Εξαιρούνται από το τέλος επιτηδεύματος οι επιχειρήσεις που αυξάνουν τις θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης, όπως προκύπτει από σχετική απόφαση των υπουργείων Οικονομικών και Εργασίας που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ.
Αυτό αφορά τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα αλλά και τα νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες, ανεξάρτητα από τον τρόπο τήρησης των βιβλίων τους (απλογραφικά ή διπλογραφικά), των οποίων τα ακαθάριστα έσοδα κατά το φορολογικό έτος για το οποίο χορηγείται η εξαίρεση δεν υπερβαίνουν τα 2 εκατομμύρια ευρώ.
Για την εξαίρεση των πιο πάνω προσώπων από την καταβολή του τέλους επιτηδεύματος ενός φορολογικού έτους θα πρέπει κατά το ίδιο φορολογικό έτος να έχουν προβεί σε αύξηση των θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης κατά τουλάχιστον 3/12 σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Επίσης στην ίδια απόφαση αναφέρονται τα εξής:
Τρόπος υπολογισμού της αύξησης του μέσου αριθμού εργαζομένων με σχέση εργασίας πλήρους απασχόλησης
1. Για τον υπολογισμό της αύξησης κατά τουλάχιστο 3 δωδέκατα (ή 25%) του μέσου αριθμού των εργαζομένων των δικαιούχων επιχειρήσεων με σχέση εργασίας πλήρους απασχόλησης λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του αριθμού των απασχολούμενων κατά το κρινόμενο (για την εξαίρεση από το τέλος επιτηδεύματος) έτος, ο οποίος συγκρίνεται με τον μέσο όρο των απασχολούμενων του προηγούμενου φορολογικού έτους. Βάση υπολογισμού του μέσου αριθμού των εργαζομένων είναι ο αριθμός των απασχολούμενων από την 1/1 έως και την 31/12 του προηγούμενου φορολογικού έτους, σε συνάρτηση με τον αριθμό των απασχολούμενων από την 1/1 έως και την 31/12 κατά το κρινόμενο έτος.
2. Ο μέσος αριθμός εργαζομένων πλήρους απασχόλησης της επιχείρησης υπολογίζεται ανά μήνα από το σύνολο των εργαζομένων που απασχολούνται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης, αορίστου ή ορισμένου χρόνου για το σύνολο του έτους.
3. Στους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης συμπεριλαμβάνονται οι εποχικοί απασχολούμενοι.
4. Ειδικά σε περίπτωση συγχώνευσης επιχειρήσεων, ο μέσος όρος των εργαζομένων στην προερχόμενη από τη συγχώνευση εταιρεία θα προκύπτει από το άθροισμα των μέσων όρων των εργαζομένων που απασχολήθηκαν σε κάθε μία από τις συγχωνευόμενες επιχειρήσεις για το χρονικό διάστημα της τελευταίας διαχειριστικής χρήσης τους.
5. Εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους του παρόντος, ο οποίος απασχολείται στην επιχείρηση τουλάχιστον κατά μία ημέρα πλέον του μισού ημερολογιακού μήνα, δηλαδή πλέον των 15 ημερών ανά μήνα, υπολογίζεται σε ετήσια βάση ως 1/12.
6. Κατά τον υπολογισμό του μέσου όρου απασχολούμενων, ποσοστά μικρότερα του 0,5 στρογγυλοποιούνται προς τα κάτω και ποσοστά μεγαλύτερα ή ίσα του 0,5 στρογγυλοποιούνται προς τα πάνω.
Τρόπος και διαδικασία διακρίβωσης και ελέγχου των προϋποθέσεων-διαδικασία υποβολής ενστάσεων
1. Για τον έλεγχο της προϋπόθεσης (τα ακαθάριστα έσοδα κατά το φορολογικό έτος για το οποίο χορηγείται η εξαίρεση να μην υπερβαίνουν τα 2 εκατομμύρια ευρώ το ποσό των ακαθαρίστων εσόδων αντλείται από την κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα (έντυπο Ε3) και συγκεκριμένα, από τον κωδικό (047) του εντύπου του εκάστοτε φορολογικού έτους.
2. Ο μέσος αριθμός εργαζομένων πλήρους απασχόλησης της επιχείρησης υπολογίζεται από το Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ανά μήνα από το σύνολο των εργαζομένων που απασχολούνται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης, για το σύνολο του έτους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3 απόφασης. Τα εξαχθέντα στοιχεία διαβιβάζονται αρμοδίως από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων στην ΑΑΔΕ.
3. Η ΑΑΔΕ ενημερώνει, μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του πέμπτου μήνα από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τις επιχειρήσεις που πληρούν την προϋπόθεση της παρ. 2 του άρθρου 2 της παρούσας. Εφόσον οι επιχειρήσεις αυτές πληρούν και την προϋπόθεση της παρ. 1 του άρθρου 2 εξαιρούνται από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος για το οικείο φορολογικό έτος. Εάν κατά τον χρόνο λήψης του ηλεκτρονικού μηνύματος από την ΑΑΔΕ, οι δικαιούχοι έχουν ήδη υποβάλει τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου έτους, υποβάλλουν τροποποιητική δήλωση προκειμένου να εξαιρεθούν από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος για το έτος αυτό.
4. Οι επιχειρήσεις που δεν λαμβάνουν το ηλεκτρονικό μήνυμα της προηγούμενης παραγράφου, λόγω μη διακρίβωσης της πλήρωσης των προϋποθέσεων του προηγούμενου άρθρου, δικαιούνται να υποβάλλουν ένσταση μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του πρώτου δεκαπενθημέρου του έκτου μήνα από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου. Η ένσταση υποβάλλεται με τη συμπλήρωση σχετικού εντύπου εντός του περιβάλλοντος του Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ. Οι ενστάσεις εξετάζονται από Επιτροπή, που θα συσταθεί από τον Γενικό Γραμματέα Εργασιακών Σχέσεων. Οι επιχειρήσεις υποχρεούνται, επί ποινή απαραδέκτου της ένστασης, να συνυποβάλλουν με το ως άνω έντυπο, σε ηλεκτρονική μορφή, όλα τα απαραίτητα κατά περίπτωση δικαιολογητικά και στοιχεία για την τεκμηρίωση της ένστασης.
Η απόφαση που εκδίδεται από την Επιτροπή Ενστάσεων κοινοποιείται στην επιχείρηση και γνωστοποιείται στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ, το οποίο αποστέλλει για τις περιπτώσεις αυτές επικαιροποιημένα στοιχεία στην ΑΑΔΕ. Η ΑΑΔΕ αποστέλλει μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις επιχειρήσεις των οποίων η ένσταση γίνεται αποδεκτή. Εάν κατά τον χρόνο λήψης του ηλεκτρονικού μηνύματος από την ΑΑΔΕ, οι δικαιούχοι έχουν ήδη υποβάλει τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου έτους, υποβάλλουν τροποποιητική δήλωση προκειμένου να εξαιρεθούν από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος για το έτος αυτό.
Λοιπά φορολογικά ζητήματα
1. Εφόσον μια επιχείρηση εμπίπτει στις διατάξεις της απόφασης, εξαιρούνται από την καταβολή του τέλους επιτηδεύματος και τα υποκαταστήματα αυτής, όπως αυτά ορίζονται στις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011.
2. Για τις επιχειρήσεις με διαχειριστική χρήση διαφορετική του ημερολογιακού έτους, το ύψος των ακαθαρίστων εσόδων προκύπτει από τον κωδικό (047) της κατάστασης οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα (Ε3) του εκάστοτε φορολογικού έτους, ενώ ο σχετικός μέσος αριθμός εργαζομένων με σχέση εργασίας πλήρους απασχόλησης υπολογίζεται, αντίστοιχα, για τους μήνες που απαρτίζουν το εν λόγω φορολογικό έτος.
3. Για επιχειρήσεις που έκαναν αλλαγή της διαχειριστικής περιόδου εντός του έτους, για το εν λόγω φορολογικό έτος πραγματοποιείται οίκοθεν αναγωγή του συνόλου των ακαθαρίστων εσόδων που έχουν δηλωθεί στον κωδικό (047) του εντύπου Ε3 σε 12μηνη βάση. Αντιστοίχως, θα πραγματοποιηθεί αναγωγή-υπολογισμός του μέσου αριθμού πλήρως απασχολούμενων εργαζομένων της επιχείρησης για τα υπόψη χρονικά διαστήματα σε δωδεκάμηνη βάση.
4. Για τις περιπτώσεις επιχειρήσεων που έκαναν έναρξη εργασιών κατά τη διάρκεια του προηγούμενου φορολογικού έτους ή που προέβησαν σε διακοπή της δραστηριότητάς τους κατά τη διάρκεια του κρινόμενου φορολογικού έτους, πραγματοποιείται, αντιστοίχως, αναγωγή του μέσου αριθμού πλήρως απασχολούμενων εργαζομένων της επιχείρησης των υπόψη χρήσεων σε δωδεκάμηνη βάση, προκειμένου για τη σύγκρισή τους με τον μέσο αριθμό του επόμενου της έναρξης ή του προηγούμενου της διακοπής φορολογικού έτους.
Υποχρεώσεις επιχειρήσεων
1. Τα ανωτέρω πρέπει να προκύπτουν από τις μισθοδοτικές καταστάσεις των επιχειρήσεων που ανήκουν στους δικαιούχους της παρούσας και τα λοιπά στοιχεία που τηρούνται βάσει της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, τα οποία θα προσκομίζονται σε περίπτωση ελέγχου προκειμένου να πιστοποιείται η τήρηση των προϋποθέσεων της παρ. 3α του άρθρου 31 του ν. 3986/2011.
2. Οι εν λόγω επιχειρήσεις οφείλουν να διαφυλάττουν τα λογιστικά αρχεία για όσο χρόνο ορίζεται από τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.4987/2022).
Έναρξη ισχύος
Οι διατάξεις της παρούσας ισχύουν από την 1η.9.2022 και έχουν εφαρμογή προς τον σκοπό θεμελίωσης εξαίρεσης από την υποχρέωση καταβολής του τέλους επιτηδεύματος φορολογικού έτους 2022 και εφεξής.
www.enikonomia.gr