Γράφει η Κατερίνα Αναγνωστοπούλου – Σωτηροπούλου
Μια ζωή τρέχουμε…
Απ’ τη στιγμή που ανοίγεις τα μάτια σου μέχρι να τα κλείσεις, τρέχεις…
Τρέχεις, κάτι να προλάβεις, κάποιον να δεις, κάτι να πληρώσεις…
Χτυπάει το ξυπνητήρι στις εφτά. Πετάς τα σκεπάσματα κι αρχίζεις τον αγώνα… Φτιάχνεις το πρωινό για τα παιδιά, το κολατσιό για το σχολείο, μετά τα ξυπνάς, τα ντύνεις, πίνεις έναν καφέ στα γρήγορα, τρέχεις να προλάβεις το κουδούνι και έπειτα τρέχεις για τη δουλειά.
Σχολάς στις 4, τρέχεις να προλάβεις τον παιδικό σταθμό, να ταΐσεις τα παιδιά, να ετοιμάσεις το φαγητό για την επόμενη μέρα, να ασχοληθείς με το νεροχύτη και το σίδερο, να μαζέψεις τα παιχνίδια, να τους διαβάσεις παραμύθι, και μετά ένα φιλί και μια καληνύχτα.
Όταν μεγαλώσουν λίγο, τρέχεις να τα παραλάβεις όταν σχολάσουν, μετά να τα ελέγξεις στα μαθήματα, να τα πας στα αγγλικά, στα γαλλικά, στο καράτε, στο κολυμβητήριο, στο μπάσκετ, στις έξι παρά δέκα να αφήσεις το ένα παιδί στο μπαλέτο και να παραλάβεις το άλλο, και αργά το βραδάκι να είσαι επιτέλους σπίτι. Η ώρα είναι ήδη δέκα κι έχεις κουράγιο μόνο για ένα μπάνιο και ύπνο.
Και όταν φτάσουν στο Λύκειο, τα τρέχεις στα φροντιστήρια για να περάσουν στο πανεπιστήμιο και μετά να φύγουν από το σπίτι για πάντα…
Και όταν φύγουν, κοιτάς τις φωτογραφίες τους και καταλαβαίνεις ότι δεν πρόλαβες να τα αγκαλιάσεις όσο ήθελες, δεν πρόλαβες να παίξεις μαζί τους, γιατί έπρεπε να τρέχεις και έπρεπε να τρέχουν κι εκείνα.
Γιατί μαζί με εμάς, τρέχουν και τα παιδιά!
Γιατί τα γαλουχούμε με το ιδανικό της άοκνης προσπάθειας!
Καταιγισμός ερεθισμάτων από την κούνια, μην τυχόν και δεν ακούσει Μότσαρτ, μην τυχόν και δεν μιλήσει ως τα δύο! Και αργότερα εξωσχολικές δραστηριότητες και και και…
Και κάπως έτσι κυλούν οι μέρες, χωρίς να προλαβαίνεις να ζήσεις τις στιγμές με την οικογένειά σου… Ακόμα και μια ώρα να μείνεις χωρίς να κάνεις τίποτα, κοιτώντας τον τοίχο, αισθάνεσαι ενοχές. Γιατί η ώρα του ρεμβασμού θεωρείται χαμένη ώρα, χαμένη ζωή. Λες και η υπόλοιπη ζωή, που τρέχεις να προλάβεις, είναι κερδισμένη ζωή…
Περνά το εικοσιτετράωρο και η μόνη επαφή που έχεις με τα παιδιά σου είναι να δίνεις εντολές και να επαναλαμβάνεις σαν ρομπότ τη φράση «γρήγορα, δεν θα προλάβουμε!».
Τρέχεις τόσο πολύ να τα προλάβεις όλα, να προσφέρεις στα παιδιά σου τα πάντα, που τελικά δεν προλαβαίνεις να τα γνωρίσεις, να συζητήσεις μαζί τους, να παίξεις…
Κοιτάς πίσω και καταλαβαίνεις ότι δεν πρόλαβες τίποτα!
Όλο έτρεχες κι όμως δεν πρόλαβες!
Γιατί έτρεχες τότε ?