Οι Έλληνες χρωστούσαν και κάποτε ξεπλήρωσαν το χρέος τους· αργά μεν, αλλά… Πώς βρήκαν ανάπαυση οι νεκροί του έπους της Αλβανίας. ή τέλοσπάντων ό,τι είχε απομείνει από Εκείνους.
Έχουμε χρέη, που μας κυνηγάνε από παλιά. Χρέη που δεν έχουν να κάνουν με χρήμα και οφειλές στο Δημόσιο ή στο ΔΝΤ… Χρέος, λέξη που έρχεται από το ρήμα «χρη»: πρέπει, είναι ανάγκη! Και έπρεπε και ήταν απολύτως αναγκαίο να αποκατασταθούν ό,τι είχε απομείνει από Εκείνους.
Ήταν χρέος σ’ Εκείνους, που κείτονταν «απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη. Σ’ Εκείνους που με Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο κι ανάμεσα στα φρύδια μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο. Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση…», άφησαν κυριολεκτικά τα κόκκαλά τους στα παγερά κι αφιλόξενα βουνά της Αλβανίας
Καντήλι άσβεστο οι στίχοι του Ελύτη στη μνήμη του «Χαμένου Ανθυπολοχαγού της Αλβανίας»… Και μετά; Σεβασμός μεν, αλλά σιωπή και λήθη; Και καντήλια σβηστά. Όχι όλα!
Αλβανία 1940: τα αρχεία γράφουν για 13.936 νεκρούς και αγνοούμενους. Η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού τους έχει καταχωρήσει με ονοματεπώνυμα. Από την πρώτη μέρα του πολέμου, μέχρι τις 26 Απριλίου του 1941. Από Εκείνους του ιερούς νεκρούς, περίπου 6000 ενταφιάστηκαν σε ελληνικά χώματα. Οι υπόλοιποι περίπου 8.000 έμειναν… σαν πολεμικοί μετανάστες στην αλβανική ύπαιθρο.
Ήταν όλοι τους παιδιά της…
Ο Ναύαρχος Στέλιος Πετράκης (τέως Αρχηγός ΓΕΝ, ε.α. από την άνοιξη) δεν ξεχνάει την εικόνα που είδε σε χωριό της Κλεισούρας το 2017: «Γερόντισσα, Βορειοηπειρώτισσα, 90 χρονών, γονάτισε στον κήπο της κι άναψε το καντήλι σε δυο τάφους. Πλάι στον μπαξέ της.
‘’Δεν είναι παιδιά μου’’, μας ψιθύρισε με ένα καλοκάγαθο χαμόγελο να της φωτίζει το χαρακωμένο πρόσωπο, ‘’είναι σκοτωμένοι από τότε. Τους φροντίζω τους τάφους κάθε μέρα. Πάνε κοντά ογδόντα χρόνια. Στους Αλβανούς έλεγα πως είναι δικοί μου άνθρωποι για να μην μου τους βγάλουν. Μα αν το καλοσκεφτείς, ναι, δικοί μου άνθρωποι ήταν!»…
Ο υπουργός Γιώργος Σούρλας, Πρόεδρος της Βουλής κάποτε, είχε πρώτος την ιδέα: «να θάψουμε τους νεκρούς μας του Αλβανικού μετώπου σε ένα κοιμητήριο όλους μαζί» Και η ιδέα έγινε χρέος. Και από το 2015 μέχρι σήμερα χιλιάδες ιερά λείψανα βρίσκουν τον αναπαμό που τους πρέπει! Από το 1940 μέχρι το 2015 είχαν περάσει χρόνοι πολλοί. Άλλες οι προτεραιότητες βλέπεις… Ποιος να νοιαστεί για τους χαμένους στο Αλβανικό Μέτωπο;
Οι Ιταλοί, εδώ μας… νίκησαν
Και για να περάσουμε στο δίχως ψιμύθια ρεπορτάζ: στο χωριό Βουλιαράτες της Βορείου Ηπείρου υπάρχει ελληνικό στρατιωτικό νεκροταφείο στον τόπο όπου το 1940 λειτουργούσε υπαίθριο νοσοκομείο του Ελληνικού Στρατού και στην γύρω περιοχή ενταφιάζονταν όσοι στρατιώτες κατέληγαν. Επίσης ένα ακόμα κοιμητήριο υπάρχει στην Κλεισούρα, το οποίο είναι δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστάσιου. Έλληνες στρατιώτες ενταφιάστηκαν πρόχειρα στα βουνά της περιοχής της Βορείου Ηπείρου κι εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι οι Ιταλοί, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, επιδόθηκαν σε μια υπερπροσπάθεια ανάκτησης των λειψάνων των στρατιωτών τους· συγκέντρωσαν τα οστά των νεκρών τους και μαζί με εκείνα και ελλήνων πεσόντων στις μάχες και τα ενταφίασαν σε οργανωμένα κοιμητήρια. Η Ελλάδα άργησε κάμποσο, αλλά το χρέος το έκαναν με σεβασμό και δέος οι ντόπιοι.
Να πως υλοποιήθηκε η ιδέα του Γιώργου Σούρλα, όπως μα περιγράφει ο Ναύαρχος Στέλιος Πετράκης:
«Στις αρχές του 2015… άρχισαν οι συνομιλίες με την αλβανική κυβέρνηση για να ρυθμιστούν οι γραφειοκρατικές λεπτομέρειες ώστε να συνταχτεί μια αμοιβαία συμφωνία, που θα επικυρωνόταν και από τα δυο Κοινοβούλια· πήρε χρόνο η υπόθεση. Οι Αλβανοί κωλυσιεργούσαν, εμείς προσπαθούσαμε να επιταχύνουμε τις διαδικασίες και όλη αυτή η κατάσταση κράτησε καιρό. Τελικά βρέθηκε η κοινή γραμμή και άρχισαν οι εργασίες, που περιλάμβαναν την έρευνα, την εύρεση, τα τεστ αναγνώρισης με τη μέθοδο του DNA και κατόπιν την ταφή σε οργανωμένο νεκροταφείο πεσόντων στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου, όπως εκείνα του Διονύσου ή της Γλυφάδας. Γνωρίζαμε, από κατοίκους των γύρω χωριών, τόπους που είχαν θαφτεί έλληνες στρατιώτες· τέτοιοι τόποι ήταν η ανοιχτή φύση: τα βουνά και οι πεδιάδες, τα χωράφια· όμως υπήρχαν κουτιά με οστά μέσα σε μισογκρεμισμένες εκκλησιές, σε παλιά σπίτια, σε πολυβολεία – απομεινάρια του πολέμου».
Και συνεχίζει ο Ναύαρχος Πετράκης, ο οποίος διετέλεσε μέλος της Επιτροπής που θα επόπτευε την όλη προσπάθεια, για το δύσκολο έργο της ταυτοποίησης των οστών: «Γνωρίζαμε τα σημεία όπου είχαν διεξαχθεί μάχες. Για παράδειγμα το θρυλικό Ύψωμα 731 (σ.τ.σ. Το Ύψωμα 731 βρίσκεται περί τα 20 χλμ. βόρεια της Κλεισούρας όπου έγινε μια από τις πιο κρίσιμες μάχες του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Οι συγκρούσεις κράτησαν 15 μέρες, από τις 9 – 24 Μαρτίου του 1941 και τέλειωσαν με νίκη των ελληνικών δυνάμεων. Μέχρι τέλους των μαχών, οι απώλειες για τον Ελληνικό Στρατό έφθασαν στους 125 νεκρούς, τους 28 αγνοούμενους και 425 τραυματίες· ο Ιταλικός στρατός μέτρησε 1.000 νεκρούς και 3.000 τραυματίες).
»Το χώμα φαινόταν σκαμμένο κατά τόπους. Όταν ανασύρονταν τα οστά εντοπίζονταν αντικείμενα που πιστοποιούσαν τουλάχιστον την εθνική ταυτότητα των νεκρών: κουμπιά στολής, επωμίδες, μεταλλικές ταυτότητες, κράνη. Κι έπειτα κάποια προσωπικά αντικείμενα, όπως ρολόγια, γυαλιά… Έπειτα οι ειδικοί λάμβαναν δείγμα DNA για την αναζήτηση συγγενών. Είχαμε καλέσει να ανταποκριθούν στην Ελλάδα, όσοι είχαν αγνοούμενο στα αλβανικά βουνά να προσέλθουν για να δώσουν κι εκείνοι δείγμα για να προχωρήσει η ταυτοποίηση. Σύντομα ανασύρθηκαν τα πρώτα οστά. Ήταν θλιβερό και συγκινητικό συνάμα να βλέπεις σκελετούς από δυο μέτρα παλικάρια και όλοι, μα όλοι με άθικτες οδοντοστοιχίες, που σήμαινε: νέα παιδιά!
»Οι Ιταλοί είχαν ξεθάψει πολλά οστά και όταν διαπίστωναν ότι επρόκειτο για Έλληνες τα εναπόθεταν σε ξεχωριστούς χώρους. Είχαμε βρει στοιχεία ταυτότητας για πολλούς. Οι ειδικές ομάδες, συνέχιζαν το έργο των εργατών ανασκαφής, με λήψη δειγμάτων DNA, τα οποία δείγματα μεταφέρονταν στο 251 Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας, όπου προσέρχονταν συγγενείς αγνοουμένων και έδιναν δικό τους δείγμα. Βρήκαμε οστά διάσπαρτα σε χωράφια, σε πλαγιές, σε κορφές δύσβατες, αλλά και σε γήπεδο και σε σπίτια, όπου είχαν φυλαγμένους σάκους από λινό με οστά».
Και ο Ναύαρχος Πετράκης στέκεται ιδιαίτερα στο σημείο των διακρατικών συζητήσεων: «Οι Αλβανοί προσπαθούσαν με πείσμα να συνδέσουν την όλη υπόθεση με τους Τσάμηδες και τις εθνικιστικές τους θεωρίες. Επίσης πίεζαν να πάρουμε τα οστά. Η ελληνική πλευρά επιθυμούσε να ταφούν στον τόπο όπου έδωσαν τη ζωή τους. Τελικά βρέθηκε κοινή γραμμή πλεύσης και όλα εξελίχθηκαν και εξελίσσονται, από ό,τι γνωρίζω, ομαλά. Το κοιμητήριο της Κλεισούρας βρίσκεται σε έναν εκπληκτικό τόπο με καταπράσινα βουνά τριγύρω, ποτάμια πλάι και βασικά είναι ο τόπος όπου έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι τόσοι Έλληνες. Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος, δεν είναι;» Ακριβώς έτσι.
Και θυμάται και κάτι άλλο ο Ναύαρχος Πετράκης: «Την εποχή που βρισκόμασταν στους Βουλιαράτες, επέτειος της 28ης Οκτωβρίου του 2018 ήταν, συνέβη και το επεισόδιο με τον Κωνσταντίνο Κατσίφα. Είμασταν με την υπουργό Πολιτισμού, την αείμνηστη Μυρσίνη Ζορμπά, όταν ακούσαμε τους πυροβολισμούς έξω. Τρομάξαμε. Μετά μας ενημέρωσαν για το θλιβερό περιστατικό».
Μέχρι σήμερα έχουν ενταφιαστεί στα κοιμητήρια Κλεισούρας και Βουλιαράτων τα οστά από 1000 και περισσότερους πεσόντες έλληνες στρατιώτες στα βουνά της Αλβανίας. Και η προσπάθεια συνεχίζεται.
Εσείς εκεί στην Ελλάδα πού είστε;
Αφορμή για να… ανασκαφτεί το θέμα των στρατιωτών που που έπσαν στα αλβανικά βουνά και δεν ανακτήθηκαν ποτέ οι σοροί τους, αποτέλεσε ένα τηλεφώνημα που δέχτηκε το 2004 από Βορειοηπειρώτη ο πρώην υπουργός και νυν πρόεδρος της Ένωσης Συγγενών Πεσόντων κατά το Έπος 1940 -41, Γεώργιος Σούρλας. «Οργώνω το χωράφι μου, και το αλέτρι μου βγάζει οστά των μαχητών του ‘40, θρυμματίζει κρανία και διερωτώμαι εσείς εκεί στην Ελλάδα πού είστε; Γιατί τους εγκαταλείψατε στα βουνά και στα λαγκάδια; Γιατί δεν ενδιαφερθήκατε ποτέ γι’ αυτούς που έγραψαν την πιο λαμπρή ιστορία;», του είπε. Έτσι άρχισε μακροχρόνιος αγώνας του κ. Σούρλα, που κατέληξε στην τελική απόφαση της Διακρατικής Επιτροπής Ελλάδος-Αλβανίας, για την ανεύρεση, την περισυλλογή και τον ενταφιασμό των οστών των πεσόντων, η οποία ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2018.
Γράφει ο Γιώργος Σούρλας στο βιβλίο του «Το εθνικό χρέος προς τους άταφους ήρωες του 1940» εκδόσεις Λιβάνη (το βιβλίο εκδόθηκε το 2015, όταν και άρχιζε η Επιχείρηση ανακομιδής των Ιερών Λειψάνων:
«Οι εκκλήσεις, ο πόνος, οι διαμαρτυρίες των παιδιών και συγγενών πεσόντων στη Βόρειο Ήπειρο το 1940 – 41 για την αναζήτηση και τον ενταφιασμό τους, οδηγούν στην πίσω πλευρά, στην αθέατη –μέχρι τότε – του ηρωικού ιστορικού Υψώματος, που αποκαλείται Έπος του 1940. Οι εύλογες αυτές αντιδράσεις μάς φέρνουν αμηχανία και γεννούν ερωτήματα: πώς είναι δυνατόν να παραμένουν άταφοι επί 74 χρόνια οι ήρωες της εποποιίας του 1940, αυτοί που έδωσαν μαθήματα καθήκοντος για την προάσπιση της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που έγραψαν τις πιο λαμπρές σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, που άλλαξαν την πορεία του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και προκάλεσαν τον παγκόσμιο θαυμασμό;
»Όμως αυτοί, οι γενναίοι πρωταγωνιστές, παραμένουν επί δεκαετίες εγκαταλελειμμένοι στα βουνά και στα λαγκάδια, στα πεδία των μαχών. Παραμένουν εκεί ξεχασμένοι και μάλιστα χωρίς καμία αναφορά, για το τι απέγιναν μετά τον πόλεμο, καμία επίσημη συζήτηση για την ταφή τους και καμία προσπάθεια από την ελληνική Πολιτεία για την αποκατάσταση αυτής της εκκρεμότητας να μην έχουν γίνει επί 50 χρόνια μετά το θάνατό τους.
Ουδείς γνώριζε!
»Τους αγνοούσε η πολιτική ηγεσία της χώρας: Ο πρώην πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης, μετά από επιστολή (2002) του Ι. Λέττα, ταξιάρχου ε.α., στην οποία θέτει το ζήτημα περισυλλογής των οστών των νεκρών μαχητών και ταφής τους, με την ειλικρίνεια που τον χαρακτήριζε, σημείωνε: «Δυστυχώς μόνο τώρα έλαβα γνώση του λυπηρού γεγονότος, άλλως θα είχα φροντίσει προ πολλού για την ρύθμιση αυτής της εκκρεμότητας».
»Όχι μόνο για τον Γεώργιο Ράλλη, αλλά και για κανέναν άλλο πρωθυπουργό και πολιτικό ηγέτη δεν προκύπτει ότι γνώριζε το πρόβλημα και ότι ενδιαφέρθηκε για την αντιμετώπισή του. Ακόμη και μετά την απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης το 1987 να προχωρήσει στην άρση της εμπόλεμης κατάστασης με την Αλβανία – οπότε δυστυχώς δεν ετέθη ως προϋπόθεση η αντιμετώπιση της εκκρεμότητας αυτής – δεν έγιναν ενέργειες από την ελληνική πλευρά για συμφωνία περισυλλογής και ενταφιασμού των οστών σε στρατιωτικά κοιμητήρια.
»Τους αγνοούσε η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων: Σε έγγραφο του 1ουΕπιτελικού Γραφείου του ΓΕΣ, στο υπ’ αριθμ. Φ 485/20/49082/6-6-79, αναφέρεται: «Δεν είναι πρακτικώς δυνατόν σήμερον να ευρίσκονται άταφοι, έστω και λείψανα πεσόντων προς ανακομιδήν τούτων εις την Ελλάδα, λόγω του διαρρεύσαντος έκτοτε μακρού χρόνου». Και ο συντάκτης του συνέχιζε: «Αν γνωρίζετε που φυλάσσονται οστά πεσόντων με ακριβή στοιχεία, να αναφέρετε διά να ενεργήσουμε διά την ανακομιδήν των».
Αυτή ήταν η απάντηση σε επιστολή του Πανηπειρωτικού Συνδέσμου Εποποιίας Καλαμά – Καλπακίου- Αώου «Το Όχι 1940- 41», που ζητούσε να φροντίσει ο Στρατός να αποδοθούν οι πρέπουσες τιμές στους νεκρούς ήρωες, που έπεσαν στα πεδία των μαχών, και να γίνει περισυλλογή και ταφή των οστών τους.
»Τους αγνοούσαν οι πολίτες: Από μια διερευνητική προσπάθεια, για να διαπιστωθεί αν οι πολίτες γνώριζαν την ύπαρξη αυτού του ζητήματος, ότι δηλαδή παραμένουν άταφοι ή προσωρινά θαμμένοι οι πεσόντες της Βορείου Ηπείρου, προέκυψε ότι σχεδόν στο σύνολό τους οι Έλληνες πολίτες το αγνοούσαν. Και όταν το πληροφορούνταν, εξέφραζαν την έκπληξή τους λέγοντας: «Μα είναι δυνατόν;».
»Με αποδείξεις και αδιάσειστα πλέον στοιχεία, που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, έγιναν παρεμβάσεις προς κάθε κατεύθυνση, στο εσωτερικό της Ελλάδος και την Αλβανία, για τους 7976 Έλληνες πολεμιστές που έπεσαν στα πεδία των μαχών της Βορείου Ηπείρου κατά το Έπος 1940 – 41 και παραμένουν επί 74 χρόνια σχεδόν στο σύνολό τους άταφοι ή προσωρινά θαμμένοι. Με την προσπάθεια αυτή σημειώθηκαν αρκετά θετικά βήματα, αλλά όχι ικανοποιητικά, υπό την έννοια ότι έχουν παρέλθει πέντε χρόνια από την υπογραφή της συμφωνίας Ελλάδας- Αλβανίας για δύο στρατιωτικά κοιμητήρια στα Στενά της Κλεισούρας και στους Βουλιαράτες και η εκκρεμότητα αναζήτησης των οστών των πεσόντων και της ταφής ακόμη παραμένει».
Και κάτι ως επίλογο και οιονεί επικήδειο μαζί: «Φύγατε χωρίς να βρεθούν στο πλάι σας, την στερνή σας ώρα, η μάνα, η αδελφή, ή η καλή σας, χωρίς να σας μοιρολογήσουν και χωρίς να σας αλλάξουν με τα καλά σας για το μεγάλο σας ταξίδι… Δεν χτύπησε για σας λυπητερά η καμπάνα του χωριού σας, δεν κηδευτήκατε σε φέρετρο με λουλούδια, καθώς συνηθίζεται για όσους πεθαίνουν στα χέρια των δικών τους, δεν διαβαστήκατε στην εκκλησία, δεν αξιωθήκατε τον “τελευταίον ασπασμόν” των συγγενών και φίλων σας και δεν τιμηθήκατε με τη συντροφιά τους στην τελευταία σας κατοικία, δεν χύθηκαν δάκρυα πάνω στο μνήμα σας, δεν ανάφτηκαν κεριά…
Απόσπασμα από το πολεμικό ημερολόγιο «Υπέρ βωμών και εστιών» του δασκάλου, εφέδρου ανθυπολοχαγού στον πόλεμο του ’40, Νίκου Παπαβασιλείου.
«Άξιον Εστί το χώμα πού ανεβάζει μιάν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι τού βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν οι νεκροί άνθη της αύριον»… Άξιοι, νυν και αεί!
in.gr