Η παχυσαρκία στην παιδική ηλικία σχετίζεται με τον αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης κάθε τύπου διαβήτη ενηλίκων με εξαίρεση εκείνον της μέσης ηλικίας αναφέρεται σε νεότερη έρευνα του Ινστιτούτου Περιβαλλοντική Ιατρικής του Ινστιτούτου Καρολίνσκα της Σουηδίας.
Προφανώς και δεν είναι η πρώτη φορά που η παιδική παχυσαρκία συσχετίζεται με τον κίνδυνο εκδήλωσης διαβήτη. Είναι ήδη τεκμηριωμένο από προηγούμενες έρευνες (που διεξήχθησαν με μαγνητικές τομογραφίες) ότι το αυξημένο μέγεθος σώματος στην παιδική ηλικία σχετίζεται με διπλάσιο κίνδυνο διαβήτη τύπου 1 (με μέση ηλικία διάγνωσης τα 16 έτη ) και διαβήτη τύπου 2.
Τι διαφορετικό κομίζει η νέα έρευνα του Ινστιτούτου Καρολίνσκα; Σύμφωνα με τους ερευνητές είναι η πρώτη φορά που καταδεικνύεται ότι το αυξημένο σωματικό λίπος και βάρος σώματος αποτελεί παράγοντα κινδύνου για τέσσερις από τους πέντε πρόσφατα προτεινόμενους υποτύπους διαβήτη. Με άλλα λόγια η νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Diabetologia (το περιοδικό του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Μελέτη του Διαβήτη) είναι η πρώτη που δείχνει ότι η παιδική παχυσαρκία σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο τεσσάρων από τους πέντε υποτύπους διαβήτη που προτάθηκαν πρόσφατα.
Παιδική παχυσαρκία: Ολοκληρωμένο πρόγραμμα πρόληψης και αντιμετώπισης
Αυτοάνοσος διαβήτης (SAID): Στην κατηγορία αυτή συγκαταλέγονται ο διαβήτης τύπου 1 και ο λανθάνων αυτοάνοσος διαβήτης ενηλίκων (LADA). Τα χαρακτηριστικά της ομάδας αυτής περιλαμβάνουν την εμφάνιση διαβήτη σε νεαρή ηλικία, μειωμένη παραγωγή ινσουλίνης, χαμηλό μεταβολικό έλεγχο και εμφάνιση αυτοαντισωμάτων αποκαρβοξυλάσης γλουταμικού οξέος (GADA).
Διαβήτης με ανεπάρκεια ινσουλίνης (SIDD): Οι ασθενείς έχουν αυξημένη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA 1C), μέτρια αντίσταση στην ινσουλίνη, κακή έκκριση ινσουλίνης και υψηλότερο κίνδυνο εμφάνιση αμφιβληστροειδοπάθειας.
Διαβήτης ανθεκτικός στην ινσουλίνη (SIRD): Κύρια χαρακτηριστικά του η παχυσαρκία και η μεγάλη αντίσταση στην ινσουλίνη. Το αξιοσημείωτο σε αυτή την ομάδα ασθενών ήταν η μεγάλη συχνότητα εμφάνισης νεφρικών βλαβών.
Ήπιος διαβήτης που σχετίζεται με την παχυσαρκία (MOD): Αυτός ο τύπος διαβήτη σχετίζεται κυρίως με παχύσαρκους ασθενείς που έχουν διαγνωσθεί με διαβήτη σε μικρή ηλικία.
Ήπιος διαβήτης που σχετίζεται με την ηλικία (MARD): Συγκεντρώνει τους περισσότερους ασθενείς η πλειοψηφία των οποίων είναι μεγαλύτερης ηλικίας.
Στην τρέχουσα έρευνα οι επιστήμονες μελέτησαν δεδομένα από τη βρετανική βιοτράπεζα (UK Biobank) σε σύνολο 453.169 ευρωπαίων συμμετεχόντων και τα ανέλυσαν με τη μέθοδο της μενδελιανής τυχαιοποίησης όπου οι γενετικές πληροφορίες χρησιμοποιούνται για τη μελέτη της σχέσης μεταξύ ενός περιβαλλοντικού παράγοντα κινδύνου και μιας ασθένειας, ενώ λαμβάνεται υπόψη η επίδραση άλλων παραγόντων κινδύνου.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υψηλότερα επίπεδα παιδικής παχυσαρκίας συνδέθηκαν με 62% αυξημένο κίνδυνο LADA, διπλασιασμό του κινδύνου SIDD, τριπλάσιο κίνδυνο SIRD και επταπλάσιο κίνδυνο MOD. Ο μόνος υποτύπος διαβήτη που δεν έδειξε συσχέτιση με την παιδική παχυσαρκία ήταν ο MARD που εξ ορισμού αφορά άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς η μελέτη τους αποκαλύπτει δυνητικά διαφορετικούς μηχανισμούς που συνδέουν την παιδική παχυσαρκία με διαφορετικούς υποτύπους διαβήτη. Η σχέση μεταξύ του μεγέθους του σώματος της παιδικής ηλικίας και του SIRD ή MOD θεωρείται αναμενόμενη, δεδομένων των δυσμενών επιπτώσεων της παχυσαρκίας στην ευαισθησία στην ινσουλίνη. Είναι ενδιαφέρον ότι τα παιδιά με υψηλότερα επίπεδα παχυσαρκίας είχαν επίσης υψηλότερους κινδύνους LADA και SIDD, υποτύπους που χαρακτηρίζονται από ανεπάρκεια ινσουλίνης. Αυτό το φαινόμενο μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι η μειωμένη έκκριση ινσουλίνης επηρεάζεται από τη μεγάλη συγκέντρωση λίπους γύρω από το πάγκρεας, αλλά και από την αντίσταση στην ινσουλίνη.