Μια έρευνα που διεξήχθη στη Γερμανία, στις αρχές της δεκαετίας του 1930
κατέληξε μεταξύ άλλων σε δυο εκπληκτικά συμπεράσματα. Το πρώτο ήταν ότι
αρκετοί μεσοαστοί Εβραίοι έδειχναν φιλικά προσκείμενοι στη ναζιστική
ιδεολογία (!) και το δεύτερο ότι στην πλειοψηφία τους, όσοι δήλωναν
κομμουνιστές ή σοσιαλιστές, εν τέλει είχαν πολύ συντηρητικές απόψεις για
κοινωνικά θέματα, τα οποία βρίσκονταν ψηλά στην ατζέντα των
εθνικοσοσιαλιστών.
Αν και τα συγκεκριμένα συμπεράσματα φαντάζουν αδιανόητα, πάντοτε πρέπει
να κατανοούμε τις ιδεολογίες, βάσει του κοινωνικού, γεωγραφικού, πολιτικού
και οικονομικού πλαισίου της εποχής. Σε μια περίοδο που η αριστερά
εκφραζόταν κυρίως μέσω του μπολσεβικισμού, του αναρχοσυνδικαλισμού, της
ένοπλης επανάστασης και της κατάλυσης της δημοκρατίας, που σε πολλές χώρες
της Ευρώπης η ίδια η δημοκρατία θεωρείτο αποτυχημένο και ξεπερασμένο
μοντέλο διακυβέρνησης, που οι έννοιες της φτώχειας, του πλούτου, της
μόρφωσης, του ρατσισμού και του εθνικισμού είχαν τελείως διαφορετικά
χαρακτηριστικά, που η βία ήταν μέρος της πολιτικής ζωής, η αντίληψη των
πολιτών για τα πολιτικά μοντέλα ήταν βασισμένη στην καθημερινή αντιπαράθεση που χάραξαν οι συγκεκριμένες συνθήκες. Τα αποτελέσματα αυτής της περιόδου είναι γνωστά σε όλους.
Μας χρησιμεύει άραγε αυτή η ανάλυση για να καταλάβουμε σήμερα, έναν
αιώνα μετά, στη χώρα μας, τι ακριβώς συμβαίνει; Παρακολουθούμε σήμερα μία
έλλειψη νέων πολιτικών προτάσεων και εξαγγελιών και από τη δεξιά και από την
αριστερά, ενώ η εποχή και οι ανάγκες διαφοροποιούνται με ταχύτατους
ρυθμούς. Η αδυναμία προσαρμογής των κομμάτων στην εποχή ορίζει εν πολλοίς
τον πολιτικό τους λόγο και τις πράξεις τους.
Η κυβέρνηση μοιάζει εγκλωβισμένη σε ένα είδος καπιταλιστικής ανάπτυξης, η
οποία βασίζεται στην αποχώρηση του κράτους από κρίσιμους τομείς της
καθημερινότητας των πολιτών. Βασίζεται, όπως δείχνει με το εργασιακό
νομοσχέδιο, στο φτηνό εργατικό δυναμικό, στο χτύπημα του συνδικαλισμού και
την ελπίδα της για επενδύσεις και γρήγορη κερδοφορία, χωρίς μακροπρόθεσμο
σχεδιασμό για τη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας. Αλλά κανείς δε ρωτάει
την κυβέρνηση, στις σημερινές συνθήκες και μετά από 10 χρόνια κρίσης, εάν
αυτό είναι το «φάρμακο» που χρειάζεται η ελληνική οικονομία, κυρίως δε μετά
την πανδημία.
Σε ποια εποχή; Στην εποχή που σύμφωνα με τις προεκλογικές εξαγγελίες του κ.
Μητσοτάκη είχαμε ανάγκη για έμφαση στην εξωστρέφεια, στην τεχνολογία και
την καινοτομία, στις επενδύσεις και στις νέες καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας.
Παράλληλα, για να ολοκληρώσει η κυβέρνηση τη στροφή της στο παρελθόν,
βγάζει από το νέο συντηρητικό οπλοστάσιο απόψεις «άλλων εποχών»: θέση της
γυναίκας και υπογεννητικότητα, ανεξιθρησκεία και αποδοχή του άλλου,
σεξουαλικός προσανατολισμός και ατομικότητα, ρόλος της αστυνομίας στη σύγχρονη κοινωνία, εκπαίδευση και περιβάλλον.
Ο νέος ρόλος του κοινωνικού κράτους, μαζί με κοινωνικά δικαιώματα που έχουν παγιωθεί στις δυτικές κοινωνίες εδώ και δεκαετίες, μπαίνουν στα αζήτητα.
Στον αντίποδα, η Ελληνική αριστερά, όπως εκφράζεται από το ΣΥΡΙΖΑ, δείχνει
εγκλωβισμένη όχι μόνο στα σύνδρομα του 2015 αλλά και στην αδυναμία της να
κατανοήσει τι και για ποιους λόγους πέτυχε ή δεν πέτυχε μετά από 4,5 χρόνια
στη διακυβέρνηση της χώρας. Στην αγωνιώδη προσπάθεια να αντιπαρατεθεί με
τη νεοσυντηρητική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ξαναγυρίζει με αμηχανία
στη ρητορική του 2015 και σε ένα έτοιμο, ακόμα παλαιότερο, ιδεολογικό
οπλοστάσιο.
Ακόμα μεγαλύτερη είναι η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να δικτυωθεί και να πάρει
προτάσεις από σημαντικούς πυλώνες της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής της
χώρας, όπως η τοπική αυτοδιοίκηση, οι σημαντικοί συνδικαλιστικοί φορείς, οι
οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, οι επαγγελματικοί και επιστημονικοί φορείς.
Έτσι, η αντιπολιτευτική τεκμηρίωση του ΣΥΡΙΖΑ ξαναγυρίζει στις έτοιμες λύσεις
και στα ίδια συνθήματα.
Μια τέτοια κυβέρνηση σε συνδυασμό με μια τέτοια αντιπολίτευση δημιουργούν
ένα κλίμα απόγνωσης στους δημοκρατικούς πολίτες της χώρας και ασφυξία
στους νέους ανθρώπους που αντιλαμβάνονται περισσότερο την εποχή μας.
Εξ ου και στις έρευνες που διεξάγονται σήμερα, βλέπουμε ένα παρόμοιο
παράδοξο με τις έρευνες του 1930. Όπως για παράδειγμα, υψηλή αποδοχή
κάποιων προσώπων και κομμάτων, αλλά ταυτόχρονα πολύ χαμηλή αποδοχή σε
πολιτικές και αντιμετώπιση καταστάσεων, από τα ίδια κόμματα ή πρόσωπα.
Αποτελεί τεράστια πρόκληση για ένα πολιτικό κόμμα να μπορεί να διαβάζει την
εποχή του, κρατώντας αναλλοίωτο τον πυρήνα των αξιών και της ιδεολογίας του.
Αυτή ήταν και η μεγάλη επιτυχία του ΠΑΣΟΚ για σχεδόν 4 δεκαετίας, για αυτό
και κυριάρχησε στην πολιτική ζωή της χώρας. Έδινε και έπαιρνε ιδέες και
δράσεις, σε συνεχή σύνδεση με τις κοινωνικές και πολιτικές συλλογικότητες και
τις μεταμόρφωνε σε καθημερινότητα κυβερνητικής πράξης, μένοντας πάντα
πιστό στους πιο αδύναμους της κοινωνίας μας.
Έχει έρθει η ώρα να ανοίξει ξανά αυτή η συζήτηση.
Οι νέες ιδέες που έχει ανάγκη η εποχή μας, μαζί με το ρεαλισμό της
κεντροαριστεράς, να μετουσιωθούν σε πολιτική πράξη. Αυτό είναι το ζητούμενο
για τους δημοκρατικούς πολίτες που αντιτίθενται στη νεοσυντηρητική παράταξη
που μας κυβερνά και στις οπισθοδρομικές πολιτικές της.
Το Κίνημα Αλλαγής οφείλει να πρωτοστατήσει σε αυτή τη συζήτηση. Έχει τη
γνώση, την εμπειρία, το ανθρώπινο κεφάλαιο και τη δικτύωση με την κοινωνία
για να τα καταφέρει. Έχει και την ευκαιρία.