Στις πόλεις και τα εδάφη της Ουκρανίας, σε μια πολεμική σύγκρουση εντός
ευρωπαϊκού εδάφους, εκτός των γεωπολιτικών αλλαγών και της
αναζήτησης νέων ισορροπιών στο παγκόσμιο σύστημα ασφάλειας και
άμυνας, συγκρούονται και δύο από τα πολιτικά συστήματα διακυβέρνησης
του μέλλοντος όλων μας.
Από τη μία πλευρά, προσωποπαγή, ημιαυταρχικά ή ‘’μοναρχικά’’
συστήματα, όπως αυτά που χτίζονται όχι μόνο στην Ρωσία, την Κίνα, την
Τουρκία και αρκετές πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες αλλά και στην καρδιά
του θεωρούμενου δυτικού κόσμου, όπως την Ουγγαρία και την Πολωνία.
Συστήματα εξουσίας που αποτελούν στόχο μεγάλων -προς το παρόν-
μειοψηφιών στη Γαλλία, την Ιταλία ή έχουν δοκιμαστεί πειραματικά μέσα
από αυταρχικούς ηγέτες, όπως στις ΗΠΑ και παλαιότερα την Αυστρία.
Συστήματα διακυβέρνησης που διαφημίζουν ότι μπορούν να παίρνουν
γρήγορα δύσκολες και σαφείς αποφάσεις, χωρίς «θεσμική
γραφειοκρατία» και με μικρό πολιτικό ‘’κόστος’’. Συστήματα που
διαφημίζουν προς τους πολίτες τους ότι υπερασπίζονται πολύ πιο
αποτελεσματικά το εθνικό τους συμφέρον και μπορούν -εν τέλει- να
εγγυώνται, μέσω της ισχύος του ηγέτη τους, τη σταθερότητα της χώρας σε
καιρούς αβέβαιους και δύσκολους.
Από την άλλη, έχουμε την αντιπροσωπευτική δημοκρατία όπως τη
γνωρίζουμε στη Δύση. Το σύστημα διακυβέρνησης που προέκυψε μετά το
Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από ηγέτες και λαούς που πίστεψαν στην
αναζωογόνηση της δημοκρατίας, την ενδυνάμωση των θεσμών, την
ανάπτυξη των χωρών και την ευημερία των λαών. Μέσα από οικονομική
και κοινωνική ισότητα που πιστεύει στις συναινέσεις και την πρόοδο με
λαϊκή κυριαρχία και απόλυτη προστασία των κοινωνικών και πολιτικών
δικαιωμάτων των πολιτών.
Μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία που
πίστεψε στη λειτουργία μιας αγοράς που ρυθμίζεται προς το συμφέρον
των πολλών και δεν αφήνεται ανεξέλεγκτη να καθορίζει τις τύχες πολιτών
και εθνών, χωρίς βασικούς όρους και κανόνες. Γιατί η πείρα λέει ότι αργά
ή γρήγορα αυτές οι εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις οδηγούν σε
μεγάλες εντάσεις και πολλές φορές σε πόλεμο.
Από το 1989 και μετά, με το ‘’τέλος της ιστορίας» ο καπιταλισμός που
αναδείχθηκε έγινε πιο άγριος και επιθετικός από ποτέ. Οι ανισότητες
διευρύνθηκαν και εκτοξεύθηκαν σε πρωτοφανή ιστορικά μεγέθη, παρά την ανάπτυξη που σημειώθηκε, την μείωση των αποστάσεων και μέσω της ευρείας χρήσης νέων τεχνολογιών, αλλά και τη βελτίωση βασικών παραμέτρων της καθημερινότητας.
Από τη χρηματοπιστωτική κρίση του
2008 έως σήμερα, ζούμε συνεχώς σε κύκλους μεγάλων ή μικρών κρίσεων.
Κρίσεις που στη χώρα μας αφήνουν βαθύ αποτύπωμα, αρκετά βαθύτερο
από αυτό που αντέχει η ελληνική κοινωνία. Έως και πριν από ένα μήνα,
θεωρούσαμε ως μεγάλο επίτευγμα της νέας εποχής το ότι αυτές οι κρίσεις
αυτές δε συνοδεύτηκαν από πολεμικές συγκρούσεις ή διατάραξη του
παγκόσμιου συστήματος ασφάλειας, όπως το γνωρίζουμε εδώ και
δεκαετίες. Σήμερα, παρατηρούμε πια και αυτού του είδους την τεράστια
πολεμική διακινδύνευση, με ορατό τον κίνδυνο ακόμα και πυρηνικής
εμπλοκής με ασύμμετρες επιπτώσεις και απρόβλεπτες συνέπειες.
Μετά τον πόλεμο και τις νέες ισορροπίες που θα διαμορφωθούν, η μεγάλη
μάχη που θα δοθεί θα αφορά στα θέματα δημοκρατίας και
αναζωογόνησής της. Μια Ελλάδα και Ευρώπη βαθιά δημοκρατικές, με
συστήματα βασισμένα στις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας, της
αλληλεγγύης, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της βιώσιμης ανάπτυξης, της
προστασίας του περιβάλλοντος, οφείλουν να πρωτοστατήσουν σε αυτή
την προσπάθεια. Στη χώρα μας, μετά από 12 χρόνια αλλεπάλληλων και
διαφορετικών κρίσεων αλλά και από τη μεγάλη μας πολιτική ιστορική
εμπειρία, η δημοκρατική παράταξη γνωρίζει πολύ καλά τι ακριβώς
σημαίνει ο αγώνας για τη δημοκρατία και την εθνική αξιοπρέπεια. Από το
δυτικό κόσμο, από την Ευρώπη, ακόμα και από την Ελλάδα, η μάχη μεταξύ
προοδευτικών και βαθιά συντηρητικών δυνάμεων θα κρίνει το σύστημα
διακυβέρνησης στο οποίο θέλουμε να ζούμε. Για ένα καινούριο πρότυπο,
απαραίτητο όσο ποτέ, το οποίο πρέπει να δομηθεί με νέους τρόπους
προσέγγισης των πολιτών και χτίσιμο νέων δεσμών εμπιστοσύνης. Και
αυτή η μάχη θα κερδηθεί, γιατί αφορά τους πολλούς.