Οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές και τη νομοθεσία, το υπουργείο Οικονομικών οφείλει να εκδίδει την προβλεπόμενη υπουργική απόφαση προκειμένου να επιτρέπεται η εξόφληση φόρου κληρονομιάς με τη μεταβίβαση ακινήτου στο Δημόσιο και παράλληλα με την ίδια απόφαση να καθορίζονται οι αναγκαίες διαδικασίες για τη μεταβίβαση.
Συγκεκριμένα, Αθηναίος κληρονόμησε ακίνητα και κλήθηκε να καταβάλει φόρο κληρονομιάς 1.933.348 ευρώ. Ομως, λόγω οικονομικής αδυναμίας πρότεινε εγγράφως στη ΔΟΥ Καλλιθέας να εξοφλήσει τον φόρο με τη μεταβίβαση προς το Δημόσιο ακινήτου της κληρονομιαίας περιουσίας το οποίο ήταν στην περιοχή της Καλλιθέας. Στην αίτησή του για την εξόφληση του φόρου κληρονομιάς σε είδος, όπως λέγεται, επικαλέστηκε την ισχύουσα νομοθεσία (νόμος 2961/2001, όπως ισχύει με μεταγενέστερες τροποποιήσεις).
Πράγματι, η ΔΟΥ πραγματοποίησε έρευνα από την οποία διαπιστώθηκε η οικονομική του αδυναμία για την πληρωμή του φόρου κληρονομιάς. Παράλληλα, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους σε έγγραφό του προς τη ΔΟΥ βεβαίωσε «την απουσία βαρών και τη μη προβολή δικαιωμάτων του Δημοσίου επ’ αυτού» επί του ακινήτου που κληρονόμησε.
Παρ’ όλα αυτά, ουδέποτε έλαβε απάντηση από τη ΔΟΥ, ενώ αντίθετα το Δημόσιο «αφενός επιβαρύνει τη φορολογική του οφειλή με προσαυξήσεις, αφετέρου κίνησε τη διαδικασία άσκησης σε βάρος του ποινικής δίωξης για το αδίκημα της μη καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών προς αυτό», όπως υποστηρίζει ο κληρονόμος.
Τι λέει ο νόμος
Η νομοθεσία που ισχύει σήμερα, μεταξύ των άλλων, προβλέπει:
«Δι’ αποφάσεως του υπουργού Οικονομικών δύναται να επιτραπή η εξόφλησις φόρου κληρονομίας υπό οφειλετών ευρισκομένων εις αδυναμίαν καταβολής του φόρου διά μετρητών αιτήσει αυτών διά μεταβιβάσεως εις το Δημόσιο κληρονομιαίου ακινήτου. Ως αξία του προσφερομένου ακινήτου λαμβάνεται υποχρεωτικώς η τελεσιδίκως ορισθείσα αξία αυτού επί τη βάσει της οποίας επεβλήθη ο φόρος ούτος».
Αρχικά υπήρχε η προϋπόθεση ότι το ακίνητο το οποίο θα μεταβιβάζεται στο Δημόσιο προς εξόφληση του φόρου κληρονομίας έπρεπε να είναι εντός σχεδίου πόλεως και να «μη βαρύνεται με οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα, αγωγή ή άλλο βάρος». Ομως, μεταγενέστερα δόθηκε η δυνατότητα να μεταβιβάζονται και ακίνητα εκτός σχεδίου, με την προϋπόθεση και πάλι ότι δεν θα έχουν βάρη.
Πάντως, ξεκαθαρίζει η νομοθεσία, ότι «σε καμία περίπτωση δεν αποδίδεται στον οφειλέτη η τυχόν διαφορά μεταξύ της αξίας του ακινήτου που προσφέρεται και του φόρου κληρονομιάς που οφείλεται».
Σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας, από την ισχύουσα νομοθεσία «προκύπτει υποχρέωση του κανονιστικού νομοθέτη (σ.σ.: υπουργού Οικονομικών) να εκδώσει την προβλεπομένη απόφαση, η οποία παρίσταται αναγκαία για την ενεργοποίηση της παρεχομένης από τον νόμο δυνατότητας καταβολής φόρου κληρονομίας διά μεταβιβάσεως ακινήτου».
Το δημόσιο συμφέρον
Αντίθετη εκδοχή, δηλαδή να μην εκδοθεί προβλεπόμενη υπουργική απόφαση, είναι αντίθετη στον «σκοπό του δημοσίου συμφέροντος», σύμφωνα με το ΣτΕ.
Υπογραμμίζει πάνω στο θέμα αυτό το ΣτΕ (πρόεδρος ο αντιπρόεδρος Μιχάλης Πικραμένος και εισηγητής ο πάρεδρος Νικόλαος Νικολάκης) ότι «θα ερχόταν σε αντίθεση με τη βούληση του νομοθέτη, όπως αυτή εκφράστηκε στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, από την οποία (έκθεση) προκύπτει ότι ο νομοθέτης δεν θέλησε, με τη νεότερη ρύθμιση, να καταργήσει εν τοις πράγμασι την ισχύουσα δυνατότητα καταβολής φόρου κληρονομίας με μεταβίβαση ακινήτου, και περαιτέρω θα ματαίωνε τον σκοπό δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκεται με την επίμαχη ρύθμιση, δηλαδή την είσπραξη του φόρου κληρονομίας από οφειλέτες, οι οποίοι αποδεδειγμένα αδυνατούν να τον καταβάλουν με χρήματα, ώστε να αποφευχθεί η επιδίωξη της εισπράξεως του προσαυξημένου μάλιστα με πρόσθετο φόρο ή άλλη κύρωση λόγω της μη εμπρόθεσμης καταβολής του – με τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως».
Τελικά, οι σύμβουλοι Επικρατείας έκαναν δεκτή την αίτηση του κληρονόμου και ακύρωσαν την παράλειψη του υπουργείου Οικονομικών να προβεί στην επιβαλλόμενη «έκδοση απόφασης καθορίζουσας τη διαδικασία και κάθε λεπτομέρεια σχετικά με την εξόφληση του φόρου κληρονομίας από οφειλέτη που βρίσκεται σε αδυναμία να τον καταβάλει με μετρητά».
Δεν παραλείπει το ΣτΕ να υπογραμμίσει ότι η αρχή του κράτους δικαίου και το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος επιβάλλουν «την υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης προς τις ακυρωτικές αποφάσεις (σ.σ.: των δικαστηρίων), δεν ανέχονται η συνεχιζόμενη αδράνεια της διοίκησης να ασκήσει την κανονιστική της αρμοδιότητα, να αποβαίνει σε βάρος των φορολογουμένων, προς το συμφέρον των οποίων ο νομοθέτης απέβλεψε με την αναγνώριση, και μάλιστα διαχρονικώς, της δυνατότητας καταβολής φόρου κληρονομίας με μεταβίβαση ακινήτου».