Αναφέρεται ότι εντοπίστηκαν χιλιάδες ευρώ μέσα σε χαρτοσακούλα, τυλιγμένη μέσα σε άλλη νάιλον σακούλα,που ήταν κρυμμένη σε γυναικείες τουαλέτες οι οποίες είχαν μετατραπεί σε πρόχειρο βεστιάριο, όπως και χρυσά κοσμήματα τα οποία βρέθηκαν σε διπλανό κτίριο από τα κεντρικά γραφεία της «Κιβωτού», εκεί όπου φιλοξενούνται παιδιά και μονογονεϊκές οικογένειες.
Μετά την πρώτη αναβολή λόγω κωλύματος των συνηγόρων υπεράσπισης, η δίκη για τον πατέρα Αντώνιο και τους επτά εργαζόμενους στην «Κιβωτό», που κατηγορούνται για πλημμεληματικού βαθμού κατηγορίες, ορίστηκε για τις 11 Δεκεμβρίου. Η συγκεκριμένη υπόθεση αφορά σε μία από τις δύο δικογραφίες που σχηματίστηκαν έπειτα από την έρευνα της Εισαγγελίας Ανηλίκων. Το κατηγορητήριο περιγράφει συνθήκες κολαστηρίου που φαίνεται να βίωναν τα θύματα σε δομές της οργάνωσης, με εξαντλητικές και βαριές εργασίες, πολυήμερες ή πολύμηνες απομονώσεις σε άθλιες συνθήκες, σωματική κακοποίηση και απειλές.
Η δεύτερη δικογραφία αφορά σε κακουργηματική κατηγορία: για σεξουαλικές πράξεις εναντίον δύο ανήλικων, στις οποίες φέρεται να προέβη ο πατέρας Αντώνιος. Η υπόθεση αυτή πυροδότησε νέο κύκλο αντιπαραθέσεων με τη δημοσιοποίηση επιστολής που φέρεται να έγραψε ο 16χρονος, με την οποία διαψεύδει πως έπεσε θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης από τον πατέρα Αντώνιο, λέγοντας πως είπε ψέματα παρασυρόμενος από κάποιους που του προσέφεραν ακόμη και χρήματα προκειμένου να πλήξει τον ιερέα.
Την ίδια στιγμή, νέα ευρήματα και σοβαρές ενδείξεις που παραπέμπουν σε μαύρα ταμεία και κακοδιαχείριση έρχονται στη δημοσιότητα. Βάσει ντοκουμέντων που φέρνει στη δημοσιότητα το «ΘΕΜΑ», επιβεβαιώνεται για μια ακόμα φορά ότι το χρήμα έρεε άφθονο στη ΜΚΟ – μάλιστα δεν είχαν πού να το κρύψουν. Ενδεικτικά, πριν από μερικές μέρες εντοπίστηκαν δεσμίδες με χιλιάδες ευρώ μέσα σε γυναικείες τουαλέτες, χρήματα που προέρχονταν από μικροδωρεές, που αντί να δηλωθούν και να καταλήξουν στους τραπεζικούς λογαριασμούς της «Κιβωτού», τα έκρυβαν μέσα σε χαρτοσακούλες φυλάσσοντας τα σε απίθανα σημεία.
Συγκεκριμένα, την Τετάρτη 25 Οκτωβρίου στα κεντρικά γραφεία της «Κιβωτού» στο πλαίσιο εκκαθάρισης που έγινε στις γυναικείες τουαλέτες του 2ου ορόφου, οι οποίες λειτουργούσαν ως βεστιάριο, ανακαλύφθηκε μια χαρτοσακούλα μέσα σε μια άλλη νάιλον σακούλα, που περιείχε πέντε δεσμίδες αποτελούμενες από 200 χαρτονομίσματα των 10 ευρώ η κάθε μία και αθροίζουν συνολικά το ποσό των 10.000 ευρώ. Οι δεσμίδες ήταν τυλιγμένες με λαστιχάκια, κάτι που δείχνει ότι εκείνος που ανέλαβε να κρύψει τα χρήματα στις γυναικείες τουαλέτες φρόντισε πρώτα να τα μετρήσει και μετά να τα… εξαφανίσει.
Οι δεσμίδες με τα 10.000 ευρώ μεταφέρθηκαν στο λογιστήριο και ακολούθησε η καταμέτρησή τους, παρουσία της διευθύντριας και υπαλλήλων του λογιστηρίου. Οι υπάλληλοι του λογιστηρίου υπέθεσαν ότι τα χαρτονομίσματα είχαν προκύψει από κουμπαράδες καθώς, όπως ανέφεραν, «ήταν σύνηθες να της πηγαίνουν έτσι τα μετρητά (σ.σ.: στην πρεσβυτέρα) όταν ξέμενε το λογιστήριο».
Τα κλειδιά του «βεστιαρίου» είχε στην κλειδοθήκη του οργανισμού ένας υπάλληλος που ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση των ακινήτων του οργανισμού, αν και ο ίδιος εξήγησε ότι πρόσβαση σε αυτό είχε μόνο η πρεσβυτέρα, Σταματία Γεωργαντή.
Σημειώνεται ότι δύο μέρες μετά τον εντοπισμό της χαρτοσακούλας με τα 10.000 ευρώ σε δεσμίδες, συγκεκριμένα την Παρασκευή 27 Οκτωβρίου, ακολούθησε έρευνα και στο διαμέρισμα της πρεσβυτέρας που βρίσκεται σε κτίριο δίπλα στα κεντρικά γραφεία, εκεί όπου φιλοξενούνται παιδιά και μονογονεϊκές οικογένειες. Εκεί λοιπόν εντοπίστηκε κάτω από τα ντουλάπια της κουζίνας -και αφού πρώτα αφαιρέθηκε το σοβατεπί- ένα κουτί με κοσμήματα που η αξία τους υπολογίζεται ότι ανέρχεται σε πάνω από 10.000 ευρώ. Τόσο η χαρτοσακούλα με τα 10.000 ευρώ όσο και το κουτί με τα κοσμήματα παραδόθηκαν από τη νέα διοίκηση της «Κιβωτού» στην Οικονομική Αστυνομία.
Από τις έρευνες της Οικονομικής Αστυνομίας, θυμίζουμε ότι έχουν προκύψει επιβαρυντικά στοιχεία για τους δύο διαχειριστές της ΜΚΟ. Ενδεικτικά, την εποχή των capital controls φέρονται να προχώρησαν στην αγορά παραδοσιακών κατοικιών στη λίμνη των Ιωαννίνων με σακούλες που περιείχαν 100.000 ευρώ σε μετρητά. Επιπλέον 250.000 ευρώ κόστισε η ανακατασκευή τους, χρήματα που δόθηκαν πάλι μέσα σε… μαύρες σακούλες, καθώς από την έρευνα προέκυψε ότι αυτά τα ποσά δεν είχαν εκταμιευτεί από κανέναν τραπεζικό λογαριασμό.
Η έρευνα
Από τα στοιχεία και τις πληροφορίες που είναι στη διάθεση της Οικονομικής Αστυνομίας, και αφορούν στην οικονομική και λογιστική κατάσταση που παρέλαβε η προσωρινή διοίκηση, διαπιστώθηκε ότι δεν εφαρμόζονταν οι απαραίτητες διαδικασίες και οι δικλίδες ασφαλείας για την αναλυτική καταγραφή και συγκέντρωση των μετρητών στα κεντρικά της ΜΚΟ και τις δομές της. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν εντοπίστηκαν ούτε βιβλία εσόδων – εξόδων. Η έλλειψη επίσημων καταγεγραμμένων διαδικασιών, δεν επέτρεπε η την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προσωπικού και διοικούντων μέσω οργανωμένου συστήματος εσωτερικού ελέγχου, και οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ουδείς γνώριζε πόσα χρήματα έμπαιναν και έβγαιναν από την «Κιβωτό» πέρα από τον πατέρα Αντώνιο και την πρεσβυτέρα.
Οι πρακτικές που μόνο αυτοί οι δύο γνώριζαν και εφάρμοζαν στη διαχείριση των οικονομικών της ΜΚΟ είχαν σημαντική απόκλιση από τις βέλτιστες πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν υπήρχε καταγεγραμμένη διαδικασία διαχείρισης μετρητών και έλειπαν οι δικλίδες ασφαλείας, όπως πχ. ο διαχωρισμός καθηκόντων και ρόλων σε ό,τι αφορά την είσπραξη, διαχείριση, φύλαξη και παρακολούθηση υπολοίπου μετρητών.
Καθώς αναφερόμαστε στη διαχείριση χιλιάδων ευρώ από δωρεές, όπως διαπιστώθηκε κατά τον έλεγχο, οι ευαίσθητες αυτές διαδικασίες, δηλαδή η είσπραξη και η καταμέτρηση μετρητών από δωρεές π.χ. σε κηδείες, που ήταν και η μεγαλύτερη πηγή εσόδων σε μετρητά, γίνονταν από ένα άτομο μόνο, χωρίς την παρουσία εντεταλμένων στελεχών του λογιστηρίου της «Κιβωτού», και χωρίς να συντάσσεται κάποιο επίσημο πρωτόκολλο καταμέτρησης και να φυλάσσεται αυτό στο αρχείο του λογιστηρίου της για μελλοντικό έλεγχο ή επαλήθευση.
Επιπλέον, διαπιστώθηκε έλλειψη επαρκούς διαδικασίας της λογιστικής καταγραφής των εσόδων σε μετρητά η οποία δεν επέτρεπε την πληρότητα και την ακριβή λογιστική καταγραφή και παρακολούθηση, ούτε τη διενέργεια επαληθεύσεων και συμφωνιών μεταξύ εσόδων σε μετρητά και καταχώρισης στα λογιστικά βιβλία, με αποτέλεσμα να προκύπτουν σοβαρές ασυμφωνίες στα λογιστικά υπόλοιπα.