Το Ινστιτούτο επισημαίνει ότι η κατάσταση αυτή είναι ακόμη πιο απογοητευτική όταν συγκρίνεται με τις επιδόσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών και τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, καταδεικνύοντας τις διαχρονικές στρεβλώσεις του ελληνικού τραπεζικού τομέα.
Οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να λειτουργούν με πρακτικές που δυσχεραίνουν την οικονομική δραστηριότητα. Το επιτοκιακό περιθώριο, δηλαδή η διαφορά μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και δανείων, παραμένει από τα υψηλότερα στην Ευρωζώνη. Τον Οκτώβριο του 2024, το περιθώριο αυτό διαμορφώθηκε στις 488 μονάδες βάσης για νέες καταθέσεις και δάνεια και στις 532 μονάδες βάσης για τα υφιστάμενα, υποδεικνύοντας ότι, παρά τη μείωση λόγω της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να επιβαρύνουν υπέρμετρα τους δανειολήπτες.
Η πρακτική αυτή δεν αποτελεί απλώς οικονομικό ζήτημα, αλλά φανερώνει ένα μοντέλο κερδοσκοπίας εις βάρος των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο των ελληνικών τραπεζών είναι το πέμπτο υψηλότερο στην Ευρώπη, κυρίως λόγω της διατήρησης εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων καταθέσεων. Αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες εισπράττουν δυσανάλογα υψηλά κέρδη από τους τόκους των δανείων, αφήνοντας τις καταθέσεις σε σχεδόν μηδενικές αποδόσεις.
Παρά τα υψηλά επιτόκια και τη βελτιωμένη κεφαλαιακή τους θέση, οι τράπεζες αποτυγχάνουν να επιτελέσουν τον βασικό τους ρόλο στη στήριξη της πραγματικής οικονομίας. Το ποσοστό δανείων προς καταθέσεις παραμένει ανησυχητικά χαμηλό και βαίνει μειούμενο, υπογραμμίζοντας τη διστακτικότητα ή την αδυναμία τους να διοχετεύσουν ρευστότητα στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά.
Επιπλέον, οι υψηλές χρεώσεις που επιβάλλονται σε απλές τραπεζικές συναλλαγές αποτελούν ακόμη ένα δείγμα της προβληματικής λειτουργίας του συστήματος. Χρεώσεις για εμβάσματα, αναλήψεις από ΑΤΜ άλλων τραπεζών, και επανεκδόσεις καρτών λόγω απώλειας ή φθοράς επιβαρύνουν δυσανάλογα τους καταναλωτές και δημιουργούν ασφυκτικές συνθήκες για τις επιχειρήσεις.
Η υπερβολική εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από τα έσοδα τόκων καταδεικνύει την αδυναμία τους να προσαρμοστούν σε ένα πιο ισορροπημένο και βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο. Τα έσοδα από τόκους αντιστοιχούν στο 79% των συνολικών λειτουργικών εσόδων των ελληνικών τραπεζών, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 60,5%. Αντί να αναζητούν τρόπους στήριξης της οικονομίας, οι τράπεζες συνεχίζουν να κερδοφορούν εις βάρος της παραγωγικής δραστηριότητας και των καταναλωτών.
Η ανάλυση του ΙΝΕΜΥ καταλήγει σε ένα απογοητευτικό συμπέρασμα: το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, παρά την ενισχυμένη κεφαλαιακή του επάρκεια, λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό ως τροχοπέδη για την ανάπτυξη. Η απροθυμία για χορηγήσεις δανείων, η κερδοσκοπία μέσω των υψηλών επιτοκιακών περιθωρίων και οι ασφυκτικές χρεώσεις αποδεικνύουν ότι οι τράπεζες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν την οικονομία περισσότερο ως πεδίο άντλησης κερδών και λιγότερο ως πεδίο ανάπτυξης.