Η «ζωντανή Καρυάτιδα», όπως την αποκαλούσαν, βγαλμένη από τα σπάργανα των επίγειων μύθων μας, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 96 ετών αφήνοντας για πάντα κενή τη θέση που καταλαμβάνουν μονάχα οι επίγειοι θεοί και οι κορυφαίοι αστέρες.
Γι’ αυτό δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοκρατήσει από την καριέρα μιας γυναίκας που δεν χώρεσε στα στεγανά, ούτε καν της ίδιας της τέχνης παίζοντας σχεδόν όλα τα είδη και μαθαίνοντας να αφήνει πίσω τις μικροκακίες του επαγγέλματος. Η Ρένα Λελέκου, όπως ήταν το οικογενειακό της όνομα, φαινόταν από μικρή ότι δεν θα ακολουθούσε το παράδειγμα των συνομηλίκων της αφού οι γονείς της τής επέτρεπαν να ζει ως μια ελεύθερη, ατίθαση Αρβανίτισσα σκαρφαλώνοντας στα δέντρα και κάνοντας βόλτες στα ψηλά βουνά, εκεί όπου κρύβονταν οι αγαπημένοι Ολύμπιοι θεοί της. «Χίπηδες ήμασταν από παιδιά», έλεγε γι’՚ αυτή την παράδοξη ανατροφή που της έμαθε τι σημαίνει ανυπότακτο σθένος σε μια περίοδο που η Ελλάδα μαστιζόταν από δικτατορίες και πολέμους.
Σεβόταν το ελάχιστο και το ποταπό, κάτι που κράτησε ως κανόνα ακόμα και όταν έταζαν στα πόδια της αμύθητα πλούτη επαναλαμβάνοντας διαρκώς τον βασικό κανόνα του πατέρα της, ο οποίος της έμαθε να σέβεται μονάχα μια αριστοκρατία, «την αριστοκρατία του πνεύματος». Εκείνος είναι που της μετέδωσε την αγάπη για τα γράμματα και τη γνώση, τους Αρχαίους Κλασικούς που διάβαζε μανιακά και δίδασκε, μαζί με τους Γερμανούς ρομαντικούς, ποιητές και φιλοσόφους. Σε εφηβική ηλικία την εξέταζε στον Αριστοτέλη και της διάβαζε αποσπάσματα από την Ιλιάδα για να μάθει ως γνήσια Αρβανίτισσα τι σημαίνει ηρωικό σθένος.
«Δεν μας έφτανε ο καθαρός αέρας στο Χιλιομόδι, το καλοκαίρι ο πατέρας μάς έπαιρνε και ανεβαίναμε ψηλά στο βουνό στο Μετόχι και ήμασταν ένα δέντρο, ένα πηγάδι, ένα εκκλησάκι, αλλά πάντα ελεύθεροι», έλεγε σε μια από τις συνεντεύξεις της για εκείνες τις «εκπαιδευτικές» εξορμήσεις στα ερημικά βουνά.
Λαμβάνοντας αυστηρή αγωγή από τον πατέρα και περίσσια αγάπη από τη μητέρα, έμαθε να συνδυάζει την εντιμότητα του χθόνιου ήρωα με την τρυφερότητα των γυναικείων χαρακτήρων με τους οποίους υπήρξε στενά συνδεδεμένη. Ολη η οικογένεια, όμως, από τους γονείς της μέχρι τις θείες της συνήθιζαν να λένε ιστορίες, να αφηγούνται παραμύθια και να μιλάνε για βιβλία, να τη μαθαίνουν εν ολίγοις να ζει σε έναν κόσμο μαγικό. Οπως έλεγε η ίδια, «η μάνα ζωγράφιζε και μας έλεγε παραμύθια σε συνέχειες κάθε βράδυ.
Αυτά τα σίριαλ στην τηλεόραση δεν είναι τίποτα μπροστά στη δική της μυθοπλασία σε συνέχειες. Υπήρχε γύρω μας ένας αόρατος κόσμος και αυτός ήταν ο εντελώς πραγματικός. Και εγώ ζούσα σ’ αυτό το σύμπαν φαντασίας. Πίστευα πως τα καλύβια τα μεσάνυχτα ανοίγουν τις πόρτες τους και από μέσα βγαίνουν ορχήστρες, που παίζουν εξαίσιες μουσικές και πως οι κολοκύθες λιώνουν σιγά-σιγά τη νύχτα και στο τέλος γίνονται γυναίκες λαμπερές και πως στις τρύπες των μυρμηγκιών στα χωράφια, από μέσα έχει τεράστιες σκάλες και άμα τις κατέβεις φτάνεις στην ψυχή της γης, που είναι ο κόσμος όλο σοκολάτα, δρόμοι, λίμνες και σοκολατένια παλάτια».
Της λέει ότι δεν είναι αυτός ο σωστός τρόπος ερμηνείας και για της το αποδείξει αποφασίζει, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της, να δώσει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα: όλα τα μεγάλα ονόματα του Εθνικού, στην εποχή που το κορυφαίο θέατρο της χώρας έγραφε ιστορία και έβαλε τα θεμέλια του μύθου του, ήταν δάσκαλοί της: Γληνός, Παρασκευάς, Καραντινός, Κατσέλης, Ροντήρης. Ωστόσο η ίδια εξακολουθούσε να έχει την ίδια αίσθηση, όπως όταν άκουγε εκείνη τη φίλη της να προσπαθεί να ερμηνεύσει με τη γνωστή υπερβολή, τον ρόλο.
Αρνιόταν τον στόμφο που συνόδευε τις τραγικές ερμηνείες και ήθελε να παίζει απλά, όπως της είχε μάθει ο πατέρας της ότι σκεπτόταν η Ηλέκτρα, την οποία γνώριζε καλύτερα από τον καθένα. Μάταια ο Ροντήρης προσπαθούσε να της επιβάλει την Ηλέκτρα του Γρυπάρη και να της διδάξει τον κάπως βαρύγδουπο σήμερα ερμηνευτικό τρόπο της Παξινού – εκείνη επέμενε ότι θέλει να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο. Την άφησε στην ίδια τάξη, με αποτέλεσμα η Παπά να θέλει να τελειώσει το Εθνικό χωρίς άλλες προσδοκίες για να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο. Και τότε ήταν που ήρθε στη ζωή της ο Αλέκος Σακελλάριος.
Στις Κάννες
Οπως γράφει ο ίδιος, όταν την πρωτοείδε να περπατάει στο Σύνταγμα, μαγεύτηκε, περιγράφοντας μια μελαχρινή καλλονή, ένα πανέμορφο πλάσμα με ένα απλό μακρύ φόρεμα, όλο πτυχώσεις, που βάδιζε με μεγαλοπρέπεια και απλότητα. Κυριολεκτικά ένιωσε να ζωντανεύει μπροστά του μια Καρυάτιδα και ίσως να μην είναι υπερβολικές οι φωτογραφίες που της έβγαζαν λίγα χρόνια αργότερα τα ξένα περιοδικά στήνοντάς τη δίπλα σε αρχαία αγάλματα: το κεφάλι της θα μπορούσε όντως να αποτελεί πρότυπο για χιλιάδες αγάλματα. Οδηγώντας την στον Φίνο και ασκώντας του αρκετή πίεση ο Σακελλάριος τον πείθει να της δώσει τον πρώτο της ρόλο στο «Χαμένοι Αγγελοι» του Νίκου Τσιφόρου με συμπρωταγωνίστρια τη Σμαρούλα Γιούλη, μία από τις ελάχιστες ηθοποιούς που δεν την ανταγωνιζόταν και μιλούσε πάντα επαινετικά για εκείνη. Είναι η εποχή που η Παπά αρχίζει, χάρη στον Σακελλάριο, να ανακαλύπτει την επιθεώρηση και την κωμωδία παίζοντας διάφορους ρόλους, λέγοντας, εκ των υστέρων, ότι τους προτιμούσε γιατί θεωρούσε ότι έπαιζαν πολύ πιο φυσικά απ’ ό,τι στο Εθνικό. Και απολάμβανε το αρκετά πιο «υγιές», όπως έλεγε, κλίμα. Η αναγνώριση, ωστόσο, έρχεται με τη «Νεκρή Πολιτεία», όπου πρωταγωνιστεί μαζί με τον Γιώργο Φούντα με φόντο το επιβλητικό τοπίο του Μυστρά και με τη σφραγίδα του Φρίξου Ηλιάδη βγαίνοντας έξω από τα σύνορα και φτάνοντας μέχρι τις Κάννες.
Οι ξένοι εντυπωσιάζονται από αυτή την επιβλητικά μεσογειακή φιγούρα και τη διεκδικούν για την επόμενη ταινία τους: εξώφυλλα στα ξένα Μέσα, δημοσιεύσεις και μια σειρά από φωτογραφίες στα κοσμικά τη φέρνουν στην Ιταλία, όπου εκείνη την εποχή ο κινηματογράφος βρίσκεται σε άνθηση με γυρίσματα στα περίφημα στούντιο της Τσινετσιτά και με ταινίες που χρηματοδοτούσαν κορυφαίες εταιρείες παραγωγής του Χόλιγουντ. Της κάνουν δοκιμαστικό και καταφέρνει να κλείσει συμβόλαιο με τη Lux Films για πέντε χρόνια. Πλέον έχει πλήρη επίγνωση ότι της δίνεται η ευκαιρία της ζωής της, γι’ αυτό φροντίζει να προσαρμοστεί στο περιβάλλον και κάνει εντατικά αγγλικά και ιταλικά, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στα γυρίσματα. Οι Ιταλοί τη λατρεύουν, τη βάζουν στην πρώτη γραμμή δίπλα στη Τζίνα Λολομπριτζίτα και τη Μαρίνα Βλαντί, όπου παίζει στις περίφημες «Απιστες» του Μάριο Μονιτσέλι. Είναι η εποχή των επικών ταινιών, που δείχνουν τους παλιούς υπερήρωες, τους Ρωμαίους και τους αγέρωχους πρωταγωνιστές. Τότε είναι που κάνει το πέρασμά της από τον θρυλικό «Αττίλα», όπου παίζει την ωραία ερωμένη του Αντονι Κουίν, ο οποίος δεν σταματάει να λέει ότι από την τότε συμπρωταγωνίστριά του Σοφία Λόρεν προτιμά την υπέροχη Ελληνίδα, μη μπορώντας -και εκείνος- να κρύψει τη γοητεία που του ασκεί όλα τα επόμενα χρόνια η Ειρήνη Παπά.
Το μεσογειακό της εκτόπισμα δεν αργεί να φτάσει μέχρι το Χόλιγουντ, όπου πρωταγωνιστεί μαζί με τον Τζέιμς Κάγκνεϊ στην ταινία «Ελύγισα για πρώτη φορά», ενώ προτάσεις τής γίνονται και για άλλες ταινίες, αλλά ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος και τότε είναι που αποφασίζει να επιστρέψει για λίγο στην Ελλάδα για τα περίφημα «Κανόνια του Ναβαρόνε» που γυρίζονται στη Ρόδο και όπου ερμηνεύει την αντιστασιακή Μαρία, έναν ρόλος που ταίριαζε πολύ στο πραγματικό της ταμπεραμέντο. Είναι η εποχή που για τις ανάγκες του ρόλου κόβει τα μαλλιά της κοντά και οι Ελληνες, συμπεριλαμβανομένου του επίσης ερωτευμένου μαζί της Μάνου Κατράκη, προσπαθούν να την πείσουν να επιστρέψει για πάντα στη χώρα. Δέχεται να πρωταγωνιστήσει στο πλευρό του στο θέατρο, αλλά ξέρει ότι η πατρίδα είναι πολύ μικρή να τη χωρέσει.
Ο Μάρλον Μπράντο
Μπορεί η Ειρήνη Παπά να ήταν η μεσογειακή Ελληνίδα που μπορούσε να παρασύρει πρίγκιπες, κροίσους και διάσημους τζετ σέτερ, όπως τον Αγά Χαν, ο οποίος συγκλονισμένος από την ομορφιά της, όταν την είδε στην πρεμιέρα της «Νεκρής Πολιτείας» στις Κάννες, ζήτησε να τη χορέψει κάνοντας όλα τα lifestyle έντυπα του κόσμου να αναρωτιούνται ποια είναι η Ελληνίδα που μάγεψε τον Χαν, αλλά η ίδια ένιωθε πάντα αμήχανη με την ομορφιά της. Το όνομά του -στο Χόλιγουντ τον γνώριζαν ως σύζυγο της Ρίτα Χέιγουορθ- λέγεται πως άνοιξε τις πύλες των μεγάλων στούντιο στη Ρώμη, με την Αιώνια Πόλη να την υποδέχεται με τον καλύτερο τρόπο και να της συστήνει τον έρωτα της ζωής της, τον Μάρλον Μπράντο, τον οποίο, όπως παραδέχτηκε και η ίδια, δεν ξεπέρασε ποτέ. Ενας έρωτας που έμεινε κρυφός, αλλά για τον οποίο η ίδια έσπευσε μετά τον θάνατό του να δηλώσει: «Αγαπούσα πολύ τον Μπράντο και νοιαζόμουν για εκείνον. Ηταν το μεγάλο πάθος της ζωής μου». Παρόλο που το ζευγάρι χώρισε, συνέχισαν να διατηρούν επαφές και το 1999, όταν ο ηθοποιός επισκέφτηκε εκ νέου την Ελλάδα, δεν παρέλειψε να τη συναντήσει. Η Ειρήνη Παπά ανέφερε γι’ αυτή τη συνάντηση: «Παρ’ όλα τα υπόλοιπα, ήταν ακόμα υπέροχος ο τρόπος που σκεφτόταν».
Εκτός από τον έρωτα που έτρεφε για εκείνον, τον Μάρλον Μπράντο τον εκτιμούσε επίσης αληθινά για το αίσθημα ελευθερίας που χαρακτήριζε και την ίδια, για τις ουσιαστικές του γνώσεις και τον τρόπο που είχε να την κάνει να βλέπει τα πράγματα από την αρχή. Λέγεται πως ο Μπράντο ήταν ο λόγος που η Μελίνα Μερκούρη δεν την είδε ποτέ με καλό μάτι, αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που, όταν επισκεπτόταν την Ελλάδα, εκείνος προτιμούσε να το σκάει από τις βραδιές των ολονύχτιων συζητήσεων με τον Ντασσέν για να συναντάει τον παράνομο έρωτά του. Ελάχιστοι φαίνεται να ήξεραν ότι αυτός ο έρωτας, που εξελίχθηκε σταδιακά σε βαθιά φιλία, βαθιά εκτίμηση και αγάπη, κράτησε για χρόνια και, όπως έλεγε η ίδια, δεν τον ξεπέρασε ποτέ.
Δεν είναι τυχαίο ότι όταν ο Μάρλον Μπράντο είχε έρθει στην Αθήνα το 1999, ως καλεσμένος του Ομίλου Λάτση, είχε δηλώσει ενώπιον όλων στη συνέντευξη Τύπου ότι θεωρεί την Ειρήνη Παπά την «πιο σημαντική τραγωδό παγκοσμίως». Αλλά δεν ήταν μόνο ο Μάρλον Μπράντο, ένας από τους κορυφαίους σταρ του πλανήτη, που είχε μαγευτεί από την προσωπικότητα και την ομορφιά της: ο Αντονι Κουίν πάντοτε την αναζητούσε και την ήθελε για συμπρωταγωνίστριά του προκειμένου να κερδίζει παραπάνω ώρες μαζί της, ενώ κάτι αντίστοιχο λένε ότι συνέβη με τον διάσημο νομπελίστα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο οποίος εμπνεύστηκε μια ολόκληρη ιστορία από την ομορφιά της και ήταν σεναριογράφος σε μία από τις ταινίες όπου πρωταγωνίστησε. Βέβαια, όλοι όσοι την ήξεραν καλά, όπως ο δημοσιογράφος Παναγιώτης Τιμογιαννάκης, ο οποίος υπήρξε και καλός της φίλος, επιμένουν ότι ο μεγάλος της έρωτας, τον οποίο του είχε εκμυστηρευτεί, ήταν ο Νίνο Μανφρέντι, γνωστός σε όλους ως Νίνο, ένας από τους διασημότερους ηθοποιούς, σκηνοθέτες αλλά και τραγουδιστές της Ιταλίας, σημαίνων εκπρόσωπος της ιταλικής κωμωδίας που ήταν σε ιδιαίτερη άνθηση όταν τον γνώρισε τη δεκαετία του ’50. Μέχρι τέλους, όμως, έλεγε ότι έζησε μια ζωή γεμάτη τραύματα στα προσωπικά της, αφού κανείς ουσιαστικά δεν την κατάλαβε: «Η φήμη τίποτα δεν μου έδωσε. Αντίθετα, έχει διαλύσει την προσωπική ζωή μου.
Γιατί ο άνθρωπος που θα με πλησιάσει, ας πούμε ερωτικά, έχει αγαπήσει προηγουμένως την εικόνα μου και τη μεταφέρει, σαν το γάλα που χύνεται, πάνω σε όλο μου τον εαυτό», έλεγε σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις της στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο. Δεν έπαυε να επαναλαμβάνει την ατάκα ότι ο άνδρας της ζωής της ήταν η ίδια και ότι οι άνδρες προφανώς παρασύρονταν από την επιβλητική, δωρική παρουσία της, από την εικόνα που είχε αναπτύξει στις ταινίες και όχι από τον τρυφερό εαυτό της. Βέβαια ως ανεξίθρησκη στον έρωτα δεν υποχωρούσε εύκολα και δεν υπέκυπτε στους ανδρικούς κανόνες, έχοντας διεκδικήσει από νωρίς την αυτοδιάθεση στις προσωπικές της σχέσεις. Εξ ου και όταν οι γονείς της έφεραν αντιρρήσεις στο να ακολουθήσει το επάγγελμα της ηθοποιού επειδή ήταν ένα επάγγελμα για τις ελευθεριακές γυναίκες, αποφάσισε να παντρευτεί προκειμένου να μπορεί να αποφασίζει η ίδια για τους άνδρες που θα επιλέγει.
Ωστόσο ήταν το μυαλό που την έκανε να αισθάνεται έλξη για έναν άνδρα, όπως συνέβη στις περισσότερες περιπτώσεις, αφού εκείνη επέμενε ότι δεν ερωτεύεται -με εξαίρεση τον Μάρλον Μπράντο- εμφανίσιμους άνδρες, όπως τον συγγραφέα Αλκη Παππά, τον οποίο παντρεύτηκε στα 18 και αποφάσισε να κρατήσει το επώνυμό του. Ελεγε μάλιστα πως όταν τον πήγε στο σπίτι η μητέρα της κόντευε να μείνει, αναφωνώντας πως δεν είναι δυνατόν να παίρνει για σύζυγο έναν τόσο άσχημο άνδρα. Ο γάμος όμως κράτησε λίγο και εκείνη, ελεύθερη πια, μπορούσε να χαράζει τη δική της πορεία. Από τους Ελληνες, ο άνδρας που λέγεται πως την είχε ανεξίτηλα σφραγίσει ήταν ο Μάνος Κατράκης, ένας έρωτας που καθόρισε τη μετέπειτα θεατρική της πορεία. Γνωστή είναι, επίσης, η ιστορία με μια γυναίκα που ισχυριζόταν ότι ήταν ο καρπός του έρωτα της με τον Αρη Βελουχιώτη, κάτι που φάνηκε αβάσιμο αλλά την ταλαιπώρησε για χρόνια στα δικαστήρια. Ενας ισχυρισμός που, συμβολικά αν το σκεφτεί κανείς, θα μπορούσε να έχει πολλά ψήγματα αλήθειας, αφού ο έντονος, επαναστατικός χαρακτήρας της μπορούσε να σταθεί ταυτόχρονα δίπλα σε έναν διάσημο πρωταγωνιστή αλλά και σε έναν μαχητή αντάρτη. Κατ’ ουσίαν όμως κανείς, όπως έλεγε, ποτέ, δεν την κατάλαβε, επιμένοντας ότι αυτό που προέχει είναι η ανθρωπιά.
Στην Ελλάδα πόλεμος
Από τα «Κανόνια του Ναβαρόνε» και ύστερα η καριέρα της Παπά εκτοξεύτηκε κυριολεκτικά στα ύψη, με τα κόκκινα χαλιά να στρώνονται για να περάσει μαζί με τον Αντονι Κουίν, τον Γκρέγκορι Πεκ και τον Ντέιβιντ Νίβεν, κορυφαία ονόματα εκείνη την εποχή που υπήρξαν συμπρωταγωνιστές της. Γρήγορα μάλιστα θα έρθει και η διεθνής καταξίωξη με το «Z» του Κώστα Γαβρά να ξεσηκώνει μεγάλο θόρυβο και την ίδια να δίνει συνεντεύξεις κατά της χούντας, λέγοντας ότι δεν προτίθεται να επιστρέψει στην Ελλάδα όσο θα έχουν την εξουσία οι δικτάτορες, οι οποίοι την αποκαλούσαν για τον λόγο αυτό «Ερυθρά πόρνη» (τουλάχιστον με τέτοιους τίτλους κυκλοφορούσαν φιλοχουντικές εφημερίδες). Είχε προηγηθεί βέβαια ο ρόλος της στην «Ηλέκτρα», που την είχε μετατρέψει ούτως ή άλλως στο μοιραίο ελληνικό σύμβολο. Η αναμφίβολη αυτή σύνδεση με το ελληνικό σύμπαν είναι που την έφερε και στην πρώτη γραμμή μέσα από τον ρόλο της στον «Αλέξη Ζορμπά» εκτοξεύοντάς την και κάνοντας την να επιστρέφει στα διεθνή φεστιβάλ φτάνοντας μέχρι την τελετή των Οσκαρ, και στις Κάννες όπου πήγε με την «Ηλέκτρα». Επαιξε την Αικατερίνη της Αραγονίας στο πλευρό του Ρίτσαρντ Μπάρτον στην «Αννα των Χιλίων Ημερών», ενώ στο «Σάντα Μάμα» πρωταγωνιστούσε μαζί με τον Κερκ Ντάγκλας. Ακολουθεί ο θρίαμβος με τις επικές «Τρωάδες» μαζί με τις κορυφαίες Κάθριν Χέπμπορν και Βανέσα Ρεντγκρέιβ, «Ο Χριστός σταμάτησε στο Εμπολι», το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου».
Ωστόσο οι δουλειές που αγάπησε πολύ ήταν τόσο οι ερμηνείες της στα τραγούδια του Θεοδωράκη, όσο και οι «Ωδές» του Βαγγέλη Παπαθανασίου αφού ήταν εκείνη που τον έπεισε να συνδέσει τους ψαλμούς με την πειραματική, ηλεκτρονική μουσική. Αλλά, παρότι ήταν η κατεξοχήν Ελληνίδα θεά, η γνήσια Ολύμπια εκπρόσωπός μας στο εξωτερικό, στην Ελλάδα όχι μόνο δεν δοξάστηκε, αλλά πολεμήθηκε όσο λίγες όπως, για παράδειγμα, από τον Δημήτρη Χορν το 1979, ο οποίος αρνιόταν να της δώσει το Ηρώδειο για να πρωταγωνιστήσει στο «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, έως το Εθνικό, που δεν της έδωσε ποτέ κανέναν ρόλο, όπως και τόσες άλλες θεατρικές σκηνές της χώρας. Παρότι διατηρούσε πάντα πολύ στενές σχέσεις με κορυφαία ονόματα του θεάτρου, όπως με τον σκηνογράφο, ζωγράφο και ενδυματολόγο Γιάννη Μετζικώφ, το ελληνικό θέατρο την πολέμησε όσο δεν το έκαναν ποτέ ούτε το Μπρόντγουεϊ, ούτε άλλες σκηνές στην Αμερική (ανιψιοί της είναι επίσης ο γνωστός σκηνοθέτης Μανούσος Μανουσάκης και ο ηθοποιός Αίας Μανθόπουλος).
Ειρωνεία; Συμπρωταγωνιστής στο «Αντώνιος και Κλεοπάτρα», το οποίο τόσο πολέμησε ο Δημήτρης Χορν, θα ήταν ο Κώστας Καζάκος, με τον οποίο έπαιζαν μαζί στην «Ιφιγένεια» (και πάλι του Κακογιάννη) και με τον οποίο έμελλε να φύγουν σχεδόν ταυτόχρονα για το αιώνιο ταξίδι. Εχοντας διανύσει σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα καλλιτεχνικού βίου πάντοτε ενσάρκωνε την εικόνα του ανυπότακτου ελληνικού πνεύματος, του αρβανίτικου σθένους, της ανυπόκριτης αγάπης για τη ζωή που ταιριάζει σε μια Μεσογειακή γυναίκα. Ωστόσο, πάνω απ’ όλα αυτό που ήθελε και διεκδικούσε μέχρι τέλους ήταν να είναι ο εαυτός της λέγοντας: «Δεν ήθελα ποτέ να υποδυθώ αισθησιακούς ρόλους, σαν αυτούς της επιθυμητής γυναίκας. Ηθελα να παίζω εμένα. Την ανεξάρτητη αγωνίστρια». Ως τέτοια, η αλήθεια είναι, την έχουμε στο μυαλό μας πάντα.