Ο τελευταίος βασιλιάς της Ελλάδας μεταξύ 1964 και 1973, Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ, άφησε την τελευταία πνοή του την Τρίτη σε ηλικία 82 ετών, καταβεβλημένος από τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια.
Γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου του 1940 στο σπίτι της οικογένειας στο Παλαιό Ψυχικό. Ήταν ο μοναδικός γιός του πρίγκιπα Παύλου Α′ και μετέπειτα Βασιλιά και της Φρειδερίκης. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Κάϊρο, όπου και είχε καταφύγει η βασιλική οικογένειά, έχοντας διαφύγει με μυθιστορηματικό τρόπο λίγο μετά μετά από την έναρξη της Μάχης της Κρήτης. Ο Κωνσταντίνος δεν ήταν από τα γεννοφάσκια του διάδοχος. Αυτό προέκυψε μετά τον αιφνίδιο θάνατο του θείου του Γεώργιου Β΄. Ο τελευταίος έφυγε από την ζωή την 1η Απριλίου του 1947 από ανακοπή καρδιάς. Αν και είχε παντρευτεί τη πριγκίπισσα της Ρουμανίας Ελισάβετ δεν απέκτησαν ποτέ παιδιά και χώρισαν. Έτσι, ο αδελφός του και πατέρας του Κωνσταντίνου έγινε Βασιλιάς των Ελλήνων από το 1947 και αποτέλεσε το πέμπτο μέλος της δυναστείας Σλέσβιχ – Χολστάιν – Σόντερμπουργκ – Γλίξμπουργκ, που είχε ανέβει στον ελληνικό θρόνο το 1863. Μετά την ενθρόνιση του πατέρα του Παύλου, εκείνος ορίστηκε διάδοχος, όπως και, άλλωστε, όριζαν οι συνταγματικές διατάξεις. Ο θάνατος του Βασιλιά Παύλου στα 62 του μόλις χρόνια από καρκίνο κατά πολλούς υπήρξε μοιραίος για τη χώρα, τον οίκο των Γλύξμπουργκ και τον ίδιο τον γιό του. Αυτός ήταν που τον διαδέχθηκε στις 6 Μαρτίου του 1964. Λίγο μετά παντρεύτηκε την Άννα Μαρία, την μικρότερη κόρη του βασιλιά Φρειδερίκου Θ′ και της βασίλισσας Ίνγκριντ της Δανίας. «Έχασα τον πατέρα μου στα 23 και παντρεύτηκα στα 24… Θα ήταν αδύνατον να ζήσω χωρίς να έχω μία τέτοια γυναίκα. Θαυμάζω την υπομονή της».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ανάρρηση του Κωνσταντίνου Β΄ στο θρόνο συνέπεσε με μία μεγάλη πολιτική αλλαγή. Η Ενωση Κέντρου υπό την ηγεσία του Γεωργίου Παπανδρέου ανέλαβε τη διακυβέρνηση μετά τον εκλογικό θρίαμβο του Φεβρουαρίου (52,72%). Η εμμονή του Κωνσταντίνου να ασκεί έλεγχο στις Ένοπλες Δυνάμεις και η άρνηση του να δεχθεί την αντικατάσταση του Πέτρου Γαρουφαλιά στο υπουργείο Αμυνας οδήγησε σε μετωπική σύγκρουση με τον πρωθυπουργό. Κατά πολλούς, ο «άπειρος» βασιλιάς Κωνσταντίνος έκανε διαδοχικά λάθη, αρχής γενομένης από τα περίφημα Ιουλιανά του 1965. Η Φρειδερίκη λειτούργησε όχι ως βασιλομήτωρ αλλά ως βασίλισσα. Μετείχε ενεργά στο συνταγματικό πραξικόπημα των Ιουλιανών και στην αποστασία. Η παρατεταμένη κρίση είχε τη τραγική κατάληξη της επιβολής της επτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1967 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄, αποπειράθηκε να ανατρέψει τη χούντα, αλλά απέτυχε. Μερικούς μήνες νωρίτερα, είχε αναγκαστεί να ορκίσει την κυβέρνησή τους. Μέχρι το τέλος υπερασπιζόταν την απόφασή του αυτή. Κάποτε είχε απαντήσει σε ερώτηση για το αν σήμερα θα έκανε το ίδιο. «Οπωσδήποτε θα την όρκιζα, οπωσδήποτε δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, διότι μη ξεχνάτε ότι βρισκόμαστε στο άγνωστο και όταν λέω άγνωστο εννοώ ότι κανένας δεν είχε εξουσία εκείνη τη στιγμή, ο μόνος που είχε εξουσία εάν ήθελε να την ασκήσει ήμουν εγώ, αλλά και ποιος με άκουγε εκείνη τη στιγμή, ήταν πολύ περίεργη η κατάσταση, αλλά θα την όρκιζα την κυβέρνηση». Με το δημοψήφισμα του 1974 οι πολίτες επέλεξαν με ποσοστό 69,2% την κατάργηση της μοναρχίας. Παρέμεινε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1981 και αυτό για να παρακολουθήσει τη νεκρώσιμη ακολουθία στην κηδεία της μητέρας του Φρειδερίκης.
Για πολλά χρόνια, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, δεν κυκλοφορούσε καμία είδηση ή ακόμα και φωτογραφία του στη χώρα. Η ιδιωτική τηλεόραση και τα περιοδικά σιγά σιγά επανέφεραν τους Γλύξμπουργκ και τα πεπραγμένα τους, με σχετικά αφιερώματα και δημοσιεύματα.
Το 1992 ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ σύναψε συμφωνία με την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, σύμφωνα με τη οποία εκχωρούσε το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας του στην Ελλάδα σε ένα μη κερδοσκοπικό ίδρυμα με αντάλλαγμα την απόδοση των παλαιών θερινών ανακτόρων του Τατοΐου και το δικαίωμα να κατέχει και να εξάγει έναν μεγάλο αριθμό κινητών περιουσιακών στοιχείων από τη χώρα. Το 1994 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, που είχε στο μεταξύ επανέλθει στην εξουσία, ακύρωσε τη συμφωνία του 1992 και αφαίρεσε από τον Κωνσταντίνο την ιδιοκτησία του στην Ελλάδα και την ελληνική ιθαγένεια. Ήταν η χρονιά που στο Λονδίνο τελέστηκε ο γάμος του πρωτότοκου γιού του Παύλου με τη Μαρί Σαντάλ. Οι αρχές του 2000 σηματοδοτούν μία νηνεμία και την επιστροφή του στην Ελλάδα. Αγοράζει το σπίτι στο Πόρτο Χέλι. Εκεί συγκεντρωνόταν η οικογένεια, έδιναν συνεντεύξεις, φιλοξενούσαν διάσημους καλεσμένους. Το 2015 εκδόθηκε η τρίτομη αυτοβιογραφία του με τίτλο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος. Χωρίς Τίτλο». Η βίλα του στο Πόρτο Χέλι πάντως πουλήθηκε πρόσφατα σε Βούλγαρο επιχειρηματία. Είχε μετακομίσει με τη σύζυγό του σ’ ένα διαμέρισμα στο Κολωνάκι. Εκεί γιόρτασε τα τελευταία γενέθλιά του σε στενό οικογενειακό κύκλο.
Η υγεία του ήταν εξαιρετικά επιβαρημένη τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή. Το 2009 είχε υποβληθεί σε χειρουργείο για την καρδιά του. Το 2013 είχε ένα λιποθυμικό επεισόδιο και νοσηλεύτηκε ενώ ξαναβρέθηκε στο νοσοκομείο το 2016 με συμπτώματα εγκεφαλικού. Τον τελευταίο χρόνο είχε νοσηλευτεί αρκετές φορές. Η τελευταία φορά που είχε κάνει επίσημη εμφάνιση ήταν στον γάμο του γιου του Φίλιππου με τη Νίνα Φλορ τον Οκτώβριο του 2021. Ήταν καθηλωμένος σε αμαξίδιο, στο οποίο και παρέμεινε, όταν εθεάθη για τελευταία φορά με τη σύζυγό και τις αδελφές του στο κέντρο της Αθήνας στα μέσα Οκτωβρίου.
– Ο θάνατος του τέως βασιλιά της Ελλάδας περιλαμβάνει και αθλητικές προεκτάσεις, αφού κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης το 1960 στην ιστοπλοΐα και συγκεκριμένα στα σκάφη τύπου Dragon, όντας ο πρώτος εκπρόσωπος της χώρας μας που ανεβαίνει στο βάθρο από το 1912 και τον Κώστα Τσικλητήρα.
Η σχέση του με τον αθλητισμό στην Ελλάδα είχε αρχίσει από την ηλικία των 15 ετών, όταν διορίστηκε πρόεδρος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής. Το 1960 υπήρξε ο επικεφαλής της ελληνικής αποστολής στους Ολυμπιακούς Αγώνες που διεξήχθησαν στην Ιταλία και στις 8 Σεπτεμβρίου έγραψε ιστορία. Ο τότε νεαρός διάδοχος Κωνσταντίνος είχε σχηματίσει το πλήρωμα του σκάφους “Νηρεύς” μαζί με τους Οδυσσέα Εσκιτζόγλου και Γιώργο Ζαΐμη. Η προετοιμασία τους γινόταν στο Φάληρο, με τη θάλασσα στην περιοχή να έχει μεγάλες ομοιότητες με τη θάλασσα στη Νάπολη, όπου θα διεξαγόταν το ολυμπιακό τουρνουά ιστιοπλοΐας. Ο 20χρονος Κωνσταντίνος Β’ ήταν ο πηδαλιούχος του ελληνικού πληρώματος, το οποίο είχε καλή παρουσία από τις πρώτες ιστιοδρομίες μεταξύ 27 σκαφών και μέχρι την τρίτη από το τέλος είχε εξασφαλίσει μετάλλιο. Στις δύο τελευταίες η σωστή τακτική το οδήγησε στην κορυφή του βάθρου και το χρυσό μετάλλιο, αφήνοντας στη 2η θέση την Αργεντινή και στην 3η τη Ιταλία.