Το ψηλό δημόσιο χρέος, το σημαντικό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, το υψηλό έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και η υψηλή ανεργία αποτελούν τα βασικά προβληματικά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας που καταγράφει έκθεση της Κομισιόν, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου.
Η Κομισιόν προειδοποιεί ότι απαιτούνται περαιτέρω προσαρμογή και στενή παρακολούθηση, καθώς η Ελλάδα εξακολουθεί να καταλαμβάνει μία από τις χειρότερες ή τη χειρότερη θέση στην Ε.Ε. στους σχετικούς δείκτες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το υπόλοιπο των κόκκινων δανείων, που έφτασαν στο 5,9% στο τέλος του 2023 παραμένει υψηλότερο από τον κοινοτικό μέσο όρο της ΕΕ, όπου τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια δεν ξεπερνούν το 1,8% του συνόλου.
Αναφορικά με το χρέος επαναλαμβάνει ότι ο κίνδυνος είναι χαμηλός βραχυπρόθεσμα, υψηλός μεσοπρόθεσμα και χαμηλός μακροπρόθεσμα. Το έλλειμμα του ισοζυγίου παραμένει πολύ πάνω από τα προ κρίσης επίπεδά του, η καθαρή επενδυτική θέση είναι η χαμηλότερη στην Ε.Ε., ενώ η κατανάλωση ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι η υψηλότερη στην Ε.Ε. Ζήτημα θέτει η ΕΕ και για τις επιχειρηματικές επενδύσεις.
Οι χαμηλές αποταμιεύσεις
Ένας παράγοντας που κρατά τις επιχειρηματικές επενδύσεις σε χαμηλά επίπεδα, είναι και τα χαμηλά επίπεδα αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα. Όπως τονίζεται, οι καθαρές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών ήταν κατά μέσο όρο -2,7% του ΑΕΠ την περίοδο 2017-2022, πολύ κάτω από τους μέσους δείκτες που καταγράφηκαν στη ζώνη του ευρώ (3,6%) και στην ΕΕ (2,9%) την ίδια περίοδο.
Τονίζεται, ωστόσο, ότι τα στοιχεία αποταμιεύσεων νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ενδέχεται να μην είναι ακριβή, αφού λόγω του μεγάλου αριθμού μικρών επιχειρήσεων, κάποιοι αυτοαπασχολούμενοι μπορεί να αναφέρουν τις προσωπικές τους αποταμιεύσεις ως αποταμιεύσεις της επιχείρησης τους. Ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο η εικόνα των αποταμιεύσεων είναι ασαφής, είναι και το μεγάλο μέγεθος της παραοικονομίας της Ελλάδας
Για το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών η έκθεση σημειώνει πως αυτό αυξήθηκε σημαντικά την τριετία 2020-2022 και μειώθηκε κατά ένα τρίτο το 2023, κυρίως λόγω των ευνοϊκών εξελίξεων στις εισαγωγές και της εξαγωγές, παραμένει ωστόσο σημαντικά υψηλότερο από τα προ κρίσης επίπεδα. Σε ένα βαθμό, οφείλεται και αυτό στο χαμηλό επίπεδο αποταμίευσης.
Η καθαρή επενδυτική θέση της χώρας μας επίσης βελτιώθηκε το 2023, αν και παραμένει η χαμηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πραγματική κατανάλωση έριξε ρυθμούς την προηγούμενη χρονιά, αν και η αναλογία κατανάλωση προς ΑΕΠ επέστρεψε στα προ πανδημίας επίπεδα και παραμένει η υψηλότερη στην ΕΕ. Η αναμενόμενη σημαντική αύξηση των επενδύσεων πιθανότητα θα διατηρήσει την ζήτηση για εισαγωγές σε υψηλά επίπεδα κατά την περίοδο εφαρμογής του σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας,
Ταμείο Ανάκαμψης
«Η διατήρηση της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής και η έγκαιρη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας παραμένουν κρίσιμοι παράγοντες για τη διασφάλιση της δομικής αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας», σημειώνεται ακόμη στα συμπεράσματα της έκθεσης.
Η διατήρηση του μεταρρυθμιστικού momentum σε τομείς όπως η λειτουργία του δημοσίου, η εφαρμογή της δικαιοσύνης και τα κόκκινα δάνεια θεωρούνται κρίσιμοι για τη συνέχεια, ενώ εξίσου κρίσιμη είναι η διασφάλιση του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 2%.
«Επιπλέον, η μείωση του επενδυτικού κενού εξαρτάται από τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος και της πρόσβασης στη χρηματοδότηση, καθώς και στην ενίσχυση του χρηματοοικονομικού τομέα και των κεφαλαιαγορών», σημειώνεται ακόμη στην έκθεση.
Το πρόβλημα των επενδύσεων
Επίσης, στην έκθεση αναφέρεται πως η Ελλάδα πάσχει σοβαρά από χαμηλή παραγωγικότητα και διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της, κυρίως λόγω της μεγάλης υποχώρησης των επενδύσεων κατά τα χρόνια της πολυετούς οικονομικής κρίσης. Συγκεκριμένα, οι επενδύσεις των επιχειρήσεων από το 34% του ΑΕΠ το 2008 έφτασαν στο 13,4% του ΑΕΠ το 2019 και στο 15% του ΑΕΠ το 2022, παραμένοντας όμως περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τον κοινοτικό μέσο όρο.
Πάντως, σύμφωνα με την έκθεση, το ενδεχόμενο νέων επενδύσεων «φρενάρει» παραμένει το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης δανείστηκαν υπερβολικά για να επιβιώσουν, έχοντας σήμερα ένα από τους υψηλότερους δείκτες δανεισμού ως ποσοστό των κερδών τους.
Οι χαμηλές παραγωγικές επενδύσεις στην οικονομία, σύμφωνα με την έκθεση οφείλονται στη διάρθρωση της ελληνικής αγοράς, η οποία χαρακτηρίζεται από την επικράτηση του τομέα των υπηρεσιών χαμηλής τεχνολογίας, η οποία είναι συνήθως εντάσεως εργασίας, γεγονός που συνεπάγεται χαμηλότερες επενδυτικές ανάγκες.
Πάντως, σημειώνεται ότι τα χαμηλότοκα δάνεια ύψους 17,3 δισ. ευρώ που έχει εξασφαλίσει η Ελλάδα από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δίνουν ανάσα στις χορηγήσεις προς τις ελληνικές επιχειρήσεις.
ot.gr