Γράφει η Κατερίνα Αναγνωστοπούλου – Σωτηροπούλου
Ο παραδοσιακός γάμος
Κεφάλαιο 15ο :Το ντύσιμο του γαμπρού
Στο σπίτι του γαμπρού, ενώ παίζουν τα όργανα, οι φίλοι του με τον πατέρα του τον ντύνουν, του φορούν ένα εσώρουχο ανάποδα για να μην τον πιάνει το μάτι καί ετοιμάζονται για το ξύρισμα.
Το ξύρισμα γινόταν από τους φίλους του ως εξής: πάνω στο τραπέζι τοποθετούσαν ένα δοχείο με ζεστό νερό μαζί με μια λευκή αρωματισμένη πετσέτα και , ενώ άρχιζε το ξύρισμα, τραγουδούσαν:
Τώρα γαμπρός ξυρίζεται
κι η νύφη μας στολίζεται.
κι η νύφη μας στολίζεται.
Σταύρωναν το γαμπρό με ένα κέρμα – για να είναι καλότυχος και σιδερένιος-πρώτα οι γονείς, τα αδέλφια οι μπαρμπάδες, οι θειάδες, ευχόμενοι ¨καλά στέφανα”. Μετά ντύνονταν ο γαμπρός και έβγαινε στην αυλή, ενώ τα όργανα έπαιζαν χαρμόσυνα και παλαιότερα έριχναν ντουφεκιές.
Τα ανύπαντρα κορίτσια έβαζαν στα κρυφά κουφέτα στην τσέπη του γαμπρού και το βράδυ τα έβαζαν στο μαξιλάρι για να ονειρευτούν ποιόν θα παντρευτούν.
(Συνεχίζεται)
Στο δρόμο για την εκκλησία
Την Κυριακή μαζεύονταν όλοι οι καλεσμένοι με τα δώρα τους στα δύο σπίτια, έρχονταν οι οργανοπαίχτες και άρχιζε το γλέντι.
Το μυστήριο του γάμου γινόταν πάντα στην ενορία ή στο χωριό της νύφης. Αν λοιπόν ο γαμπρός ήταν κι αυτός από το ίδιο χωριό, τα πράγματα ήσαν πιο εύκολα. Αν όμως ήταν από άλλο χωριό τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα.
Στην πρώτη περίπτωση, ο χρόνος που μεσολαβούσε για την μετάβαση τόσο του γαμπρού όσο και της νύφης στην Εκκλησία ήταν σχετικά μικρός και η αναμονή του γαμπρού επίσης μικρή. Στη δεύτερη περίπτωση η αναμονή και αγωνία της νύφης ήταν μεγάλη. ¨Άραγε ξεκίνησαν; Θα αργήσουν;¨ Κι ακόμη: ¨Κι αν δεν έρθει; (ο γαμπρός)¨ Πράγμα που συνέβαινε καμιά φορά.
Εδώ, την αγωνία έδιωχνε ο Συγχαριάτης, ένας έφιππος στενός συγγενής της νύφης, που σε λογική απόσταση από το χωριό περίμενε να διακρίνει τη συντροφιά του γαμπρού να έρχεται. Μόλις βεβαιωνόταν, καλπάζοντας έφτανε στο σπίτι της νύφης και φώναζε ¨έρχονται!¨, δίνοντας έτσι την χαρούμενη είδηση.
Η νύφη χόρευε τον τελευταίο χορό ως ¨ελεύθερη¨ στο πατρικό της. Και όλοι οι άλλοι τη συντρόφευαν στο χορό, με τραγούδι και με κρασί.
Μόλις δινόταν το μήνυμα ότι ο γαμπρός έφτασε στην εκκλησία, ξεκινούσε η πομπή της νύφης. Σε όλο το δρόμο μέχρι την εκκλησία τα όργανα έπαιζαν τα τραγούδια του γάμου κι όλος ο κόσμος ακολουθούσε τραγουδώντας.
Πρώτοι μπροστά οι χορευτές που ¨χόρευαν τη νύφη¨. Πίσω σε μικρή απόσταση οι παράνυμφοι με τις λαμπάδες και την μπομπονιέρα του κουμπάρου, η νύφη βασταζόμενη από τον πατέρα της (δεξιά) και τον αδελφό της (αριστερά) κα μετά όλοι οι άλλοι συγγενείς και γνωστοί.
Ένα από τα τραγούδια που έλεγαν ήταν:
Σήμερα γάμος γίνεται
σ’ ωραίο περιβόλι.
σ’ ωραίο περιβόλι.
Σήμερα αποχωρίζεται
η μάνα από την κόρη.
η μάνα από την κόρη.
Γαμπρέ τη νύφη ν’ αγαπάς
να μην την εμαλώνεις
να μην την εμαλώνεις
Σαν το βασιλικό στη γη
να τηνε καμαρώνεις.
να τηνε καμαρώνεις.
Σε άλλα χωριά της Ηλείας η πομπή με το συμπεθεριό του γαμπρού πάνω σε άλογα πήγαινε στο σπίτι της νύφης. Σκέπαζαν τα σαμάρια με πολύχρωμα κιλίμια και πλεκτές κουβέρτες και στόλιζαν το κεφάλι του ζώου με τριαντάφυλλα. Το άλογο του γαμπρού ήταν άσπρο και στολισμένο. Ξεκινούσαν τραγουδώντας διάφορα τραγούδια εναλλάξ, μια φορά οι άντρες το στίχο και μια οι γυναίκες.
Μπροστά πήγαιναν οι οργανοπαίχτες : ο κλαριντζής και ο λαουτιέρης, που έπαιζαν γνωστό σκοπό του γάμου. Ακολουθούσαν τρία παιδιά με κάνιστρα (πανέρια) στο κεφάλι που είχαν τα δώρα. Ακολουθούσε ο γαμπρός με τους γονείς του και όλο το συμπεθεριό.
Φτάνοντας στο σπίτι της νύφης η υποδοχή ήταν θερμή και σύντομη. Στο κατώφλι του σπιτιού τους υποδεχόταν η νύφη, η μάνα της και ο πατέρας της, τ’ αδέλφια της και οι άλλοι.
Στο σπίτι της νύφης έμεναν λίγο, μέχρι να τους κεράσουν γλυκά, κυρίως κουραμπιέδες, μεζέδες και κρασί. Προτού να φύγουν οι συγγενείς του γαμπρού, έπρεπε να πουν ένα τραγούδι και να φέρουν μια γύρα χορό.
Αφού πια η νύφη ήταν έτοιμη, ξεκινούσε πρώτα ο γαμπρός με τους δικούς του για την εκκλησία. Πάντα μπροστά τα όργανα, πίσω ο γαμπρός και ξωπίσω όλοι οι άλλοι. Σ’ ολόκληρη τη διαδρομή ως την εκκλησιά, κρατούσαν αγκαζέ το γαμπρό, δύο παλικάρια, ο κουμπάρος κι ο παρακούμπαρος. Φτάνοντας εκεί, περίμενε στην πόρτα ώσπου να έρθει η νύφη.
Λίγο μετά ξεκινούσε για την εκκλησιά η συνοδεία της νύφης. Ίδια διάταξη κι εδώ. Μόνο που εδώ την κρατούσαν οι δύο στενότεροι δικοί της, ο πατέρας της κι ο αδελφός της. Περνώντας από κάποια βρύση έπρεπε η νύφη να ρίξει λεφτά.
(Συνεχίζεται)