Η φιλοσοφία των 138 άρθρων του νόμου του κράτους που επέφεραν αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, έτσι όπως εκφράστηκε από τον υπουργό Δικαιοσύνης Γιώργο Φλωρίδη, είναι η αναχαίτιση της ατιμωρησίας της μεσαίας μικροεγκληματικότητας με την έκτιση μέρους των ποινών (ή με παροχή κοινωνικής εργασίας) που θα επιβάλλονται έως τρία έτη από τα δικαστήρια. Ο νέος Ποινικός Κώδικας περιλαμβάνει πληθώρα αλλαγών, με βασικούς άξονες την επιτάχυνση στην απονομή της Δικαιοσύνης, την αυστηροποίηση των ποινών -ειδικά σε αδικήματα όπως είναι ο εμπρησμός δάσους-, την εκτέλεση μέρους των μικροποινών σε κατάστημα κράτησης ή με τη μορφή παροχής κοινωφελούς εργασίας.
Πλημμελήματα
Ετσι, πλέον οι ποινές φυλάκισης έως ένα έτος θα μπορούν να αναστέλλονται, αν οι αμετάκλητες καταδίκες -εφόσον υπάρχουν στο ποινικό μητρώο – δεν υπερβαίνουν το ένα έτος. Οι ποινές φυλάκισης άνω του ενός έτους και μέχρι δύο έτη θα εκτίονται πρωτίστως με εναλλακτικούς τρόπους έκτισης της ποινής. Δηλαδή της μετατροπής των ποινών σε χρηματικές ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας.
Ποινές έως 1 έτος
Με τα νέα δεδομένα, αν κάποιος που δεν έχει στο παρελθόν καταδικαστεί αμετάκλητα με μία ή περισσότερες δικαστικές αποφάσεις σε στερητική της ελευθερίας ποινή άνω του ενός έτους και καταδικαστεί σε ποινή που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, τότε το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα. Η αναστολή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από ένα έτος και ανώτερη από τρία έτη, εφόσον κριθεί από το δικαστήριο αιτιολογημένα ότι η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να αποτρέψει τον παραβάτη από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Αρα, κοντολογίς, σε αδικήματα με ποινή έως ένα έτος η αναστολή θεωρείται σχεδόν υποχρεωτική, εκτός από ειδικές περιπτώσεις, όπως είναι το αδίκημα της επανειλημμένης εξύβρισης.
Ποινές έως 3 έτη
Τώρα, αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο, εφόσον η μετατροπή της ποινής του σε χρηματική ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας δεν επιτρέπεται με βάση το ύψος της ποινής ή κρίνει ότι δεν είναι επαρκής για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση άλλων νέων αξιόποινων πράξεων (και για τον σκοπό αυτό είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της ποινής), μπορεί να διατάξει την πραγματική εκτέλεση μέρους της ποινής (φυλάκισης). Η διάρκεια της φυλάκισης δεν μπορεί να είναι κατώτερη του ενός μηνός, αλλά ούτε και ανώτερη των έξι μηνών, ενώ για τον υπόλοιπο χρόνο της ποινής θα επέρχεται αναστολή εκτέλεσής της.
Το ίδιο ισχύει και για άλλα αδικήματα, όπως είναι οι φορολογικές παραβάσεις, μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών, κάποιες από τις σωματικές βλάβες, αλλά και πολλά από τα αδικήματα της καθημερινότητας, όπως η παράνομη τοποθέτηση τραπεζοκαθισμάτων σε κοινόχρηστο χώρο, η παραβίαση υγειονομικών διατάξεων σε καταστήματα (εστιατόρια, ταβέρνες, καφετέριες, μπαρ κ.λ.π.).
Ποινές από 3 έως 5 έτη
Το επόμενο επίπεδο επιβολής των ποινών είναι αυτό από 3 έως 5 έτη φυλάκισης. Με άλλα λόγια, αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση για αδίκημα πλημμεληματικού χαρακτήρα που υπερβαίνει τα 3 έτη, το δικαστήριο διατάζει την πραγματική έκτιση της ποινής εντός σωφρονιστικού καταστήματος.
Ωστόσο, αν το δικαστήριο κρίνει αιτιολογημένα ότι η έκτιση μέρους της ποινής αρκεί για να αποτραπεί η τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, έχει τη δυνατότητα να διατάξει:
α) την πραγματική έκτιση μέρους της ποινής, που δεν μπορεί να είναι κατώτερη του 1/5 ούτε ανώτερη των 2/5,
β) την αναστολή του υπολοίπου της ποινής.
Συμπερασματικά, σύμφωνα με τις νέες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, όσες ποινές είναι από 3 έως 5 έτη, η πραγματική έκτιση της ποινής είναι βεβαία. Με απλά λόγια, όσοι διαπράξουν πλημμεληματικής μορφής αδικήματα, δηλαδή παραβιάσουν πολεοδομικές διατάξεις κατά την ανέγερση οικοδομής ή μετατρέψουν τον χώρο της πιλοτής πολυκατοικίας ή μονοκατοικίας σε κατοικήσιμο χώρο ή διαπράξουν τα αδικήματα της συμμορίας, της πλαστογραφίας, της απάτης, της κλοπής, του εμπρησμού κ.λπ., θα περάσουν την πόρτα της φυλακής.
Κακουργήματα
Οι τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα αυξάνουν κατά πολύ τις ποινές όσων διαπράττουν κακουργήματα. Δηλαδή, θα παραμένουν πολύ περισσότερο εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων όσοι διαπράττουν κακουργήματα, ενώ δυσκολεύουν κατά πολύ οι προϋποθέσεις για την υφ’ όρον απόλυση καταδικασθέντα.
Το ανώτατο όριο κάθειρξης για τα κακουργήματα αυξήθηκε από τα 15 στα 20 έτη. Αρα, πρακτικά, σε όποιο άρθρο του Ποινικού Κώδικα αναφέρεται ως προβλεπόμενη ποινή η «κάθειρξη», πλέον μπορεί αυτή να φτάσει έως τα 20 έτη.
Την ίδια στιγμή αυξήθηκε στα 25 έτη (από τα 20) το όριο του αδικήματος της κάθειρξης επί συρροής κακουργημάτων και η μέγιστη ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης από τα 15 στα 20 έτη για όλα τα κακουργήματα, ενώ επί συρροής πλημμελημάτων αυξήθηκε η ποινή στα 10 από τα 8 έτη που ήταν έως τώρα. Μετά τα νέα δεδομένα, σε επίπεδο κακουργηματικού χαρακτήρα, κάποια από τα αδικήματα που αφορούν ναρκωτικά ή υποθέσεις λαθρεμπορίας ή παράνομη διακίνηση αλλοδαπών κ.ο.κ., το ανώτερο πλαφόν φυλάκισης αυξήθηκε αισθητά.
Ωστόσο, εφόσον το μέγιστο όριο κάθειρξης αυστηροποιείται για όλα τα κακουργήματα στα 20 έτη, αυτό συμπαρασύρει προς το αυστηρότερο και την υφ’ όρον απόλυση (ως προς τον χρόνο παραμονής στη φυλακή).
Ετσι, πλέον θα εναπόκειται στην ουσιαστική κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου -ανάλογα με την επικινδυνότητα του εγκλήματος και τα ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του δράστη- και ανεξαρτήτως των τυπικών προϋποθέσεων της συμπλήρωσης του χρόνου κράτησης, εάν θα υπάρξει ή όχι υφ’ όρον απόλυση.
Εμπρησμός
Δεν πρέπει να παραλειφθεί ότι μετά τη φωτιά στο Μάτι, όπου έχασαν τη ζωή τους από την πύρινη λαίλαπα 104 άτομα και ο άνθρωπος ο οποίος φέρεται ότι είναι υπαίτιος για τη φωτιά δικάζεται σήμερα για πλημμέλημα, αυστηροποιήθηκε η προβλεπόμενη ποινή και απαγορεύθηκε κάθε μορφής αναστολή ή μετατροπή της ποινής για το αδίκημα του εμπρησμού δάσους.
Από εδώ και στο εξής, όποιος προξενεί πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση ή έκταση που έχει κηρυχθεί αναδασωτέα, τιμωρείται:
α) με κάθειρξη 10 ετών και χρηματική ποινή,
β) με κάθειρξη έως 10 έτη και χρηματική ποινή, αν μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο,
γ) με κάθειρξη τουλάχιστον 10 έτη και χρηματική ποινή, αν προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας ή υπήρξε βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου ή η φωτιά εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση ή υπήρξε ευρεία ρύπανση ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική καταστροφή, και
δ) με ισόβια κάθειρξη, αν υπάρξει απώλεια ανθρώπινης ζωής.
Επικίνδυνη οδήγηση
Ασχημα όμως είναι τα νέα και για όσους κάνουν κόντρες στην παραλιακή, επικίνδυνους ελιγμούς με το αυτοκίνητο και πολύ περισσότερο για όσους παραβιάζουν το κόκκινο του σηματοδότη και προκαλούν βαριά σωματική βλάβη ή θάνατο, καθώς έρχονται αντιμέτωποι μέχρι και με ισόβια κάθειρξη.
Η παραβίαση του κόκκινου σηματοδότη από εδώ και πέρα αντιμετωπίζεται ως ειδικότερο αδίκημα, με αποτέλεσμα να τιμωρείται ο δράστης που πέρασε με κόκκινο με ποινές οι οποίες μπορούν να φτάσουν μέχρι και τα ισόβια.
Αναλυτικότερα, αν κάποιος παραβιάσει κόκκινο σηματοδότη τιμωρείται με:
α) φυλάκιση έως 3 έτη, αν υπάρξει κίνδυνος σε ξένα πράγματα-αντικείμενα,
β) φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, αν υπάρξει κίνδυνος για ανθρώπινη ζωή,
γ) κάθειρξη έως 10 έτη, αν υπάρξει βαριά σωματική βλάβη ή προκληθεί σημαντική βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις,
δ) κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών, αν επέλθει θάνατος ανθρώπου. Και το βασικότερο, αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, όπως το τραγικό περιστατικό (13 Απριλίου του 2003) με το λεωφορείο που μετέφερε 49 μαθητές και συγκρούστηκε στο ύψος των Τεμπών με φορτηγό όπου έχασαν τη ζωή τους 21 μαθητές και τραυματίστηκαν 35, τότε στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να επιβληθεί ακόμη και ισόβια κάθειρξη. Κατά συνέπεια, είναι φανερό ότι αν κάποιος δεν τηρήσει τους κανόνες οδηγικής συμπεριφοράς που προβλέπει ο ΚΟΚ, κινδυνεύει να μπει στη φυλακή.
«Ριζικές αλλαγές στην αντιμετώπιση των δραστών»
Οι νέες αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα έρχονται να αλλάξουν ριζικά ένα σύστημα και κλίμα μη απόδοσης Δικαιοσύνης που είχε δημιουργηθεί στην κοινωνία από τις τροποποιήσεις του 2019. Συγκεκριμένα, οι αλλαγές έρχονται να αυξήσουν τα όρια των επιβαλλόμενων ποινών, στοχεύοντας όμως ταυτόχρονα σε αυτό που αποκαλούμε μικροεγκληματικότητα.
Πλημμελήματα τα οποία οδηγούσαν σε ποινές φυλακίσεως, έρχονται πια να μετατραπούν είτε σε χρηματικές ποινές, είτε σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, είτε σε πραγματική έκτιση της ποινής, ήτοι σε επί της ουσίας φυλάκιση. Δεν πρόκειται για μεμονωμένες αλλαγές, αλλά για μία συνολική τροποποίηση που αφορά το γενικότερο πλαίσιο με το οποίο η νομοθετική εξουσία επιδιώκει να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία αντιμετωπίζει τον ποινικό δράστη.