Γράφει η Κατερίνα Αναγνωστοπούλου – Σωτηροπούλου
Ο μήνας του μέλιτος ήταν εντελώς άγνωστος εκείνα τα χρόνια. Τα νυφικά ταξίδια ήταν αδύνατα να γίνουν για δύο λόγους: Πρώτον γιατί έπρεπε να δουν τα πεθερικά το σεντόνι της ¨θυσίας¨ της παρθενιάς και δεύτερον, γιατί, τα μεταφορικά μέσα ήταν ανύπαρκτα αλλά και γιατί ένα τέτοιο ταξίδι δεν θεωρείτο απαραίτητο…
Αργότερα καθιερώθηκε ένα ολιγοήμερο ταξίδι μόνο και μόνο για να ¨καλυφθεί¨ το θέμα ¨σεντόνι¨, αν η ¨θυσία είχε γίνει προ του γάμου. Στη δεκαετία του ’60 καθιερώθηκε για καθαρά ψυχαγωγικούς λόγους !
Πάντως, όπως και να είχε το πράγμα, η πρώτη Κυριακή μετά το γάμο, έβρισκε τους νεόνυμφους στο νέο τους σπίτι. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε κανένας σχεδόν συγγενής από τη μεριά της νύφης δεν την είχε επισκεφθεί. Η επιθυμία και η αγωνία της μάνας, για το πώς περνά η κόρη της, έφερνε όλο το σόι, εκείνη την Κυριακή κοντά στους νεόνυμφους.
Ήταν τα ¨επιστρόφια¨! Μια παρέα συγγενών ξεκινούσαν από το πατρικό της νεόνυμφης και με τραγούδια κατευθύνονταν προς απάντησή της.
Ο γαμπρός και οι συγγενείς του και προπαντός η νύφη το γνώριζαν και τους περίμεναν με αγωνία αλλά και με μεζέ και κρασί. Η συνάντηση ήταν συγκινητική. Αγκαλιές, φιλιά, δάκρυα χαράς. Η μάνα έβρισκε ευκαιρία να ρωτήσει την κόρη πώς περνάει.
Συμβολικό χαρακτήρα στην επίσκεψη αυτή είχε το ¨άρπαγμα¨ έστω κάποιου μικρού αντικειμένου από τους επισκέπτες συγγενείς και που σήμαινε: ¨Σας πήραμε πίσω κάτι. Δεν μας πήρατε ¨ολόκληρη¨ την κόρη μας¨. Όμως οι συγγενείς του γαμπρού ήταν σε συνεχή επιφυλακή και είχαν κρύψει ό,τι μικρό και ελαφρύ! Αν δε τύχαινε να δουν το ¨αρπαγμένο¨ αντικείμενο, αυτός που το είχε πάρει, έπρεπε ασυζητητί να το επιστρέψει.