Παρότι πολυάριθμοι και παρά τη μικρή τους απόσταση από την Αρχαία Ολυμπία –τον δεύτερο σε επισκεψιμότητα αρχαιολογικό χώρο της χώρας μας, μετά την Ακρόπολη– οι καταρράκτες της Νεμούτας παραμένουν άγνωστοι στους επισκέπτες της περιοχής. Αρκετοί, μάλιστα, τους συγκαταλέγουν στα πιο καλά κρυμμένα μυστικά της Πελοποννήσου, καθώς δεν έχουν αξιοποιηθεί τουριστικά, ούτε και υπάρχουν πινακίδες που να οδηγούν προς αυτούς.
Οι καταρράκτες παίρνουν το όνομά τους από το χωριό Νεμούτα, το οποίο βρίσκεται στην ορεινή Ηλεία, σε υψόμετρο 562 μέτρων. Για την ιδιαίτερη αυτή ονομασία πολλοί έχουν αναρωτηθεί, αλλά δεν είναι σαφές εάν προέρχεται από παλιό σλάβικο τοπωνύμιο, από αρχαία ελληνική λέξη σχετική με βοσκοτόπια ή από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας στην Πελοπόννησο.
Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι στη δασική περιοχή που σήμερα λέμε φαράγγι του Ερυμάνθου ζούσαν Κένταυροι, ενώ στα νεότερα χρόνια οι τοπικοί θρύλοι την ήθελαν να είναι κατοικία νεράιδων. Οι καταρράκτες αποτελούν τμήμα του συστήματος που σχηματίζει ο Ερύμανθος καθώς ρέει από το ομώνυμο βουνό προς τον Αλφειό (με τον οποίον τελικά ενώνεται). Στην πλειονότητά τους καταλήγουν στη ρεματιά του Άμπουλα και στο φαράγγι του Χαρατσαρίου.
Το καλοκαίρι του 2021 η Νεμούτα απειλήθηκε από μια εκτεταμένη πυρκαγιά, η οποία την έβαλε για λίγο στον ειδησεογραφικό χάρτη. Ευτυχώς, παρά την καταστροφή που σημειώθηκε στην πανέμορφη δασική περιοχή, οι φλόγες δεν έφτασαν ως την επικράτεια των καταρρακτών.
Οι περισσότεροι από αυτούς τους καταρράκτες παραμένουν δύσκολα προσβάσιμοι, χωμένοι ανάμεσα σε άγρια βλάστηση και σε αρκετές απόκρημνες πλαγιές, οι οποίες τους επιτρέπουν να γκρεμίζονται εντυπωσιακά από ύψος 10 ή και 20 μέτρων. Τρεις ωστόσο ανάμεσά τους (η λεγόμενη «Πύλη του Παραδείσου», η Σουφάλα και ο Άη-Γιάννης) προσεγγίζονται εύκολα. Δεν υπάρχει άλλωστε κανένας κίνδυνος να χαθείτε, χάρη στον Νίκο Σιάκκουλη και στον Παναγιώτη Παπαηλιού: δυο κατοίκους της Νεμούτας, που ασχολήθηκαν επιμελώς με τις πεζοπορικές διαδρομές προς το μοναδικό αυτό υδάτινο θέαμα, προσπαθώντας συνάμα να το κάνουν ευρύτερα γνωστό.
Πώς θα πάτε
Η Νεμούτα βρίσκεται κοντά στα σύνορα Ηλείας, Αρκαδίας και Αχαΐας, απέχοντας 42 χιλιόμετρα από τον Πύργο. Αν ταξιδέψετε από την Αθήνα, καλύτερο είναι να πάρετε την επαρχιακή οδό Κορίνθου-Τριπόλεως και να βγείτε από την έξοδο της Αρχαίας Ολυμπίας. Από εκείνο το σημείο θα χρειαστείτε 2 ακόμα ώρες για να φτάσετε στο χωριό.
Όσον αφορά τους ίδιους τους καταρράκτες, τώρα, εάν είστε έμπειροι πεζοπόροι συστήνεται να κάνετε τη διαδρομή 12 χιλιομέτρων από το μονοπάτι Μ3, η οποία ξεκινά από το γειτονικό χωριό Φολόη. Χάρη σε αυτήν θα φτάσετε και στους πιο δύσβατους υδάτινους όγκους, αντικρίζοντας ένα καταπληκτικό θέαμα, που σε πολλούς θυμίζει εξωτικό προορισμό. Στον δρόμο μην απορήσετε αν συναντήσετε πατημασιές αγριογούρουνων.
Οι μη έμπειροι πεζοπόροι, πάλι, συστήνεται να ξεκινήσουν από την κεντρική πλατεία της Νεμούτας προς τα ανατολικά, ακολουθώντας τον χωματόδρομο που οδηγεί στο γειτονικό χωριό Ελαία. Αν δεν θέλετε να πεζοπορήσετε, μπορείτε να κάνετε τη διαδρομή και με το αυτοκίνητο, σταματώντας στο γεφύρι του Ερυμάνθου. Κάτι που σημαίνει ότι μπορείτε να πάρετε και παιδιά μαζί σας, εάν έχετε επισκεφθεί την περιοχή οικογενειακά.
Φτάνοντας λοιπόν στη μεταλλική γέφυρα Σείντ Αγά θα δείτε ένα μονοπάτι λίγο πριν, σε ένα χαρακτηριστικό ξύλινο γεφυράκι με ξύλινα τραπεζάκια. Μετά από 10 λεπτά περπάτημα ανάμεσα στα πλατάνια θα φτάσετε στην «Πύλη του Παραδείσου» –έναν από τους πιο εντυπωσιακούς καταρράκτες της περιοχής, ο οποίος πέφτει από ύψος 20 μέτρων. Αν θελήσετε έπειτα να συνεχίσετε και προς τη Σουφάλα και τον Άη-Γιάννη θα πρέπει να επιστρέψετε στον κεντρικό δρόμο και να προσπεράσετε τη γέφυρα, φτάνοντας στην Ελαία.
Προς τα βόρεια του οικισμού, βαδίζοντας σε ένα μονοπάτι περιστοιχισμένο από μια ντόπια ποικιλία ελιάς που λέγεται Ολύμπια, νεμουτάνα ή χωραΐτικη (και παράγει εξαιρετικής ποιότητας αγριέλαιο) θα φτάσετε στη Σουφάλα. Λίγο παραπέρα θα βρείτε στη συνέχεια και τους δύο μικρούς καταρράκτες του Άη-Γιάννη, τους μόνους που χύνονται απευθείας στον Ερύμανθο. Το καλοκαίρι μπορείτε να κάνετε και μπάνιο στα κρύα, βουνίσια νερά –τόσο των καταρρακτών, όσο και του ποταμού.