Στις 3 Απριλίου 1821 εκατοντάδες Τουρκαλβανοί του Λάλα επιτέθηκαν στην πόλη του Πύργου, όπου ήταν η έδρα των Ελλήνων επαναστατών του Αγώνα, με τους φιλικούς Χαραλάμπη Βιλαέτη από τον Πύργο και τον Γεώργιο Σισίνη από την Γαστούνη να πρωτοστατούν στην κήρυξη και την επέκταση του Αγώνα.
Μετά από την αποτυχημένη επίθεση των Ελλήνων αγωνιστών εναντίον του Φρουρίου του Χλεμουτσίου η μεγάλη απειλή για την Επανάσταση στην Ηλεία ήταν οι Τουρκαλβανοί του Λάλα. Οι Τουρκαλβανοί του Λάλα λειτουργούσαν ως φύλακες της Οθωμανικής κυριαρχίας στην Ηλεία. Οι Έλληνες της περιοχής Πύργου είχαν συγκεντρωθεί στην Μονή Σκαφιδιάς, όπου ήταν το αρχηγείο τους και μαζί τους οι δύο γιοί του Κολοκοτρώνη- ο γέρος του Μοριά ήταν στην Καλαμάτα- , ο Πάνος και ο Γενναίος (Ιωάννης), ερχόμενοι από την Ζάκυνθο.
Οι Τουρκαλβανοί του Λάλα στις 2 Απριλίου βρέθηκαν κοντά στον Πύργο και ζήτησαν από τους Επαναστάτες να προσκυνήσουν οι οποίοι απάντησαν ότι πλέον ήρθε η ώρα οι Οθωμανοί να προσκυνήσουν τους Έλληνες!
Την Κυριακή των Βαΐων 3 Απριλίου οι Έλληνες αμύνθηκαν ηρωικά, αλλά η μη φύλαξη σε ασφαλές μέρος των γυναικόπαιδων οδήγησε σε απώλειες στον άμαχο πληθυσμό.
Ανάμεσα στους αρχηγούς των Ελλήνων ήσαν:
- ο Χαραλάμπης Βιλαέτης ως επικεφαλής των 550 οπλοφόρων Πυργιωτών
- ο Ιωάννης και ο Διονύσιος Διάκος
- ο Πέτρος Μήτζου
- οι Αχολαίοι
- ο Παπασταθόπουλος
(πολλούς από τους οποίους τίμησε η πόλη με την ονοματοδοσία οδών του Πύργου)
- ο Αλέξιος Μοσχούλας με 70 Αγουλινιτσαίους και
- οι υιοί του Κολοκοτρώνη μαζί με τους Καμπασαίους και 50 ενόπλους.
Συνολικά οι Έλληνες ήσαν 670 ένοπλοι. Από την άλλη μεριά οι Τουρκαλβανοί είχαν 1.200 ενόπλους (κατά άλλες πηγές 2.000).
Η μάχη κράτησε 8 ώρες, τμήμα της πόλης καταστράφηκε και κάηκε από τους επιτιθέμενους, αλλά η άμυνα άντεξε καταφέρνοντας να απωθήσουν τους Τουρκαλβανούς από τον Πύργο. Κατά τον παρόντα στην μάχη Γενναίο Κολοκοτρώνη, εφονεύθησαν περί τους 150 Τουρκαλβανούς, από δε τους Έλληνες έπεσαν ηρωικά και αιχμαλωτίσθηκαν περί τους 130 Έλληνες. Η μάχη του Πύργου της 3ης Απριλίου ήταν ένας μεγάλος σταθμός του Αγώνα για την Ελευθερία των Ελλήνων το 1821, παρότι στον Πύργο δεν τιμάται όπως πρέπει.
Η μάχη της Αγουλινίτσας
Την 24η Απριλίου 1821 και μία ημέρα μετά από τη μάχη της Αλαμάνας, διεξήχθη η μάχη της Αγουλινίτσας, η οποία δεν ήταν νικηφόρα για τους Λαλαίους Τουρκαλβανούς που θεωρούνταν «τα καλύτερα ντουφέκια του Μοριά» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ’, σελ. 142).
Ο Αλέξης Μοσχούλας, μυημένο μέλος της Φιλικής Εταιρείας (6 Αυγούστου 1818), οπλαρχηγός και προεστός της Αγουλινίτσας επικεφαλής εξήντα παλικαριών από τον Πύργο:
- Αναγνώστης Παπασταθόπουλος
- οι αδελφοί Πέτρος και Γεώργιος Μήτζου
- ο Διονύσιος Διάκος (ο επονομαζόμενος και «Ζορμπάς»), κ.ά.)
και την Αγουλινίτσα:
- Βασίλειος Αποστολόπουλος
- Παναγιώτης Βλάσης
- Αντώνιος Βρισιώτης
- Αναστάσιος Γιαννακόπουλος
- Δημήτριος Γιαννόπουλος
- Δημήτριος Κατζημπούμπας
- Δημήτριος Κόκκινος, κ.ά.),
και των εκ Κυπαρισσίας οπλαρχηγών:
- Δημητρίου Κινά
- Αναγνώστη Ντονά και
- Ιωάννη Κολίρη
ειδοποιηθέντες στη θέση «Κλειδί» Καϊάφα, όπου είχαν οχυρωθεί, από τον Σπήλιο Μοσχούλα, αδελφό του Αλέξη Μοσχούλα, και τον Γ. Παπαζαφειρόπουλο, οι οποίοι έσπευσαν εκεί με μονόξυλα) κατάφερε να αποκρούσει την άγρια επίθεση τετρακοσίων Λαλαίων Τουρκαλβανών τρέποντάς τους σε άτακτη φυγή. Στο στενό «Αϊ –Γιάννης», βόρεια του Επιταλίου, οι Έλληνες συνέλαβαν ζωντανούς δεκατρείς Τουρκαλβανούς, ενώ σκότωσανν εννέα . Από τους τελευταίους, δε, στην προσπάθειά τους να περάσουν το ποτάμι, σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν, ακόμα εξήντα τρεις . Εφονεύθησαν 7 και πληγώθηκαν 4 Αγουλινιτσαίοι (καθώς και ο φιλέλληνας Γάλλος αξιωματικός Μιτενζακούρ), ενώ όπλα, άλογα και σημαίες περιήλθαν ως λάφυρα στα χέρια των Ελλήνων. Η σημαντικότατη αυτή σύγκρουση των Ελλήνων, αναπτέρωσε το φρόνημα των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής και οι αήττητοι Λαλαίοι Τουρκαλβανοί, μπορούν και να ηττώνται .
Η μάχη στο Λαντζόι – Ο Χαραλάμπης Βιλαέτης
Στις 10 Μαΐου του 1821 στρατοπέδευσαν στο Στρέφι 600 αγωνιστές από τον Πύργο με αρχηγό το Χαράλαμπο Βιλαέτη παραβιάζοντας πρώτοι τα όρια που είχαν θέσει οι φοβεροί Λαλαίοι Τούρκοι για το βακούφι τους. Οι Τούρκοι όμως βλέποντας την αντίσταση των Ελλήνων, περικύκλωσαν το Λατζόι όπου εκεί ήταν Πυργιώτες και Ζακυνθινοί αγωνιστές και ετοιμάζονταν να μεταβούν στο Στρέφι.
Ο Χαράλαμπος Βιλαέτης που ήταν στο Στρέφι για να οργανώσει το στρατιωτικό σχέδιο εναντίον του Λαλαίων, ζήτησε απ’ τους συμπολεμιστές του να τον ακολουθήσουν αλλά μόνον 100 υπάκουσαν. Ο ίδιος αψηφώντας τον κίνδυνο δεν ακολούθησε το μονοπάτι από τα υψώματα Αρβανίτι- Καράτουλα φυλάσσοντας τα νώτα του αλλά προτίμησε τη δημοσιά, για να μην καθυστερήσει. Οι Λαλαίοι που ήταν στο Λατζόι πληροφορήθηκαν ότι έρχεται το Φραγκοπαλικάρι και έστειλαν 500 ιππείς να επιτεθούν . Στη διάρκεια της μάχης οι Τούρκοι ιππείς κατάφεραν να μπουν ανάμεσα στους 100 Έλληνες. Ο Χαραλάμπης Βιλαέτης πολέμησε σκληρά μένοντας στο ταμπούρι «όρθιος» και τρεις συμπολεμιστές του αλλά στη διάρκεια της σφοδρής και άνισης μάχης ένα βόλι τον βρήκε στο κεφάλι και παρά το πάθος του, έμεινε μόνος του και θυσιάστηκε. Οι Τούρκοι πανηγύρισαν έξαλλα τη νίκη και ιδιαίτερα το θάνατο του Πυργιώτη καπετάνιου Χαράλαμπου Βιλαέτη και πήραν στο Λάλα – για να τους πιστέψουν-ως λάφυρο, το κεφάλι του αγωνιστή που κήρυξε την επανάσταση του 1821 στην Ηλεία, στις 26 Μαρτίου του 1821. Είναι αδικία που η Ελληνική ιστοριογραφία δεν έχει δώσει τη θέση που αρμόζει στο Χαράλαμπο Βιλαέτη που μαζί με τους Αθανάσιο Διάκο, Παπαφλέσσα και άλλους Έλληνες αγωνιστές, θυσιάστηκαν γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι οι μάχες που έδιναν ήταν καταδικασμένες.
* Στο Στρέφι στις 15 Φεβρουαρίου του 1833, προς τιμήν του αείμνηστου Έλληνα αγωνιστή, ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης που ερχόταν από το Ναύπλιο κατευθυνόμενος στην Πάτρα για να διευθύνει την πολιορκία της, εξέδωσε ημερήσια διαταγή, με την οποία καθόριζε τα καθήκοντα, τα δικαιώματα και τις ποινές των στρατιωτικών.
Οι Λαλαίοι Τουρκαλβανοί ύστερα από τόσες ανδραγαθίες ,το λύσιμο δηλαδή της πολιορκίας του Χλεμούτσι τις επιδρομές τους στον Πύργο και την Αγουλινίτσα που δεν ήταν νικηφόρες , το θάνατο του Χαράλαμπου Βιλαέτι στη Μάχη στο Λατζόι που ήταν πολύ μεγάλη απώλεια για την επαναστατημένη Ηλεία επόμενο ήταν να έχουν καταστεί ο φόβος και ο τρόμος των Ηλείων. Έπρεπε λοιπόν να εξολοθρευτούν και αποφασίσθηκε να χτυπηθεί το Λάλα. Κοινή ήταν η απόφαση όχι μόνο των Γαστουναίων και Πυργιωτών αλλά και των Φαναριωτών (Ανδριτσαναίων) και Περαμεριτών (Γορτυνίων, Καλαβρυτινών, Αρκαδιανών (Κυπαρισσίων). Το ότι οι πρωτεργάτες του Δυτικού Μοριά από τις πρώτες μέρες της Επανάστασης σκέφτηκαν τον ξολοθρεμό των Λαλαίων, που ήθελαν να επιτεθούν αμέσως εναντίον τους, ενώ οι ντόπιοι προτιμούσαν να περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία. Στη συνάντηση Κωνσταντίνου Μεταξά και Γεώργιου Σισίνη στη Μανωλάδα ύστερα από προτροπή του Π. Πατρών Γερμανού να μην πάνε στην Πάτρα αλλά να χτυπήσουν το Λάλα, το αποφασίσανε αν και με δυσαρέσκεια το αποδέχθηκε ο Μεταξάς . Ο Π. Πατρών Γερμανός είχε μάλιστα προτρέψει τους Λαλαίους να μην κάνουν επιθέσεις.
Ο κλοιός σφίγγει
Από την πλευρά τους, οι Λαλαίοι προσπάθησαν να κερδίσουν χρόνο και να διασπάσουν το ελληνικό στρατόπεδο, κυκλοφορώντας φήμες ότι ήταν έτοιμοι να παραδοθούν. Στις 2 Ιουνίου 1821 ο κεφαλλονίτης Παναγής Μεσσάρης τους μετέφερε επιστολή των Επτανησίων αρχηγών:
- Κωνσταντίνου και Ανδρέα Μεταξά
- Ευαγγέλου Πανά
- Παναγιώτη Στρούζα
- Μιχαήλ Κουτουφά και
- Διονυσίου Σαμπρικού,
που τους καλούσαν να καταθέσουν τα όπλα. Οι Λαλαίοι άρχισαν να κωλυσιεργούν, υποστηρίζοντας ότι την όποια απόφαση θα έπρεπε να πάρουν οι αρχηγοί τους, οι οποίοι απουσίαζαν από το χωριό. Τότε οι επαναστάτες αποφάσισαν να δράσουν και να τους επιτεθούν από τρία σημεία, με επικεφαλής τον Γεώργιο Πλαπούτα, τους αδελφούς Μεταξά και τον Γεώργιο Σισίνη.
Η μάχη στο Πούσι (9-13 Ιουνίου 1821)
Από κακό συντονισμό, ο Πλαπούτας επιτέθηκε μόνος του στις 9 Ιουνίου και φυσικά αναγκάστηκε να υποχωρήσει μετά την αντεπίθεση των Λαλαίων. Μέσα στη σύγχυση και τον μεγάλο καύσωνα που επικρατούσε, ο Πλαπούτας άφησε την τελευταία του πνοή και μαζί του 14 Έλληνες (11 Πελοποννήσιοι και 3 Επτανήσιοι). Αδιευκρίνιστες ήταν οι απώλειες των Λαλαίων οι οποίοι ενθαρρύνθηκαν δύο μέρες μετά-στις 11 Ιουνίου- βλέποντας να καταφθάνουν ενισχύσεις από την Πάτρα. Επικεφαλής 1.000 Τουρκαλβανών ήταν ο Γιουσούφ Πασάς. Ο Γιουσούφ ήθελε να ξεκαθαρίσει αμέσως την κατάσταση και στις 13 Ιουνίου επιτέθηκε με τους άνδρες του στη θέση Πούσι, όπου ήταν οχυρωμένοι οι Έλληνες. Βασικός του στόχος, να αποσπάσει πρώτα τα κανόνια που διέθεταν οι Επτανήσιοι και στη συνέχεια να του κατατροπώσει. Η μάχη δόθηκε σώμα με σώμα και οι δυνάμεις του Γιουσούφ υποχώρησαν ηττώμενοι και μαζί με τους Λαλαίους ετράπησαν σε φυγή προς την Πάτρα, λεηλατώντας τα χωριά που συναντούσαν στο πέρασμα τους. Οι Έλληνες έχασαν 84 άνδρες (60 Πελοποννήσιοι και 24 Επτανήσιοι) και ανάμεσά στους πολλούς τραυματίες ήταν και ο κεφαλλονίτης Ανδρέας Μεταξάς, κατοπινός πρωθυπουργός της Ελλάδας. Την ίδια μέρα (14 Ιουνίου) οι επαναστάτες εισήλθαν στο έρημο χωριό και το πυρπόλησαν, γύρω στα χίλια σπίτια παραδόθηκαν στις φλόγες. Η νίκη των Ελλήνων σήμανε το τέλος της επιβολής των Λαλαίων στην περιοχή και άνοιξε τον δρόμο για την άλωση της Τριπολιτσάς. Οι Ηλείοι μετά την απελευθέρωση του τόπου τους δεν περιορίστηκαν στο να τροφοδοτούν τον αγώνα με τρόφιμα, αλλά και με πολεμιστές, οι οποίοι πήραν μέρος σε μάχες τόσο στην Πελοπόννησο όσο και στη Στερεά Ελλάδα.
Οι εξορμήσεις των Τούρκων στην Ηλεία (1823)
Οι Τούρκοι που στα 1823 είχαν πολιορκηθεί στην Πάτρα κατόρθωναν να βγαίνουν από το κάστρο και να κάνουν επιδρομές στην γύρω περιοχή. Σε μια τέτοια επιδρομή στις 11 Ιουλίου 1823, 700 Τούρκοι ιππείς και πεζικό έφτασαν στη Μανωλάδα, διέλυσαν τη μικρή φρουρά που είχε εγκαταστήσει εκεί ο Σισίνης και έφτασαν στα Λεχαινά. Οι κάτοικοι αιφνιδιάστηκαν και προσπάθησαν να σωθούν. Ο Σισίνης έστειλε τους δύο γιους του Χρύσανθο και Μιχάλη με δύναμη ντόπιων πολεμιστών και λίγων Σουλιωτών να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους. Παρότι οι Τούρκοι ήταν πάρα πολλοί, ο αγώνας τελικά κρίθηκε υπέρ των Ελλήνων, γιατί την κρίσιμη στιγμή κατέφτασε το σώμα των Σουλιωτών με αρχηγό τον Κώστα Μπότσαρη και χτύπησε τους Τούρκους από τα πλάγια. Οι Τούρκοι υποχώρησαν στην Πάτρα παίρνοντας μαζί τους 43 αιχμαλώτους. Στο τόπο της μάχης έπεσαν 50 Τούρκοι και 19 Έλληνες. Αξίζει να τονιστεί η αγωνιστικότητα του καπετάν Δημήτρη Ζαροκανέλλου από τα Λεχαινά, ο οποίος είχε πάρει μέρος σε όλες τις μάχες μέσα στην Ηλεία, και είχε προσφέρει όλη την τεράστια περιουσία του για τις ανάγκες του αγώνα.
Λίγο αργότερα στις 23 Οκτωβρίου 1823, οι Τούρκοι έκαναν νέα επιδρομή στη θέση Μαρκόπουλο, σκότωσαν ένα ντόπιο και πήραν 15 αιχμαλώτους. Ο Κ. Μπότσαρης, ο Χρυσ. Σισίνης και ο καπετάν Κων/νος Ανδραβιδιώτης προσπάθησαν να αντισταθούν, αλλά αποκρούστηκαν από τους Τούρκους, οι οποίοι έκαναν δύο ακόμα επιδρομές στην Ανδραβίδα και τη Γαστούνη, λεηλατώντας την περιοχή.
Από το 1823, προτού καλά – καλά εδραιωθεί η επανάσταση ξέσπασαν έντονες διαμάχες ανάμεσα σε πολιτικούς και στρατιωτικούς για τον έλεγχο της εξουσίας. Οι στρατιωτικοί είχαν με το μέρος τους τον επαναστατημένο λαό. Οι πολιτικοί ισχυρίζονταν ότι μόνο αυτοί μπορούσαν να διοικούν. Οι πρόκριτοι, οι οποίοι διοικούσαν τις κοινότητες την εποχή της τουρκοκρατίας, θεωρούσαν ότι ήταν φυσικό να ασκούν την εξουσία και τώρα. Οι διχόνοιες αυτές είχαν οδυνηρές επιπτώσεις και στην περιοχή της Ηλείας.
Ιστορική έρευνα και επιμέλεια: Θέμης Μαντάς, εκπαιδευτικός – συγγραφέας