Στις αρχές του 20ού αιώνα η χρυσή κληρονόμος των πανίσχυρων τραπεζιτών, Μπεατρίς ντε Ρότσιλντ, δημιούργησε ένα από τα πιο εμβληματικά οικήματα της Γαλλικής Ριβιέρας – Σήμερα το απολαμβάνουν όλοι όσοι αναζητούν την αριστοκρατική, βγαλμένη από παραμύθια, αίγλη μιας άλλης εποχής
Η Μπεατρίς ντε Ρότσιλντ ήταν ένα κορίτσι μεγαλωμένο στα πλούτη με μια παραμυθένια ζωή που θα μπορούσε να αποτελεί μέρος μια δημοφιλούς βιογραφικής σειράς, όπως αυτές του Netflix. Γεννήθηκε το 1864 και ήταν η κόρη του βαρόνου Αλφόνς ντε Ρότσιλντ, τραπεζίτη και διάσημου συλλέκτη έργων τέχνης, και της Λεονόρα, γόνου της βρετανικής πλευράς της ίδιας πολυπληθούς οικογένειας. Ηταν γοητευτική και έξυπνη. Ντυμένη με ρούχα εμπνευσμένα από τον 18ο αιώνα με την υπογραφή του Ζακ Ντουσέ και με καπέλα σχεδιασμένα από την Καρολίν Ρεμπού, έμοιαζε σαν να είχε βγει από πίνακα του Νικολά Λανκρέ. Συνήθιζε να ζει μέσα στη χρυσόσκονη σε δύο από τις πιο πολυτελείς κατοικίες της εποχής: στο Παρίσι, σε ένα παλάτι του 18ου αιώνα στη Rue Saint-Florentin, στη βορειοανατολική γωνία της Place de la Concorde, και στην ύπαιθρο, στο Φεριέρ, σε ένα τεράστιο κάστρο που έχτισε ο παππούς της Τζέιμς.
Το 1905 ο πατέρας της Μπεατρίς πέθανε και η βαρόνη κληρονόμησε την αμύθητη περιουσία του. Την ίδια χρονιά η βαρόνη αποφάσισε να χτίσει το σπίτι των ονείρων της στο ωραιότερο μέρος της γαλλικής εξοχής, το Saint-Jean-Cape-Ferrat. Μόλις πληροφορήθηκε ότι το οικόπεδο που τη μάγεψε πωλείται και ότι ο Βέλγος βασιλιάς Λεοπόλδος Β’ ενδιαφερόταν επίσης γι’ αυτό, το αγόρασε χωρίς δεύτερη σκέψη. Οι εργασίες για τη δημιουργία των περίφημων κήπων ξεκίνησαν αμέσως και χρειάστηκαν επτά χρόνια για να ολοκληρωθούν αφού η συγκεκριμένη τοποθεσία δεν ήταν η ιδανική. Οταν όμως το οικονομικό ζήτημα δεν αποτελεί πρόβλημα, οι λύσεις βρίσκονται. Πράγματι, ο σχηματισμός ενός πάρκου πάνω σε μια απέραντη βραχώδη έκταση, καλυμμένη με δέντρα και εκτεθειμένη σε ισχυρούς ανέμους, αποδείχτηκε ένα πολυέξοδο σχέδιο. Η Μπεατρίς πλήρωσε αδρά για να απαλλάξει το τοπίο από τους βράχους και να μεταμορφώσει τα ατίθασα τετραγωνικά χιλιόμετρα σε επίπεδο έδαφος, δημιουργώντας έναν οικολογικό παράδεισο με εννιά απαράμιλλης ομορφιάς κήπους και ανάμεσά τους μια παραμυθένια βίλα.
Το 1912 τα πάντα είναι έτοιμα και η Μπεατρίς μετακομίζει στη νέα της κατοικία που μοιάζει με ένα ονειρικό καταφύγιο για συλλέκτες έργων τέχνης, γεμάτο φίνες πορσελάνες, σπάνιες αντίκες και πίνακες των μεγαλύτερων ζωγράφων. Η διακόσμηση ήταν ένα εκλεκτικό μείγμα από πολύτιμα αντικείμενα διαφόρων εποχών. Σε αυτούς τους υπερπολυτελείς χώρους με τη σφραγίδα των Ρότσιλντ σε κάθε σπιθαμή, η βαρόνη υποδεχόταν την κοινωνική ελίτ της εποχής και οι βεγγέρες με τις σαμπάνιες, τα φουά γκρα και τα πεπαλαιωμένα γαλλικά τυριά έγραφαν Ιστορία. Στα σαλόνια της σύχναζαν πολιτικοί, διεθνούς εμβέλειας επιχειρηματίες και κοσμικές κυρίες και γίνονταν συναντήσεις και συζητήσεις που κινούσαν την παγκόσμια οικονομία.
Το όνειρο της μεγάλης ζωής πάγωσε όταν η Μπεατρίς αρρώστησε. Το 1933, έναν χρόνο πριν από τον θάνατό της, αποφασίζει να κληροδοτήσει τη βίλα της στη Γαλλική Ακαδημία Καλών Τεχνών μαζί με την κατάφυτη έκταση 70 τετραγωνικών χιλιομέτρων και περίπου 5.000 έργα τέχνης. Την ίδια χρονιά ανατέθηκε στον διάσημο αρχιτέκτονα τοπίων Λουί Μαρσάν ο σχεδιασμός των θεματικών κήπων του κτήματος: ενός γαλλικού, ενός ισπανικού, ενός φλωρεντιανού, ενός ιαπωνικού και ενός μεξικάνικου. Ο δημιουργός ανακαίνισε εντυπωσιακά τον περιβάλλοντα χώρο. Ο κήπος «Α la française» είναι ο μεγαλύτερος και καταλαμβάνει την περιοχή πίσω από τη βίλα. Πέρα από τη βεράντα εκτείνεται ένα πάρκο με φοίνικες στολισμένο με σιντριβάνια, αγάλματα, λίμνες με νούφαρα και εκατοντάδες άλλα υδρόβια φυτά σε ένα τοπίο που παραπέμπει στην Τοσκάνη. Στην άκρη του πάρκου, στον καλυμμένο με κυπαρίσσια λόφο βρίσκεται ένα εντυπωσιακό αντίγραφο του κήπου του Ναού της Αγάπης στο παλάτι Μικρό Τριανόν στις Βερσαλλίες.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου οι κάτοικοι εγκατέλειψαν το Saint-Jean-Cap-Ferrat και η βίλα παρέμεινε χωρίς επίβλεψη και την αριστοκρατική της λάμψη. Οταν ο Λουί Μαρσάν επέστρεψε, οι ρημαγμένοι κήποι σύντομα επανέκτησαν την προπολεμική τους αίγλη. Το εμβληματικό οίκημα ανακαινίστηκε σύμφωνα με την αρχική του αισθητική αλλά με νέο χρώμα στις προσόψεις, όπου τη θέση της ώχρας πήρε το ροζ που χάρισε βενετσιάνικο αέρα. Το 1991 η Ακαδημία Καλών Τεχνών ανέθεσε τη διαχείριση του χώρου στη γαλλική εταιρεία Culturespaces, η οποία αναμόρφωσε ξανά τους κήπους και έδωσε νέα πνοή στη βίλα διοργανώνοντας από επίσημα τραπέζια μελών του διεθνούς jet set μέχρι εκδηλώσεις τέχνης από αυστηρά επιλεγμένους εικαστικούς. Κι έτσι το όραμα και η αγάπη των Ρότσιλντ για την τέχνη βρήκε καταφύγιο στη Γαλλική Ριβιέρα.
Με το πέρασμα των χρόνων, οι Ρότσιλντ, κατά την προσφιλή συνήθεια των jet setters, αποφάσισαν να αφήσουν την έπαυλή τους ανοικτή προς το κοινό. Οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα με ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό να απολαύσουν την ιεροτελεστία του τσαγιού που θυμίζει βασιλικές στιγμές στο παλάτι του Μπάκιγχαμ. Στην αίθουσα τσαγιού σερβίρονται και τα πιο ατμοσφαιρικά brunch, όμως, τις πιο αλησμόνητες γαστριμαργικές εμπειρίες υπογράφει η σταρ σεφ Οντέ Φιλιπόφσκι. Μοναδικές εμπειρίες αποκτούν οι επισκέπτες και στην ετήσια Γιορτή του Τριαντάφυλλου της Villa Ephrussi de Rothschild. Στο φεστιβάλ πραγματοποιούνται εκθέσεις με σπάνια είδη του υπέροχου λουλουδιού και υπέρκομψες ανθοδεσίες, έπιπλα αλλά και προϊόντα που σχετίζονται με τον κόσμο της ομορφιάς και της γαστρονομίας, με επίκεντρο, φυσικά, το λουλούδι που λάτρεψε και είχε πάντα στα σαλόνια και στην προσωπική της κρεβατοκάμαρα η βαρόνη Μπεατρίς.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: AFP / VISUALHELLAS.GR, GETTY IMAGES / IDEAL IMAGE