Γράφει η Κατερίνα Αναγνωστοπούλου – Σωτηροπούλου
Ένα τραπέζι γάμου για να έχει επιτυχία ήθελε τεχνική, σχετική ¨μελέτη¨ και κάποιους ¨έμπειρους¨. Η επιτυχία του έγκειτο στο να διατηρηθεί ¨ακμαίο¨ μέχρι το πρωί, δηλαδή, να μη ¨σπάσει¨ ο κόσμος και να διατηρηθεί το κέφι και το τραγούδι. Για να γίνουν λοιπόν έτσι καλά όλα, απαιτούνταν κάποιοι να είναι ¨κρασάδες¨ και κάποιοι άλλοι ¨τραγουδιστάδες¨. Και επειδή ¨ταλαντούχοι¨ υπήρχαν σχεδόν σ’ όλα τα σόγια, το θέμα είχε λυθεί εκ των προτέρων.
Στο τραπέζι του γαμπρού, που γινόταν την Κυριακή το μεσημέρι ή το βράδυ, τα έθιμα ήταν σχεδόν τα ίδια με το τραπέζι της νύφης με λίγες διαφορές. Μια διαφορά ήταν ότι στην ¨πρώτη θέση¨ κάθονταν, τώρα, μαζί οι νιόπαντροι, οι κουμπάροι και οι γονείς. Μια άλλη ήταν ότι το ¨γενικό πρόσταγμα¨ για τραγούδι, προπόσεις (¨χαιρετητό¨) κλπ το είχε ο κουμπάρος! ¨Έλυνε και έδενε¨.
Ο παπάς ευλογούσε ¨την βρόσιν και την πόσιν¨, ύψωνε το ποτήρι του με το κρασί στην ευτυχία των νεονύμφων και το φαγοπότι άρχιζε. Αρνιά και κατσίκια σουβλιστά, πίτες και τυριά, μπακλαβάς και καρυδόπιτα και ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, υπήρχε στο τραπέζι.
Η ¨κουτάλα¨ του μάγειρα, προς το τέλος του τραπεζιού, γινόταν συμβολικά αντικείμενο ¨πλειστηριασμού¨. Σε ποιό σπίτι, μετά από αυτόν το γάμο, θα πήγαινε! Ποιό σπίτι θα τον καλούσε να μαγειρέψει, δηλαδή πού θα γίνονταν νέες χαρές, νέος γάμος! Γι αυτό, οι νέοι φώναζαν: Ας έρθει σε μένα! Όχι, ας έρθει σε μένα!
Μετά ξεκινούσε ο χορός. Πρώτα σηκωνόταν η νύφη κι ο γαμπρός μαζί με τον κουμπάρο να σύρουν το χορό με το τραγούδι:
«Ωραία που είναι η νύφη μας, ωραία τα προικιά της
Ωραία κι η παρέα της, που κάνει τη χαρά της.
Ένα τραγούδι θα σας πω, απάνω στο λεμόνι
Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός κι οι συμπεθέροι όλοι.
Ένα τραγούδι θα σας πω, απάνω στην κιθάρα
Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός, κουμπάρος και κουμπάρα. ..»
Ωραία κι η παρέα της, που κάνει τη χαρά της.
Ένα τραγούδι θα σας πω, απάνω στο λεμόνι
Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός κι οι συμπεθέροι όλοι.
Ένα τραγούδι θα σας πω, απάνω στην κιθάρα
Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός, κουμπάρος και κουμπάρα. ..»
Η νύφη χόρευε πρώτη με χάρη και καμάρι και την κράταγε ο γαμπρός. Μετά έμπαινε ο γαμπρός να σύρει το χορό. Τον κράταγε η νύφη και χόρευε το:
«Απόψε μαυρομάτα μου θα κοιμηθούμε αντάμα.
Ρίξε τα στρώματα βαριά, διπλά τα μαξιλάρια
Γιατί απόψε κούκλα μου μαζί θα παντρευτούμε».
«Απόψε μαυρομάτα μου θα κοιμηθούμε αντάμα.
Ρίξε τα στρώματα βαριά, διπλά τα μαξιλάρια
Γιατί απόψε κούκλα μου μαζί θα παντρευτούμε».
Στη συνέχεια έσερνε το χορό ο κουμπάρος με το τραγούδι:
«Σ’ όσους γάμους κι αν επήγα, τέτοια νιόγαμπρα δεν είδα.
Να ’χει η νύφη τέτοια χάρη κι ο γαμπρός τέτοιο καμάρι».
«Σ’ όσους γάμους κι αν επήγα, τέτοια νιόγαμπρα δεν είδα.
Να ’χει η νύφη τέτοια χάρη κι ο γαμπρός τέτοιο καμάρι».
Τα τραγούδια ήταν όλα ωραία και ταιριαστά. Τα έκαναν όμως πιο ωραία τα βιολιά και τα κλαρίνα, που με τα τσαλίμια τους και το τσάκισμα της φωνής των τραγουδιστών, ξεσήκωναν τον κόσμο δίνοντας ζωντάνια κι ομορφιά.
Και το φαγοπότι συνεχίζονταν και οι ευχές επαναλαμβάνονταν:
– Να ζήσουν! Να ναι καλορίζικοι! Και στα δικά σας οι ανύπαντροι!
– Να ζήσουν! Να ναι καλορίζικοι! Και στα δικά σας οι ανύπαντροι!
(Συνεχίζεται)