημασία της απόφασής μας: «Η νομισματική ένωση είναι μια κοινότητα πεπρωμένων. Αυτά που διακυβεύονται κατά συνέπεια εδώ είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, η διατήρηση και η προάσπιση της ευρωπαϊκής ιδέας, την οποία έχουμε ιστορικό καθήκον να διαφυλάξουμε. Διότι, αν αποτύχει το ευρώ, θα αποτύχει η Ευρώπη». Τέλος, αναφέρθηκα σε αυτό που ήταν νομικά αναγκαίο και πολιτικά ορθό να αποτραπεί: «Συγκεκριμένα, υπήρχε η απειλή της πορείας προς μια ένωση αμοιβαίου διαμοιρασμού στο πλαίσιο της οποίας θα υπήρχε άμεση και δεσμευτική ευθύνη όλων για αποφάσεις που με δική τους ευθύνη αναλαμβάνουν τα επιμέρους κράτη μέλη». Συνέχισα την επιχειρηματολογία μου λέγοντας τα εξής: «Το τίμημα για τη στάση μας ήταν να μας επικρίνουν για διστακτικότητα ή για βραδύτητα.
Στις 21 Μαΐου 2010 η γερμανική Μπούντεσταγκ ενέκρινε τη νομοθετική δέσμη σε δεύτερη και τρίτη ανάγνωση και η Γερμανία υπέγραψε τη συμφωνία-πλαίσιο για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στις 7 Ιουνίου 2010, με ισχύ έως το τέλος του 2013. Τα δάνεια έκτακτης ανάγκης από το ΕΤΧΣ ήταν αναγκαία. Η Ιρλανδία και η Πορτογαλία έκαναν χρήση, ενώ η Ισπανία έπρεπε να υποβάλει αίτηση για τη χρηματοδότηση των τραπεζών της το καλοκαίρι του 2012.
Το φθινόπωρο του 2011 η δανειοδοτική ικανότητα του ΕΤΧΣ αυξήθηκε, προκειμένου να είναι σε θέση να χορηγήσει τα προγραμματισμένα δάνεια ύψους 440 δισεκατομμυρίων ευρώ με την υψηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση. Και η Ελλάδα επωφελήθηκε από το ΕΤΧΣ και έλαβε ένα δεύτερο πρόγραμμα βοήθειας τον Δεκέμβριο του 2012.
Ο δρόμος προς τη συμφωνία για το πρόγραμμα αυτό ήταν στρωμένος με αγκάθια. Η Γερμανία είχε απαιτήσει τη συμμετοχή στο κόστος των ιδιωτών δανειστών της Ελλάδας μέσω ενός «κουρέματος» χρέους. Ο Σαρκοζί και ο Τρισέ φοβήθηκαν πως ένα τέτοιο βήμα θα κλόνιζε μόνιμα την εμπιστοσύνη των επενδυτών στην ευρωζώνη. Τελικά, συμφωνήσαμε σε ένα εθελοντικό «κούρεμα» εκ μέρους των πιστωτών· η σχετική συμφωνία υπεγράφη την άνοιξη του 2012.
Στο μεταξύ, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Γιώργος Παπανδρέου, ο οποίος αντιμετώπιζε μεγάλες δυσκολίες στην εφαρμογή των υπεσχημένων μεταρρυθμίσεων στη χώρα του, αποφάσισε τον Οκτώβριο του 2011 να διενεργήσει δημοψήφισμα για το πακέτο λιτότητας – ένα σχέδιο που εγκατέλειψε γρήγορα: στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής της G20 στις Κάννες της Γαλλίας, στις 3-4 Νοεμβρίου 2011, ο Μπαρόζο, ο Βαν Ρομπέι, ο Σαρκοζί κι εγώ του καταστήσαμε απολύτως σαφές ότι οι μεταρρυθμίσεις στη χώρα του ήταν αναπόφευκτες. Πολύ σύντομα ο Παπανδρέου παραιτήθηκε, μια μεταβατική κυβέρνηση ανέλαβε τα ηνία της χώρας, ενώ στη συνέχεια, μετά τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2012, ο Αντώνης Σαμαράς ανέλαβε το αξίωμα του πρωθυπουργού.