Την τελευταία του πνοή σε ηλικία 89 ετών άφησε ο ηθοποιός Νίκος Ξανθόπουλος, γνωστός κι ως το «παιδί του λαού». Τον τελευταίο καιρό, αντιμετώπιζε πολλά και σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα και νοσηλευόταν διασωληνωμένος στην εντατική σε ιδιωτική κλινική στο Αιγάλεω, δίνοντας μάχη για να κρατηθεί στη ζωή, έχοντας δίπλα του την οικογένειά του.
Το «παιδί του λαού» αγαπήθηκε τόσο ως ηθοποιός όσο και ως τραγουδιστής. Έγινε ιδιαίτερα γνωστός, δημοφιλής και αγαπητός τη δεκαετία του ’60, ερμηνεύοντας κυρίως το ρόλο του φτωχού και κατατρεγμένου λαϊκού παιδιού που ζει μέσα στη δυστυχία αλλά τελικά λυτρώνεται, στις δραματικές ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
Ο Νίκος Ξανθόπουλος γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία της Αθήνας στις 14 Μαρτίου του 1934.
Μπορεί οι πρώτες του δουλειές να ήταν στο θέατρο έμελλε όμως να είναι ο κινηματογράφος εκείνος που θα τον κερδίσει και θα τον αναδείξει. Βγήκε για πρώτη φορά στο λευκό πανί το 1958, στην κωμωδία του Φίλιππα Φυλακτού «Το Εισπρακτοράκι», παίζοντας στο πλευρό δύο σπουδαίων κωμικών, του Βασίλη Αυλωνίτη και του Νίκου Ρίζου.
Κι όμως αποδείχτηκε τελικά πως προορισμός του ήταν οι δραματικοί ρόλοι. Σε αυτούς διακρίθηκε πρωταγωνιστώντας, επί χρόνια, σε μια σειρά επιτυχημένων ταινιών όπως οι «Αγάπησα και πόνεσα », «Είναι μεγάλος ο Καημός», «Ο Ζητιάνος μιας Αγάπης», «Απόκληροι της Κοινωνίας», «Καρδιά μου πάψε να πονάς», «Με Πόνο και με Δάκρυα», «Η Οδύσσεια ενός Ξεριζωμένου», «Γιακουμής μια Ρωμαίικη Καρδιά» κ.α.
Μέσα από τους κινηματογραφικούς του ρόλους, ωστόσο, κατάφερε να αναδείξει και ένα ακόμη ταλέντο του, αυτό του τραγουδιού. Ο ίδιος αναδείχτηκε ως ιδανικός ερμηνευτής των πονεμένων τραγουδιών που ηρώων που υποδυόταν. Γι’ αυτό και όταν στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 έληξε η χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου έστρεψε εκεί το ενδιαφέρον του. Κυκλοφόρησε 9 δίσκους και 55 σίγκλς και ερμήνευσε συνολικά 300 τραγούδια με σημαντικές υπογραφές όπως αυτές του Απόστολου Καλδάρα, του ΄Ακη Πάνου, του Χρήστου Νικολόπουλου του Σταύρου Ξαρχάκου κ.α. Οι συναυλίες που έδινε εκείνη την περίοδο, εντός και εκτός Ελλάδας, γινόταν το αδιαχώρητο. Οι συναισθηματικές ερμηνείες του Ξανθόπουλου έκαναν τους απανταχού Έλληνες να δακρύζουν!
Κι όμως, παρά την μεγάλη, τη σαρωτική επιτυχία, παρέμεινε ταπεινός, προσγειωμένος στη γη. «Πολλές φορές έπαιρνα το λεωφορείο – αυτοκίνητο δεν είχα ακόμη- και πήγαινα στο Μαρούσι κι από τη στάση, με ψιλόβροχο, περπατούσα μέχρι το στούντιο για να μην ξεχνιέμαι, να είμαι κοντά στον κόσμο, μέσα στον κόσμο, να βλέπω τι τραβάει, πώς περνάει. Έλεγα στον εαυτό μου, περπάτα κερατά, για να μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα και να θυμάσαι πάντα ότι αξιώθηκες, εσύ, ο γιος του κυρ Παναγιώτη του τσαγκάρη, να δεις αγάπες και χαρές που δεν τις έβαζε ο νους σου, και που δεν ξέρουμε σε τελευταία ανάλυση αν τις άξιζες κιόλας» διηγούνταν ο ίδιος. Η αυτοβιογραφία του, τού έδωσε την ευκαιρία να αποκαλύψει το αληθινό του πρόσωπο, όλα όσα έκρυβε βαθιά μέσα στην ψυχή του, «σαν εξομολόγησε σε στον πνευματικό του», όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο ίδιος. Γιατί, κακά τα ψέματα, ο πολύς κόσμος είχε ταυτίσει τον Ξανθόπουλο με τον βαρύ, μονίμως λυπημένο άνδρα που υποδυόταν στις ταινίες. Κι όμως, στην πραγματική του ζωή, δεν ήταν αυτός ο άνδρας: «Δεν με ξέρετε, κανένας δεν με ξέρει. Η εικόνα μου δεν είναι αυτή που δημιούργησαν, ίσως να φταίω κι εγώ που δεν αντιδρώ, δεν μιλάω. Η καλή μου η Ελένη Ζαφειρίου, που έκανε τη μάνα μου στις ταινίες, μου «λεγε, “Χαμογέλα, βρε. Ενώ είσαι τόσο καλό παιδί, έτσι που σε βλέπουν μουτρωμένο, βάζουν χίλια δυο στο μυαλό τους. Μην αδικείς ο ίδιος τον εαυτό σου».
Η τελευταία του παρουσία στον κινηματογράφο, μετά από απουσία 24 ετών, ήταν το 1995 στην ταινία του Γιώργου Ζερβουλάκου Με τον Ορφέα τον Αύγουστο.
Στα τέλη του 2005 κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του με τίτλο Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα περιοδεύοντας μάλιστα ανά την Ελλάδα για την προώθηση του βιβλίου του. Η ιδέα για την έκδοση προέκυψε μετά από συνέντευξή του στο περιοδικό «Εικόνες».
«Στη ζωή μου έχω δει τέτοιες χαρές, τόση αγάπη από τον κόσμο, σαν να ‘μουνα σπλάχνο από τα σπλάχνα τους, σα να ‘μουνα παιδί τους. Ώρες ώρες βούρκωνα, λιώνανε τα μέσα μου, βουβαινόμουν, δεν μπορούσα να μιλήσω. Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή την αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος, πιο έντιμος, πιο εντάξει. Ένα με τον κόσμο, ένας με αυτούς. Δεν απέφευγα τους ανθρώπους, βρισκόμουν ανάμεσά τους, δίπλα τους, να τους νιώθω, να τους καταλαβαίνω, για να μπορώ και στα έργα μου να μιλάω για τους καημούς και τα προβλήματά τους, που ήταν και δικά μου παλιότερα. Δεν ξεχνούσα τον τσαγκάρη πατέρα μου, τη μητέρα μου στη φάμπρικα, τη μητριά μου παραδουλεύτρα» είχε εξομολογηθεί ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα», που κυκλοφόρησε, το 2005, από τις εκδόσεις «Άγκυρα».
Στις 400 σελίδες αυτούς του βιβλίου, διηγήθηκε τη ζωή του, έτσι όπως την έχτισε, «Πετραδάκι – πετραδάκι», από τη φτωχογειτονιά της Νέας Ιωνίας που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ως παιδί προσφύγων που πάλευαν καθημερινά για το ψωμί τους, γνώρισε από πολύ νωρίς τί θα πει φτώχεια και στερήσεις. Παρόλα αυτά δεν το έβαλε κάτω και κυνήγησε τα όνειρά του. Έπαιξε ποδόσφαιρο με την ΑΕΚ στα εφηβικά του χρόνια, διάβαζε διαρκώς ενώ όταν ήρθε η ώρα να αποφασίσει ποιον δρόμο θέλει να ακολουθήσει στη ζωή του, τα βήματά του τον οδήγησαν στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Είχε μαγευτεί από τις ερμηνείες του Μάνου Κατράκη κι ήθελε να μπει κι ο ίδιος στον μαγικό αυτό κόσμο.
Ο Νίκος Ξανθόπουλος παντρεύτηκε δύο φορές και έχει τέσσερα παιδιά και πέντε εγγόνια.