Εισπνοή, εκπνοή μετρώντας κάθε φορά μέχρι το πέντε. Κάντε το για είκοσι λεπτά, δυο φορές την ημέρα επί τέσσερις εβδομάδες. Η απλή αυτή αναπνευστική άσκηση θα μπορούσε να κάνει θαύματα στο μυαλό και τη μνήμη μας.
Είναι γνωστό ότι σε όσους ταλαιπωρούνται από το άγχος, οι ειδικοί συστήνουν ασκήσεις αναπνοών, που θα επαναφέρουν την ηρεμία στον οργανισμό. Οι ίδιες ασκήσεις, όμως, αναδεικνύονται και ιδιαίτερα ευεργετικές για τη λειτουργία της μνήμης, σύμφωνα με νεότερη μελέτη.
Η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Scientific Reports, είναι και η πρώτη που ανακαλύπτει έναν τρόπο με τον οποίο οι ενήλικες, νέοι και ηλικιωμένοι, θα μπορούσαν να μειώσουν τα επίπεδα του αμυλοειδούς-β στην κυκλοφορία του αίματος: μέσω ασκήσεων αναπνοής.
Η άσκηση ήταν απλή: εισπνοή και εκπνοή σε πέντε χρόνους, μέσα σε διάστημα 20 λεπτών, δύο φορές την ημέρα, για τέσσερις εβδομάδες.
Ειδικότερα, η επανάληψη αυτής της συγκεκριμένης αναπνοής είχε σημαντική επίδραση στον οργανισμό των συμμετεχόντων, αυξάνοντας τη μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού και μειώνοντας τα επίπεδα των πεπτιδίων αμυλοειδούς-β που κυκλοφορούσαν στο αίμα. Η συσσώρευσή τους θεωρείται ότι πυροδοτεί τη διαδικασία της νόσου Αλτσχάιμερ.
Αυτό συμβαίνει, διότι ο τρόπος που αναπνέουμε επηρεάζει τον καρδιακό μας ρυθμό, ο οποίος με τη σειρά του επηρεάζει το νευρικό μας σύστημα και τον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλός μας παράγει πρωτεΐνες και τις απομακρύνει.
Ενώ είμαστε ξύπνιοι και ενεργοί, συνήθως χρησιμοποιούμε το συμπαθητικό νευρικό μας σύστημα, γνωστό ως το σύστημα «μάχης ή φυγής». Το χρησιμοποιούμε, όμως, και για να γυμναστούμε, να εστιάσουμε την προσοχή μας και ακόμη και για να βοηθήσουμε στη δημιουργία μακροχρόνιων αναμνήσεων. Ενώ το συμπαθητικό νευρικό σύστημα είναι ενεργοποιημένο, δεν υπάρχει μεγάλη διακύμανση στο χρόνο μεταξύ κάθε καρδιακού παλμού. Αντίθετα, όταν ενεργοποιείται το παρασυμπαθητικό σύστημα, οι καρδιακοί παλμοί αυξάνονται κατά την εισπνοή και μειώνονται κατά την εκπνοή.
Η διαδικασία της μελέτης
Για να το διερευνήσουν περαιτέρω, οι ερευνητές ζήτησαν από τους 108 συμμετέχοντες (οι μισοί ηλικίας 18-30 ετών και οι άλλοι μισοί ηλικίας 55 έως 80 ετών) να κάνουν ασκήσεις βιοανάδρασης δύο φορές την ημέρα, για 20 λεπτά κάθε φορά. Παράλληλα, οι συμμετέχοντες παρακολουθούσαν τους καρδιακούς τους παλμούς μέσω μιας φορητής συσκευής και το μόνιτορ που ήταν συνδεμένη.
Οι μισοί συμμετέχοντες καθοδηγήθηκαν να κάνουν ήρεμες σκέψεις, όπως μια παραλία ή μια βόλτα σε ένα πάρκο, ή να ακούσουν χαλαρωτική μουσική. Παράλληλα, παρακολουθούσαν τον καρδιακό τους παλμό στο μόνιτορ, έτσι ώστε να να παραμένει όσο το δυνατόν σε πιο σταθερό ρυθμό κατά τη διάρκεια του διαλογισμού.
Τους υπόλοιπους συμμετέχοντες, τους καθοδήγησαν να να ρυθμίζουν την αναπνοή τους ακολουθώντας το ρυθμό ενός τετραγώνου που εμφανιζόταν στην οθόνη του φορητού υπολογιστή. Όταν το τετράγωνο ανέβαινε, εισέπνεαν, και όταν το τετράγωνο έπεφτε, εξέπνεαν, παρακολουθώντας παράλληλα τους καρδιακούς παλμούς. Οι παλμοί τους έτειναν να αυξάνονται σε αιχμές καθώς εισέπνεαν και να πέφτουν στη βασική γραμμή καθώς εκπνέουν. Στόχος τους ήταν να αυξήσουν τις ταλαντώσεις που προκαλούνταν από την αναπνοή στους καρδιακούς τους παλμούς.
Στα δείγματα αίματος που επίσης έλαβαν και συνέκριναν πριν και μετά το πείραμα, αναζήτησαν δύο πεπτίδια: το β αμυλοειδές 40 και 42
Όπως συμπέραναν, τα επίπεδα των δύο πεπτιδίων στο πλάσμα μειώθηκαν στην ομάδα που ανέπνεε αργά και προσπαθούσε να αυξήσει τη μεταβλητότητα του καρδιακού της ρυθμού (HRV) αυξάνοντας τις ταλαντώσεις.
Για ποιο λόγο, όμως, τα πεπτίδια μειώνονται όταν αυξάνεται η μεταβλητότητα του καρδιακού της ρυθμού; Σύμφωνα με τον Jungwon Min, μεταπτυχιακό φοιτητή ψυχολογίας και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, «με βάση τα δεδομένα που έχουμε, φαίνεται ότι η μείωση του αμυλοειδούς-β οφείλεται περισσότερο στη μειωμένη παραγωγή τους, χωρίς όμως να αποκλείεται και η πιθανότητα ο οργανισμός να τα καθαρίζει καλύτερα».