Με τις τιμές της ενέργειας να «καίνε» και τη χώρα να βαδίζει προς τον χειμώνα, ολοένα και περισσότεροι αναρωτιούνται ποιο είναι φέτος το πιο αποδοτικό και συμφέρον μέσο για τη θέρμανση του σπιτιού.
Η εξίσωση φέτος είναι πιο δύσκολη από ποτέ, σύμφωνα με τους ειδικούς. Οι τιμές εκκίνησης του πετρελαίου θέρμανσης ήταν κατά 45% αυξημένες συγκριτικά με την περσινή χρονιά, το φυσικό αέριο καταγράφει αυξήσεις έως και κατά 200%, ενώ την ίδια ρότα ακολουθεί και το ηλεκτρικό ρεύμα. Πώς όμως μεταφράζονται όλες αυτές οι αυξήσεις σε ευρώ; Πόσο θα κοστίσει φέτος η θέρμανση για ένα μέσο νοικοκυριό;
«Το πετρέλαιο θέρμανσης και το φυσικό αέριο εξακολουθούν να είναι τα δύο βασικά καύσιμα για τη συντριπτική πλειονότητα των κτιρίων στην Ελλάδα. Τη φετινή χρονιά είναι δύο οι σημαντικές εξελίξεις. Το πρώτο είναι η αύξηση του κόστους σε απόλυτη τιμή. Δεύτερον, ενώ μέχρι πέρυσι υπήρχε μια δεδομένη διαφορά στο κόστος θέρμανσης ανάμεσα στο πετρέλαιο θέρμανσης και το φυσικό αέριο της τάξης του 20%, υπέρ του φυσικού αερίου, με τις τρέχουσες τιμές αυτή η διαφορά σχεδόν μηδενίζεται», λέει στο iefimerida.gr ο κ. Άγις Παπαδόπουλος, καθηγητής ενεργειακών συστημάτων στο Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών του ΑΠΘ και πρόεδρος της ΕΥΑΘ.
Πετρέλαιο θέρμανσης vs φυσικό αέριο
Σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, η σύγκριση ανάμεσα στα μέσα θέρμανσης πρέπει να γίνεται βάσει της κιλοβατώρας θέρμανσης. Πέρυσι, όπως λέει, «για μια κιλοβατώρα θέρμανσης με πετρέλαιο ήθελες περίπου 8 λεπτά και με το φυσικό αέριο 6,5 λεπτά. Δηλαδή, για ένα μέσο σπίτι στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή σχετικά θερμομονωμένο και εμβαδού 85 τ.μ., θα χρειάζονταν 450 ευρώ για φυσικό αέριο και γύρω στα 550 ευρώ για πετρέλαιο θέρμανσης».
Με τις φετινές τιμές, όμως, το σκηνικό αλλάζει. «Φέτος, για το ίδιο διαμέρισμα θα πρέπει να δοθούν 650 ευρώ για θέρμανση με πετρέλαιο και 650 ευρώ και… κάτι για φυσικό αέριο. Επομένως, η διαφορά του 20% με 21% που υπήρχε πέρυσι υπέρ του φυσικού αερίου, φέτος δεν ισχύει. Είναι ισοδύναμες τιμές», υπογραμμίζει ο Άγις Παπαδόπουλος.
Σύμφωνα με ανακοινώσεις που έκανε προ ημερών ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εταιριών Εμπορίας Πετρελαιοειδών (ΣΕΕΠΕ) Γιάννης Αληγιζάκης, τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι η τιμή του φυσικού αερίου είναι 0,974 ευρώ ανά κιλοβατώρα, έναντι 0,955 για το πετρέλαιο θέρμανσης.
Η εναλλακτική: Πόσο θα κοστίσει η θέρμανση με κλιματιστικό
Τα παραπάνω δεδομένα ενδεχομένως να προκαλέσουν «τρόμο» στους καταναλωτές. Και η πρώτη σκέψη κάποιων θα είναι να στραφούν στο κλιματιστικό τους.
Σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, η μόνη εναλλακτική που είναι ρεαλιστική -καθώς οι πολίτες δεν μπορούν να αλλάζουν κάθε χρόνο, ανάλογα με τις τιμές, από αέριο σε πετρέλαιο και… τούμπαλιν- είναι αυτή της ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή της χρήσης των κλιματιστικών. Παρά ταύτα, ο ίδιος εκτιμά ότι «με τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας να ανεβαίνουν λόγω της αύξησης του φυσικού αερίου, φοβάμαι ότι ο επόμενος μήνας θα δείξει μια ανάλογη αύξηση και στο κόστος χρήσης ηλεκτρικής ενέργειας».
Η λύση των κλιματιστικών θα ήταν εξαιρετική αν το κόστος ρεύματος παρέμενε στα επίπεδα του 2020. «Ας πάρουμε για παράδειγμα το ίδιο σχετικά θερμομονωμένο -δηλαδή με τουλάχιστον με κουφώματα αλουμινίου- σπίτι των 85 τ.μ. στη Θεσσαλονίκη. Με τις περσινές τιμές, για να θερμανθούν δύο με τρεις βασικοί χώροι του σπιτιού με δύο κλιματιστικά το ετήσιο κόστος θα ήταν τα 400 ευρώ», σημειώνει ο Άγις Παπαδόπουλος.
«Οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, όμως, ακολουθούν την “κούρσα” του φυσικού αερίου και ανεβαίνουν σταδιακά. Παρότι δεν μπορούμε να κάνουμε μια ασφαλή πρόβλεψη για το πού θα φτάσουν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το κόστος θέρμανσης φέτος για το ίδιο σπίτι με κλιματιστικά θα ήταν τα 550 ευρώ», εξηγεί. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα «εκρηκτική» αύξηση, της τάξης του 35%.
Αξίζει η στροφή στο τζάκι ή τη σόμπα;
Το αδιέξοδο που σχηματίζεται ανησυχεί τους ειδικούς, καθώς δεν αποκλείεται αρκετοί άνθρωποι με χαμηλά εισοδήματα να στραφούν σε επισφαλή μέσα θέρμανσης, όπως οι αυτοσχέδιες σόμπες. Αυτή η τάση προκάλεσε απώλειες ζωών στα σκληρά μνημονιακά χρόνια, ζημιώνοντας και το περιβάλλον. Πάντως άλλοι ενδέχεται να «θυμηθούν» άλλα εναλλακτικά μέσα, όπως το τζάκι, οι σόμπες ή και τα φτηνά -μόνο σε ό,τι αφορά την τιμή αγοράς- αερόθερμα.
«Ένα κοινό τζάκι έχει μάλλον κακή απόδοση, ίσως τη χειρότερη δυνατή. Επίσης, οι πολίτες θα πρέπει να λάβουν υπόψιν ότι οι τιμές των καυσόξυλων ακολουθούν τις τιμές του πετρελαίου, διότι θέλει καύσιμα η μεταφορά της ξυλείας. Θα έλεγα λοιπόν ότι το τζάκι δεν είναι μια καλή επιλογή και θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο από κάποιον που έχει πολύ φτηνή πρόσβαση στα ξύλα. Αν πάλι μιλάμε για ενεργειακό τζάκι, τότε ναι, έχουν πολύ καλύτερο βαθμό απόδοσης», επισημαίνει ο κ. Παπαδόπουλος.
Σε ένα «σκαλί» παραπάνω για τη θερμική τους απόδοση βρίσκονται οι σόμπες. «Οι σόμπες, ειδικά οι μαντεμένιες, ακτινοβολούν πολλή θερμότητα, θερμαίνουν τον χώρο πολύ γλυκά. Και το μαντέμι κρατάει ώρες. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, όπως και στο τζάκι, αυτά τα μέσα έχουν σημαντικές απώλειες. Η θερμότητα φεύγει με τα καυσαέρια από την καπνοδόχο και, επιπλέον, είναι τοπικά συστήματα θέρμανσης. Δηλαδή θερμαίνεις έναν μικρότερο χώρο», συμπληρώνει.
Αερόθερμα και ηλεκτρικές σόμπες και καλοριφέρ έναντι κλιματιστικών
Εξίσου προσεκτικοί θα πρέπει να είναι όσοι βγάλουν από τα πατάρια και τις ντουλάπες τα «παραδοσιακά» αερόθερμα και τις ηλεκτρικές σόμπες και καλοριφέρ.
Σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές αν κάποιος έχει ηλεκτρική σόμπα ή αερόθερμο ή σόμπα αλογόνου. Όπως εξηγεί, «αν η συσκευή είναι 2.000 Watt, τότε υπολογίζουμε δύο κιλοβατώρες. Αν θεωρήσουμε, και με καλοκαιρινές τιμές ακόμα, ότι για μια κιλοβατώρα, με τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις, το κόστος είναι στα 14 με 15 λεπτά, τότε για μια τέτοια συσκευή το κόστος λειτουργίας για μία μόνο ώρα θα είναι τα 30 λεπτά ή και παραπάνω».
Σε ό,τι αφορά τα κλιματιστικά, ένα μέσου τύπου 12.000 btu είναι περίπου 900 με 1.000 Watt. «Για παράδειγμα, ας πούμε ότι έχει κατανάλωση της τάξης του 1kW. Σε αυτή την περίπτωση, καίει μια κιλοβατώρα, δηλαδή μας κοστίζει 15 λεπτά την ώρα. Όμως αυτό το κλιματιστικό ζεσταίνει έναν χώρο 25 τ.μ., ενώ το αερόθερμο περιορίζεται σε μια ακτίνα ενός ή ενάμισι μέτρου», αναφέρει καταλήγοντας ο κ. Άγις Παπαδόπουλος, καθηγητής ενεργειακών συστημάτων στο Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών του ΑΠΘ και πρόεδρος της ΕΥΑΘ.
iefimerida.gr