Γράφει η Κατερίνα Αναγνωστοπούλου – Σωτηροπούλου
Έχει και προίκα!
Ήταν ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματα, ώστε ένας γαμπρός να προχωρήσει στην επιλογή της μελλοντικής συζύγου του! Ο θεσμός της προίκας υπήρχε από τα αρχαία χρόνια και αποτελούσε τη συνεισφορά της γυναίκας στο νέο σπιτικό της.
Τα προικιά ήταν ανέκαθεν ο “βραχνάς” κάθε οικογένειας που είχε θηλυκό. Για να παντρευτεί ένα κορίτσι έπρεπε να ετοιμάσει τα προικιά του. Η συγκέντρωσή τους ήταν δύσκολη και δαπανηρή, γιατί απαιτούσε πέρα από τα χρήματα για την αγορά τους και πολλή προσωπική εργασία. Η προίκα ήταν δυσβάσταχτο φορτίο για τις φτωχές οικογένειες, γι’ αυτό και η γέννηση του κοριτσιού δεν αντιμετωπιζόταν με χαρά.
Πολλοί γάμοι γίνονταν από οικονομικό συμφέρον! Γαμπροί δελεάζονταν από το ύψος της προίκας και παρέβλεπαν ότι η νύφη ήταν άσχημη και μεγαλωμένη, ενώ κάποιες κοπέλες φτωχές έμεναν στο ράφι λόγω έλλειψης προίκας… Κάποιες φορές και οι άνδρες έμεναν ανύπαντροι γιατί έπρεπε να προικίσουν και να παντρέψουν πρώτα τις αδελφές τους!
Η οικογένεια προετοίμαζε την προίκα της θυγατέρας της, σχεδόν από την ημέρα της γέννησής της. Κουβέρτες, βελέντζες, απλάδες, κιλίμια, ετοιμάζονταν χρόνο με το χρόνο.
Πρώτα έπρεπε να πλύνουν τα μαλλιά, για να ακολουθήσει το βάψιμο, το ξάσιμο, το γνέσιμο. Η μάνα δούλευε πυρετωδώς υφαίνοντας στον αργαλειό με τη βοήθεια της κόρης!
Κάθε «χοντρόρουχο» με το που τελείωνε η ύφανσή του στον αργαλειό, έπαιρνε τη θέση του στο «γιούκο», που σε όλα σχεδόν τα σπίτια κατείχε περίοπτη θέση. Με περισσή τέχνη η χρυσοχέρα νοικοκυρά το «έχτιζε» μαζί με τ’ άλλα, έτσι που να μην περισσεύουν γωνίες, να μην κάνει «κοιλιά», να μην «γέρνει», και όλο το «στήσιμο» να είναι πολύ προσεγμένο.
Εκτός από τα υφαντά (σαΐσματα, μπατανίες, απλάδες, κουρελούδες, κουβέρτες, φλοκάτες κλπ), στο γιούκο οι νοικοκυρές έβαζαν μαζί και τα λίγα «αγοραστά» σκεπάσματα, π.χ. παπλώματα και μάλλινες κουβέρτες.
Ένα μεγάλο λευκό και καθαρό σεντόνι, καρφιτσωμένο με παραμάνες, σκέπαζε και τύλιγε το γιούκο πολύ προσεγμένα, τον προφύλασσε από τη σκόνη και κάλυπτε κάθε ατέλεια. Τις γιορτινές μέρες, που στο σπίτι μπαινόβγαινε κόσμος, το σεντόνι έβγαινε, και αποκαλυπτόταν έτσι μια πανδαισία χρωμάτων στα υφαντά, στολισμένη με δαντέλλες, που έδινε στο γιούκο μια ανείπωτη χάρη!
Σ’ αυτόν πρωτοέπεφταν οι ερευνητικές και όχι πάντα διακριτικές ματιές των προξενητάδων που έμπαιναν στο σπίτι για «την ώρα την καλή» των κοριτσιών! Καλός και μεγάλος γιούκος ήταν οπωσδήποτε κι ένα παραπάνω κίνητρο για τον υποψήφιο γαμπρό!
Σ’ αυτόν πρωτοέπεφταν οι ερευνητικές και όχι πάντα διακριτικές ματιές των προξενητάδων που έμπαιναν στο σπίτι για «την ώρα την καλή» των κοριτσιών! Καλός και μεγάλος γιούκος ήταν οπωσδήποτε κι ένα παραπάνω κίνητρο για τον υποψήφιο γαμπρό!
Εκτός από τα υφαντά, έπλεκαν και κεντούσαν στο χέρι άλλα είδη προικός! Ακόμη και τα εσώρουχα ήταν χειροποίητα, κεντημένα και με δαντέλα γύρω γύρω! Αγόραζαν μόνο σεντόνια, πετσέτες, και ό,τι δεν μπορούσαν να φτιάξουν.
Ανάλογα με την οικονομική κατάσταση της κάθε οικογένειας, η προίκα συμπεριελάμβανε σπίτια, χωράφια, λιβάδια, γιδοπρόβατα κ.λ.π
(Συνεχίζεται)