Την βεβαιότητα ότι η βιωσιμότητα του Δημόσιου Χρέους είναι διασφαλισμένη μέχρι το 2030, υπογραμμίζει η Τράπεζα της Ελλάδος αλλά δεν είναι και σίγουρη για το μετά…
Η εξέλιξη της πορείας του δημόσιου χρέους και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών σε διάφορα δυσμενή σενάρια εμφανίζει περιορισμένες αποκλίσεις από το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος μέχρι τις αρχές του 2030, όπως αναφέρεται στην ετήσιά Έκθεση της.
Συνακόλουθα η ΤτΕ εκτιμά ότι η πιθανότητα αντιστροφής της καθοδικής πορείας του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ είναι περιορισμένη σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, όπως και η πιθανότητα υπέρβασης των ορίων 15% και 20% του ΑΕΠ για τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες. Με βάση τα παραπάνω, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους εκτιμάται ότι παραμένουν οριοθετημένοι μεσοπρόθεσμα, υπό την προϋπόθεση της προσήλωσης στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και της αποτελεσματικής αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το χρέος της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί σε 161,9% του ΑΕΠ το 2023 και σε 153% του ΑΕΠ το 2024.
Στο βασικό σενάριο, υπό την προϋπόθεση της προσήλωσης στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και της αποτελεσματικής αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ τίθεται σε σταθερή καθοδική τροχιά, η οποία ανακόπτεται προσωρινά μόνο το 2033 για αμιγώς τεχνικούς λόγους.
Συγκεκριμένα, το έτος 2033 σηματοδοτεί τη λήξη της αρχικά 10ετούς και εν συνεχεία 20ετούς περιόδου αναβολής πληρωμών τόκων σε δάνεια ύψους περίπου 96 δισεκ. ευρώ που έχουν χορηγηθεί από το EFSF μεταξύ 2012 και 2014. Αυτό σημαίνει πως το Ελληνικό Κράτος θα πρέπει να αρχίσει να πληρώνει τους τόκους από το 2033 και μετά. Θα είναι μια δύσκολη περίοδος ομολογουμένως και θα χρειάζεται αυστηρή προσαρμογή και δεν αποκλείονται να συμβούν κρίσεις στη διαχείριση του χρέους με απρόβλεπτες οικονομικέ συνέπειες.
πληροφορίες huffingtonpost.gr