Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται όλο και περισσότερο μια διατροφική τάση των ανθρώπων να στρέφονται προς την ενισχυμένη πρόσληψη πρωτεϊνών. Αυτό μπορεί να οφείλεται τόσο στην αναγνωρισμένη συμβολή των πρωτεϊνών στην αθλητική απόδοση και τη σύνθεση μυϊκής μάζας, όσο και στη θεωρία που θέλει μια πρωτεϊνική διατροφή να βοηθά στον περιορισμό του λίπους και τη διατήρηση ενός υγιούς σωματικού βάρους.
Στο πλαίσιο αυτό, μια νέα έρευνα έριξε φως στις επιδράσεις μιας πλούσιας σε πρωτεΐνες διατροφής στο μικροβίωμα του εντέρου και τη συνολική υγεία. Η μελέτη που παρουσιάζεται στο ASM Microbe, διερευνά πώς η παρουσία άπεπτης πρωτεΐνης στο παχύ έντερο μπορεί να ζυμωθεί για την παραγωγή ωφέλιμων μεταβολιτών, όπως τα λιπαρά οξέα βραχείας αλυσίδας (SCFAs) ή να οδηγήσει στην παραγωγή επιβλαβών μεταβολιτών, όπως η αμμωνία και τα σουλφίδια, που συνδέονται με γαστρεντερικές διαταραχές και άλλα προβλήματα υγείας.
Η ερευνητική ομάδα διεξήγαγε μια σειρά πειραμάτων σε ποντίκια, ανακαλύπτοντας ότι η μετάβαση σε μια διατροφή πλούσια σε πρωτεΐνες οδήγησε σε σημαντική απώλεια βάρους, μείωσε το σωματικό λίπος και προκάλεσε άμεσες αλλαγές στο μικροβίωμα του εντέρου. Η μελέτη συνέκρινε επίσης διαφορετικές πρωτεϊνικές δίαιτες για να εξετάσει τις επιδράσεις των επιμέρους αμινοξέων στη σύνθεση και τη δραστηριότητα του εντερικού μικροβιώματος.
Διαπιστώθηκε, ειδικότερα, ότι τα ποντίκια που κατανάλωναν πρωτεΐνες πλούσιες σε αρωματικά αμινοξέα παρουσίασαν τη μεγαλύτερη απώλεια βάρους και λιπώδους μάζας σε σύγκριση με εκείνα που ακολουθούσαν μια δίαιτα με τυπική πρωτεΐνη ή πλούσια σε αμινοξέα διακλαδισμένης αλυσίδας.
Η σύγκριση της μικροβιακής σύνθεσης στις 4 ομάδες πρωτεϊνών αποκάλυψε σημαντικά διαφορετική αφθονία και σύνθεση μικροβιακών ταξινομικών ομάδων μετά τον εμπλουτισμό με πρωτεΐνες. Χρησιμοποιώντας τεχνικές μηχανικής μάθησης, οι ερευνητές προέβλεψαν τις πρωτεϊνικές δίαιτες με βάση τις μικροβιακές ταξινομικές ομάδες του εντέρου με ακρίβεια 97%, επιβεβαιώνοντας τη σχέση μεταξύ της διατροφής και των αλλαγών στο εντερικό μικροβίωμα.