Γράφει η Κατερίνα Αναγνωστοπούλου – Σωτηροπούλου
Στα παλιά τα χρόνια, που οι κοινωνίες ήταν πολύ κλειστές, οι περισσότεροι γάμοι γίνονταν μεταξύ συγχωριανών, σύμφωνα με την παροιμία «παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο».
Οι γάμοι γίνονταν με προξενιό. Μάλιστα δεν ήταν λίγες οι φορές που ο γαμπρός έβλεπε τη νύφη για πρώτη φορά στην εκκλησία.
Φυσικά και εκείνη την εποχή υπήρχαν ειδύλλια, που πλέκονταν στην Κυριακάτικη βόλτα των νέων ή σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Το πλεονέκτημα όμως αυτό δεν το είχαν όλοι οι νέοι του χωριού.
Το προξενιό ή συμπεθεριό γινόταν από καλοπροαίρετους συγγενείς ή φίλους που ήθελαν να κάνουν καλό ή από κάποιο προξενητή, µε το αζημίωτο βέβαια. Γινόταν με μυστικότητα για να μη το “μυριστούν” εχθροί του ενός ή του άλλου των υποψηφίων, που μπορεί να έβαζαν “φυτίλια” για να χαλάσει το προξενιό. Γι’ αυτό και τα άτομα που τ’ αναλάμβαναν έπρεπε να είναι σοβαρά και αξιοπρεπή.
Στα προξενιά μέσα στο χωριό δεν χρειάζονταν πολλά λόγια, γιατί όλοι γνώριζαν τα οικονομικά, τα οικογενειακά, τα προσόντα, ακόμα και τα κουσούρια των υποψηφίων συζύγων! Έτσι το «ναι» ή το «όχι» ήταν εκ των προτέρων γνωστό.
Αν το προξενιό γίνονταν από άλλο χωριό, τότε την πρόταση συνόδευαν και τα προσόντα της νύφης: αν είναι από καλό σόι, όμορφη, σεβαστική, νοικοκυρά, δουλευταρού, χρυσοχέρα, αν είχε προίκα, ρουχισμό, χωράφια κλπ.
Οι γονείς από τα 16 χρόνια του κοριτσιού φρόντιζαν για γαμπρό και τα αγόρια τα πάντρευαν πολλές φορές πριν πάνε στρατιώτες. Η διαδικασία γινόταν ως εξής: Ο πατέρας σκεφτόταν έναν καλό γαμπρό. Έπιανε κάποιο γνωστό του γαμπρού και τον έστελνε να μιλήσει. Ο προξενητής έπιανε τον πατέρα του παιδιού, λέγοντάς του ότι εκεί που καθόταν σκέφτηκε μια καλή νύφη για το γιο του, όμορφη, νοικοκυρά, με προίκα και από σόι (έδιναν μεγάλη σημασία στο σόι)!
Ο πατέρας του υποψήφιου θα απαντούσε «Θα το σκεφθώ». Μετά θα πήγαινε να ρωτήσει άλλους φίλους του και συγγενείς που να γνωρίζουν το κορίτσι. Αν οι πληροφορίες ήταν καλές, ερχόταν σε συνάντηση με το μελλοντικό συμπέθερο. Εκεί συζητούσαν για την προίκα και αφού συμφωνούσαν, έδιναν οι γέροι τα χέρια με την ευχή: «καλορίζικα, να μας ζήσουν σαν τα ψηλά βουνά κλπ». Οι νέοι ίσως να μη γνώριζαν ο ένας τη φάτσα του άλλου!
Σε κάθε περίπτωση ο γάμος περνούσε από το συμπεθεροκόπο, ακόμη και αν ο νέος είχε διαλέξει την καλή του. Δεν μπορούσε να πάει ο ίδιος να τη ζητήσει απ’ τους γονείς της. Ο προξενητής μετέφερε την πρόταση γάμου από τον άντρα στη γυναίκα και ποτέ αντίθετα! Αφού ενημερωνόταν στο τί να πει και τί να ζητήσει για προίκα, έφτανε στο σπιτικό της κόρης. Οι γονείς ακούοντας το λόγο της επίσκεψης έλεγαν « ευχαριστούμε για την τιμή».
Το παζάρεµα της προίκας χρειαζόταν καπατσοσύνη από τον προξενητή για να την «διαπραγματευτεί» με επιτυχία. Ο πατέρας του γαμπρού προσπαθούσε να πάρει όσα πιο πολλά μπορούσε, για να αυξήσει το βιός του ή για να δώσει και αυτός προίκα, αν είχε κόρη. Ο πατέρας της νύφης προσπαθούσε να δώσει όσα λιγότερα μπορούσε, όταν μάλιστα είχε και άλλες κοπέλες για παντρειά. Ο προξενητής προσπαθούσε να πετύχει το προξενιό, για να µην χάσει τα προξενικά του. Όταν τα κατάφερνε, επέστρεφε στο γαμπρό για να μεταφέρει ότι ¨έγινε δεκτό¨.
Υπήρχαν περιπτώσεις που ο γαμπρός βρίσκονταν στο εξωτερικό (κυρίως στην Αμερική) και την υποψήφια νύφη την ενέκριναν οι αντιπρόσωποι. Το υποψήφιο ζευγάρι θα γνωρίζονταν από φωτογραφίες. Το κορίτσι θα ταξίδευε στο εξωτερικό και θα παντρεύονταν με έναν άνθρωπο που θα συναντούσε εκεί για πρώτη φορά!.
(Συνεχίζεται)