Αν μία λέξη μπορεί να χαρακτηρίσει τη χρονική περίοδο που ακολουθεί, αυτή είναι πλήρης αβεβαιότητα. Οποιοσδήποτε οικονομικός προγραμματισμός των νοικοκυριών μπορεί να πέσει έξω καθώς οι «σταθερές» είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Για παράδειγμα:
1. Εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες που εκταμίευσαν στεγαστικά δάνεια πριν από 15-20 χρόνια –δηλαδή την περίοδο της μεγάλης πιστωτικής επέκτασης από το 2001 έως το 2007-2008– έχουν βρεθεί σήμερα με ένα σημαντικό υπόλοιπο πως αποπληρωμή (ιδίως αν προχώρησαν σε επιμηκύνσεις για να συγκρατήσουν τη δόση μέσα στη μεγάλη ύφεση) αλλά πολύ χαμηλά επιτόκια. Το αρνητικό Euribor και το μηδενικό επιτόκιο της ΕΚΤ βοήθησαν ώστε το τελικό κόστος να διατηρηθεί στην περιοχή του 1%-2%. Αυτά τα νοικοκυριά καλούνται σήμερα να επιλέξουν ανάμεσα στο σταθερό επιτόκιο, που όμως κοστίζει τουλάχιστον 3% για να «κλειδώσει» η δόση για μία δεκαετία (που σημαίνει ετήσια επιβάρυνση έως και 2.000 ευρώ για ένα νοικοκυριό που έχει υπόλοιπο 100.000 ευρώ) ή στο να παραμείνουν στο κυμαινόμενο επιτόκιο. Στη δεύτερη περίπτωση, κάθε φορά που θα ανεβάζει η ΕΚΤ το επιτόκιο κατά ένα τέταρτο της μονάδας, θα επιβαρύνεται και ο οικογενειακός προϋπολογισμός κατά μερικές δεκάδες ευρώ ανάλογα με το υπόλοιπο του χρέους και τη διάρκεια μέχρι την ολική εξόφληση.
2. Στο μέτωπο της θέρμανσης, υπάρχει η πλήρης αβεβαιότητα. Ουδείς γνωρίζει σε ποια τιμή θα γίνει το φθινόπωρο η προμήθεια του πετρελαίου θέρμανσης, ποια θα είναι η λιανική του φυσικού αερίου, αλλά και πώς θα εξελιχθεί η τιμή της κιλοβατώρας ηλεκτρικού ρεύματος. Ακόμη και ο νέος μηχανισμός που θα ενεργοποιήσει η κυβέρνηση από τον Ιούλιο δεν διασφαλίζει επίπεδα τιμών προ κρίσης, ενώ οι διακυμάνσεις στις διεθνείς τιμές θα εξακολουθήσουν σε μεγάλο βαθμό να επηρεάζουν τη λειτουργία του μηχανισμού (και κατά βάση το δημοσιονομικό κόστος για τη συνέχιση εφαρμογής του μηχανισμού). Για παράδειγμα, ο λογαριασμός που έχει γίνει μέχρι τώρα «βγαίνει» μόνο αν η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας συγκρατηθεί κάτω από τα 240 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
3. Το κόστος μετακίνησης ανεβαίνει πλέον εξαιτίας δύο παραγόντων. Πρώτον, της αύξησης της διεθνούς τιμής του πετρελαίου και, δεύτερον, της υποχώρησης της ισοτιμίας του ευρώ, με το δολάριο στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας 20ετίας. Η μέση τιμή των 2,2 ευρώ ανά λίτρο που διαμορφώθηκε την Παρασκευή για την αμόλυβδη, είναι η υψηλότερη όλων των εποχών ενώ τίποτα δεν αποκλείει την αύξηση σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα. Ηδη υπάρχουν προβλέψεις για περαιτέρω διολίσθηση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου ακόμη και κάτω από το 1,04 που βρίσκεται σήμερα, ενώ η διεθνής τιμή του πετρελαίου επιμένει στα επίπεδα άνω των 110 δολαρίων.
4. Πλήρης αβεβαιότητα και όσον αφορά την εξέλιξη των τιμών των τροφίμων, οι οποίες επηρεάζονται από όλους τους παράγοντες που προαναφέρθηκαν (μεταφορικό κόστος, ηλεκτρική ενέργεια κ.λπ.) συν βεβαίως τις γραμμές εφοδιασμού με πρώτες ύλες αλλά και τις τιμές αυτών. Τα τρόφιμα έχουν το εξής χαρακτηριστικό: καθυστερούν να αυξηθούν οι τιμές τους όταν ξεσπάει η πληθωριστική κρίση, αλλά αργεί και η αντίστροφη πορεία όταν ομαλοποιούνται οι συνθήκες. Ετσι, δύσκολα θα υπάρξει αντιστροφή των διψήφιων πλέον αυξήσεων στα τρόφιμα πριν από το τέλος του χρόνου, ακόμη και αν αρχίσει να αποκλιμακώνεται ο πληθωρισμός.
Ο νέος λογαριασμός μετά τις ανατιμήσεις
Ενα λίτρο βενζίνης κοστίζει σήμερα 2,2 ευρώ και πέρυσι τέτοιο καιρό στοίχιζε 1,6 ευρώ. Aρα τα 100 λίτρα τον μήνα επιβαρύνουν τον φετινό μηνιαίο προϋπολογισμό κατά 60 ευρώ σε σχέση με πέρυσι. Κατά 60 λεπτά ακριβότερο σε σχέση με πέρυσι είναι και το πετρέλαιο κίνησης, παρά την επιδότηση των 15 λεπτών που θα δίνεται τουλάχιστον μέχρι το τέλος Ιουνίου.
Το ρεύμα κοστίζει αυτή τη στιγμή έως και 88% περισσότερο σε σχέση με πέρυσι, καθώς μία κιλοβατώρα φτάνει να κοστίζει στον καταναλωτή από 0,21 έως 0,3 ευρώ (ανάλογα με τον όγκο της κατανάλωσης και το αν η κατοικία είναι κύρια ή εξοχική), τη στιγμή που πέρυσι δεν είχε κόστος μεγαλύτερο από 0,16 ευρώ. Αρα, προς το παρόν, η μέση μηνιαία επιβάρυνση για ένα νοικοκυριό που καταναλώνει 300 κιλοβατώρες μπορεί να ξεπερνά και τα 15 ευρώ ανά μήνα. Μένει να φανεί ποια θα είναι η τελική λιανική τιμή από τον Ιούλιο και μετά, όταν θα ενεργοποιηθεί ο νέος μηχανισμός. Ωστόσο, όλα συγκλίνουν στο ότι πολύ δύσκολα θα πέσει κάτω από 0,25 ευρώ, με εξαίρεση τα ευάλωτα νοικοκυριά, που θα εξακολουθήσουν να απολαμβάνουν μεγαλύτερη επιδότηση.
Ο λογαριασμός των τροφίμων είναι πλέον 11% υψηλότερος σε σχέση με πέρυσι (κατά μέσον όρο, καθώς διαφέρει ανάλογα με το καταναλωτικό προφίλ του κάθε νοικοκυριού), κάτι που σημαίνει ότι αν ένα μέσο νοικοκυριό καταναλώνει περί τα 300 ευρώ μόνο για τρόφιμα (με βάση την έρευνα οικογενειακού προϋπολογισμού), τότε η μηνιαία επιβάρυνση είναι ήδη μεγαλύτερη των 30 ευρώ τον μήνα. Σε όλες αυτές τις επιβαρύνσεις έρχεται τώρα να προστεθεί και η αγωνία για τη μηνιαία δόση του στεγαστικού δανείου. Δάνειο με υπόλοιπο 100.000 ευρώ και 15 χρόνια υπόλοιπη περίοδο αποπληρωμής, βγάζει δόση 626 ευρώ ανά μήνα αν το επιτόκιο είναι 1,5%. Η αύξηση του επιτοκίου στο 2% θα ανεβάσει τη δόση στα 649 ευρώ, ενώ η αύξηση κατά μία ποσοστιαία μονάδα, στα 672 ευρώ.
Αρα, το συγκεκριμένο νοικοκυριό κινδυνεύει να υποστεί ακόμη μία επιβάρυνση 50 ευρώ ανά μήνα μέσα στο επόμενο 12μηνο. Ο όλος λογαριασμός; Ρεύμα, δόση δανείου, καύσιμα αυτοκινήτου, τρόφιμα, είναι πιθανό να προκαλούν επιβάρυνση άνω των 150 ευρώ τον μήνα και χωρίς να συνυπολογίζεται το κόστος της θέρμανσης.