Ο κυρ Γιάννης, όπως κάθε μέρα, έτσι και σήμερα ξύπνησε νωρίς και πήγε κατευθείαν στο ημερολόγιο, σέρνοντας τις παντόφλες του στο πάτωμα, ξεκόλλησε ένα χαρτάκι, αποκαλύπτοντας εκείνο που έγραφε 25 Δεκέμβρη…“Είναι Χριστούγεννα”. Μονολόγησε. Μπήκε στην κουζίνα, σέρνοντας πάλι τις παντόφλες του, έψησε έναν βαρύ γλυκό με καϊμάκι σε χοντρό φλιτζάνι, όπως έκανε πάντα, και τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά από τον καφέ.
“Σήκω ρε Γιάννη, τι κάθεσαι, Χριστούγεννα είναι, σήμερα πρέπει να φορέσεις τα καλά σου”. Είπε στον εαυτό του και κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα, σέρνοντας επιδεικτικά τις παντόφλες του. Ήταν μια συνήθεια που την είχε αποκτήσει, αφού έχασε την γυναίκα του και μετά, θαρρείς πως το έκανε για να ξορκίσει τη νεκρική ησυχία που επικρατούσε πια μέσα στο σπίτι.
Φόρεσε λοιπόν το καλό του το κουστούμι, τα λουστραρισμένα του παπούτσια, έδεσε την κόκκινη γραβάτα και σαν αρχοντάνθρωπος κάθισε στην αναπαυτική του πολυθρόνα, ανοίγοντας την τηλεόραση. “Τίποτα δεν έχει πάλι ετούτο το χαζόκουτο, ευτυχώς που σήμερα είναι Χριστούγεννα κι όπου να ΄ναι, θα έρθουν τα παιδιά μου να με πάρουν, για να γιορτάσω μαζί με τα εγγονάκια μου” . Είπε και φωτίστηκε από χαρά το πρόσωπο του.
Είχε δυο γιους λεβέντες και καλοπαντρεμένους , που ζούσαν λίγα τετράγωνα πιο κάτω, σε διαμερίσματα, που τους τα είχε αγοράσει με τις οικονομίες, ένα δανειάκι, και το εφάπαξ του.
Κοίταξε το ρόλοι του. “Μωρέ, πότε μεσημέριασε, το πιθανότερο είναι πως τα παλικάρια μου θα έχουν δουλειά, και θα ΄ρθουν με πάρουν το βραδάκι”, μουρμούρισε ο Κυρ Γιάννης.
Ήρθε και το απόγευμα κι άρχισε να σουρουπώνει σιγά σιγά. “Μπα πανάθεμα το, λες να χάλασε το ρημάδι το τηλέφωνο και να μην μπορούν τα παιδιά να με βρούνε, και να τα ανησύχησα χρονιάρα μέρα τα καμάρια μου;” Είπε και έβαλε το ακουστικό στο αυτί του… “Τουτ, τουτ, τουτ, περίεργο, μια χαρά δουλεύει το τηλέφωνο”.
Και κάπως έτσι, αργά και βασανιστικά, πήγε δέκα το βράδυ, μα το τηλέφωνο δεν χτύπησε ποτέ, μήτε κι η πόρτα του άνοιξε καθόλου. “Κάπου θα μπλέξανε οι λεβέντες μου, ας μην τους ενοχλήσω. Άιντε σήκω βρε Γιάννη, να πας να ξεραθείς στο κρεβάτι σου, πέρασε η μέρα, του χρόνου όμως, δεν μπορεί, θα είναι καλύτερα τα Χριστούγεννα από τα φετινά” . Έτσι σκέφτηκε φωναχτά ο Κυρ Γιάννης κι από μέσα του βγήκε ένας αναστεναγμός, κι από τα μάτια του κύλησε ένα δάκρυ. Έκλεισε την τηλεόραση, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, έβγαλε το κουστούμι του, έβαλε τις πιτζάμες και χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματά του σιωπηλός…
Την άλλη μέρα το πρωί, το τηλέφωνο του Κυρ Γιάννη άρχισε να χτυπάει επίμονα, ήταν ο μεγάλος του ο γιος, που τον καλούσε εδώ και ώρα. Μα, ο Κυρ Γιάννης δεν απαντούσε, έλειπε! Μονό το άψυχο του σώμα, το προδομένο από την σπασμένη του καρδιά, ήταν εκεί, σκεπασμένο μέσα στις ζεστές κουβέρτες. Η ψυχή του είχε φύγει λίγο πριν τα μεσάνυχτα, να πάει να ανταμώσει με εκείνη της καλής του…
“Ήρθα κυρά μου! Ήρθα για να μην είσαι άλλο μοναχή σου, ήρθα να κάνουμε μαζί Χριστούγεννα”. Είπε ο Κυρ Γιάννης και την αγκάλιασε, φιλώντας την τρυφερά στο μέτωπό της…