Γράφει η Κατερίνα Αναγνωτοπούλου – Σωτηροπούλου
(συνέχεια από το προηγούμενο)
· Την Πέμπτη ανάπιαναν τα προζύμια, για να ζυμώσουν την επόμενη το ψωμί που ήταν και το τελευταίο πατρικό ψωμί για τη νύφη. Στα ¨προζύμια¨ γινόταν εκδήλωση κανονική: τραγούδι, κρασί και ένα μικρό τραπέζι, δείγμα ότι η διαδικασία του γάμου έμπαινε στην τελική ευθεία.
Το απόγευμα οι κοπέλες στρώνανε το κρεβάτι με τα κοφτά κεντημένα σεντόνια, τα ωραία κεντητά μαξιλάρια και την πλεχτή, άσπρη, βαμβακερή κουβέρτα που την είχε πλέξει η γιαγιά της νύφης. Το βράδυ οι γονείς του γαμπρού με τους πιο στενούς συγγενείς ασήμωναν τα προικιά ρίχνοντας χρήματα ή και λίρες, ενώ οι καλεσμένοι έριχναν ρύζι για να έχουν οι νεόνυμφοι καλό ριζικό. Στο τέλος έβαζαν πάνω στο κρεβάτι ένα αγόρι του οποίου ζούσαν και οι δύο γονείς, για να αποκτήσει το ζευγάρι απογόνους…
· Την Παρασκευή στο σπίτι της νύφης, τα νέα κορίτσια ζύμωναν τις παραδοσιακές γαμήλιες κουλούρες! Στη συνέχεια, αφού έδεναν σχοινιά στην αυλή, άπλωναν τα προικιά και καλούσαν όλο το χωριό. Εκεί η νύφη θα έδειχνε ό,τι καλύτερο είχε: εργόχειρα, κεντήματα, πλεκτά κ.λ.π. Απαραίτητος ο γιούκος με τα χοντρόρουχα. Από χρόνια η νύφη και η μάνα της κεντούσαν, έπλεκαν και ύφαιναν ή αγόραζαν ρούχα για την προίκα και το χωριό έπρεπε να τα δει και να τα εκτιμήσει. Ήταν κατά κάποιο τρόπο η καταξίωση των κόπων της μάνας και η απόδειξη ότι η νύφη ήταν μια άξια νοικοκυρά, χρυσοχέρα και με καλή προίκα!
Οι καλεσμένοι έριχναν ρύζι ευχόμενοι «καλορίζικα». Τα προικιά έμεναν απλωμένα μέχρι να βασιλέψει ο ήλιος. Στη συνέχεια τα κορίτσια τακτοποιούσαν με τάξη τα ασπρόρουχα και τα εργόχειρα σε μπαούλα, για να πάνε στο σπίτι που θα έμενε το νέο ζευγάρι.
(Συνεχίζεται)