Τα άτομα με αλλεργικά νοσήματα, όπως το άσθμα ή το έκζεμα, ενδεχομένως να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της οστεοαρθρίτιδας, σύμφωνα με νεότερη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Annals of the Rheumatic Diseases.
Τα καλά νέα, όμως, σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι ότι τα φάρμακα για την καταστολή των αλλεργικών αντιδράσεων θα μπορούσαν να συμβάλλουν στη μείωση αυτού του κινδύνου.
Παρότι υπάρχει φαρμακευτική αντιμετώπιση για τα αλλεργικά νοσήματα, δεν ισχύει το ίδιο και για την οστεοαρθρίτιδα, καθώς παρά τον επιπολασμό της νόσου, δεν υπάρχει ακόμη αποτελεσματική θεραπεία που εστιάζει στη ρίζα του προβλήματος.
Επιπλέον, όπως παρατηρήθηκε, όσα άτομα έπασχαν και από αλλεργικό άσθμα και έκζεμα, είχαν διπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν οστεοαρθρίτιδα σε σχέση με τα υγιή άτομα.
Αντίστοιχα, τα άτομα που έπασχαν μόνο από αλλεργικό άσθμα διέτρεχαν 83% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν οστεοαρθρίτιδα, σε σύγκριση με τα άτομα με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ).
Στη συνέχεια, οι ερευνητές συνέκριναν τον κίνδυνο οστεοαρθρίτιδας μεταξύ των ατόμων με και χωρίς αλλεργικό άσθμα ή έκζεμα από διαφορετικά αρχεία υγείας, για να επιβεβαιώσουν τα αποτελέσματα.
Οι συμμετέχοντες των δεδομένων υγείας της Stanford Research Repository (STARR) ήταν 114.427 ασθενείς, 43.728 με αλλεργικό άσθμα ή έκζεμα και 70.699 χωρίς ιστορικό ατοπικής νόσου. Στα δεδομένα συμπεριλαμβανόταν επίσης και πληροφορίες σχετικά με το βάρος (ΔΜΣ), έναν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την οστεοαρθρίτιδα.
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, οι πιθανότητες εμφάνισης οστεοαρθρίτιδας ήταν 42% υψηλότερες μεταξύ των ατόμων με αλλεργικό άσθμα ή έκζεμα και 19% υψηλότερες μεταξύ των ατόμων και με τις δύο νόσους.
Τέλος, οι ερευνητές αναγνωρίζουν τους διαφορετικούς περιορισμούς συνολικά στα ευρήματά τους, όπως η απουσία στοιχείων σχετικά με παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάσουν, όπως ο ΔΜΣ, ο προηγούμενος τραυματισμός των αρθρώσεων ή τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας.
Το γεγονός ότι οι παρατηρούμενες συσχετίσεις ήταν ασθενέστερες μεταξύ των συμμετεχόντων στη δεύτερη φάση της μελέτης (STARR), για τους οποίους υπήρχαν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τον ΔΜΣ, υποδηλώνει ότι μπορεί να εμπλέκονται και άλλοι παράγοντες, επισημαίνουν οι ερευνητές.