Γράφει η Κατερίνα Αναγνωστοπούλου Σωτηροπούλου
Όσοι κι όσες κουβαλάμε κάποιες δεκαετίες στις πλάτες μας θυμόμαστε πολύ καλά το φόβο που προξενούσε η βέργα ή η βίτσα στα χέρια του δασκάλου, ή τουλάχιστον ο διάδοχό της χάρακας, οι άγριες σφαλιάρες και το τράβηγμα του αυτιού έως ξεκολλήματος!
Τότε το παιδαγωγικό «σλόγκαν» ήταν «το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο»! Και οι συνάδελφοι εκπαιδευτικοί εφάρμοζαν χωρίς «εκπτώσεις», αυτόν τον «παράδεισο» (του ξύλου) στα μικρά τρυφερά μαθητούδια τους, να τον βιώνουν σαν την κατάμαυρη κόλασή τους.
Δεν είναι το ότι οι δάσκαλοι εκείνων των χρόνων ήσαν απάνθρωποι και σαδιστές. Ήταν η επικρατούσα παιδαγωγική λογική ότι «με το ξύλο μαθαίνεις γράμματα και γίνεσαι άνθρωπος», μια αντίληψη που «νομιμοποιούνταν» και εκτός σχολείου, καθώς τόσο στην οικογένεια όσο και ευρύτερα στην κοινωνία η «παιδαγωγική του ξύλου» ήταν επίσης κυρίαρχη.
Ένα ακόμα ελαφρυντικό που πρέπει να αποδώσουμε στους εκπαιδευτικούς εκείνων των καιρών είναι το ότι ένας δάσκαλος πολλές φορές είχε στο σχολείο του και πάνω από 100 μαθητές, ίδια αγριοκάτσικα! Και πώς να τα τιθασεύσει ο καψερός, αν δεν αξιοποιούσε «παιδαγωγικά» τη βέργα και τη βίτσα!
Και το πιο σαδιστικό με τη βέργα ήταν το ότι καλούνταν οι ίδιοι μαθητές να φέρουν από μια στο σχολείο κι ο δάσκαλος διάλεγε την καλύτερη, και τα τρυφερά χεράκια τους κοκκίνιζαν (καμιά φορά και μάτωναν) απ’ τις ξυλιές!
Νίκος Καζαντζάκης [Το κρέας δικό σου, τα κόκαλα δικά μου]…
Ένα πρωί κίνησα για το σχολείο, μισό χαρούμενος, μισό αλαφιασμένος, και με κρατούσε ο πατέρας μου από το χέρι.….
Ένιωθα μέσα μου περφάνια και φόβο, μα το χέρι μου ήταν βαθιά σφηνωμένο στη χούφτα του πατέρα μου κι αντρειευόμουν.
Πηγαίναμε, πηγαίναμε, περάσαμε τα στενά σοκάκια, φτάσαμε στην εκκλησιά του Αϊ- Μηνά, στρίψαμε, μπήκαμε σ’ ένα παλιό χτίρι, με μια φαρδιά αυλή, με τέσσερις μεγάλες κάμαρες στις γωνιές.
Κοντοστάθηκα, δείλιασα, το χέρι μου άρχισε να τρέμει μέσα στη μεγάλη ζεστή χούφτα.
Ο πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάιδεψε. Τινάχτηκα, ποτέ δε θυμόμουν να μ’ είχε χαϊδέψει. Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το χέρι του:
– Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος. Κάμε το σταυρό σου.
Ο δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι, κρατούσε μια μακριά βίτσα και μου φάνηκε άγριος.
– Ετούτος είναι ο γιος μου, του ‘πε ο πατέρας μου.
Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη χούφτα του και με παράδωσε στο δάσκαλο.
– Το κρέας δικό σου, του ‘πε, τα κόκαλα δικά μου, μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.
– Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη, έχω εδώ το εργαλείο σου που κάνει τους ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα….”.