Συνεχίζονται οι αντιδράσεις για το «επίθετο» με το οποίο πολιτογραφήθηκαν δέκα μέλη της οικογένειας Γλύξμπουργκ. Οι δέκα κατέληξαν στο επίθετο που είναι αναγεγραμμένο στα διπλωματικά διαβατήρια της Δανίας, τα οποία έχουν και στην κατοχή τους: «De Grece» και «Ντε Γκρες» στα ελληνικά, δηλαδή της Ελλάδας, κάτι που προκάλεσε την αντίδραση κομμάτων της αντιπολίτευσης που τονίζουν ότι ο συγκεκριμένος προσδιορισμός δεν είναι επίθετο αλλά παραπέμπει σε αξίωμα και τίτλο ευγενείας.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ενέκρινε με fast track διαδικασίες την αίτηση ιθαγένειας, έκανε πολλούς να επισημάνουν ότι η κυβέρνηση κλείνει το μάτι στο φιλοβασιλικό δεξιό ακροατήριο, με το Μαξίμου να επιχειρεί να πείσει ότι το θέμα δεν είναι σοβαρό, παρόλο που επί τοις ουσίας οι Γλύξμπουργκ δείχνουν και με τον τρόπο αυτό την εμμονή τους με τον τίτλο, τον οποίο ο ελληνικός λαός τους αφαίρεσε με το δημοψήφισμα του 1974.
Στη γραμμή Μαξίμου, ο υφυπουργός Εργασίας Κώστας Καραγκούνης, στη διάρκεια τηλεοπτικής συζήτησης στο MEGA, υποστήριξε ότι «από τη στιγμή που κάποιος πληροί τις προϋποθέσεις του νόμου, μπορεί να του δοθεί η ιθαγένεια. Τι θα μπορούσε να κάνει η κυβέρνηση, να μην την αποδώσει;».
«Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κλείνει το μάτι το ακροατήριο της πρώην βασιλικής οικογένειας. Κλείνει το μάτι και σε άλλα ακροατήρια, λαϊκίστικα και δεξιότερα της ΝΔ», τόνισε στην ίδια εκπομπή ο βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Γαβρήλος.
Υπάρχει πρόβλημα λένε τα κόμματα
Η κυβέρνηση ποντάρει στη λήθη, τόνισε ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Καραμέρος (Open). «Θέτω ένα ρητορικό ερώτημα» είπε και συνέχισε: «Ξέρετε πολλούς Έλληνες οι οποίοι να έχουν δύο συνθετικά στο επώνυμό τους; Κανένας δεν υπάρχει. Μέσα σε μία μέρα, ενώ περιμένουν χιλιάδες οικογένειες 10, 20, 30 χρόνια για την ιθαγένεια και πληρούν τις προϋποθέσεις, εδώ υπήρξε μια επιλογή πολιτική. Δεν ήταν μια τυπική διαδικασία και μάλιστα δόθηκε πολιτικό περιεχόμενο. Εδώ ποντάρει στη λήθη η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η Νέα Δημοκρατία. Σου λέει «το τι έγινε πριν το 74 θα το έχουν ξεχάσει οι νεότερες γενιές». Θα πρέπει να ξέρουν οι νεότεροι άνθρωποι ότι αυτό που παρακολουθούν σαν να είναι το Crown, σαν να είναι η Κέιτ Μίντλετον, στην Ελλάδα έχει κοστίσει σε πολύ σκοτεινές εποχές για τη δημοκρατία, με πολύ φτώχεια, πολύ διχασμό και εθνικές καταστροφές. Αλλά αυτά όσοι είναι κάτω από 45 ετών δεν τα πολυθυμούνται. Έτσι εκτιμά η κυβέρνηση. Εκεί ποντάρει ο κύριος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία».
Υπενθυμίζεται ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης, (χθες στο MEGA) σχολίασε σχετικά: «Με νόμο του ΠΑΣΟΚ, αποδέχθηκαν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος που έκανε παρελθόν την βασιλεία στην χώρα μας. Το κακό είναι ότι το επώνυμο που έχουν επιλέξει, είναι απέναντι ακριβώς στο πνεύμα του νόμου. Το επώνυμο που επέλεξαν είναι ένα επώνυμο που αποδεικνύει ότι θέλουν να συντηρούν έναν μύθο για λόγους που εμείς πρέπει να προστατεύσουμε το πολίτευμά μας. Αν ήμουν πρωθυπουργός δεν θα επέτρεπα σε καμία περίπτωση να πάρουν αυτό το επώνυμο. Κλείνει το μάτι σε κάθε είδους Δεξιά ή Ακροδεξιά. Δεν γνωρίζω τι θα κάνει η τέως βασιλική οικογένεια. «Παύλος της Ελλάδας» σημαίνει την συντήρηση ενός μοναρχικού μύθου. Η Δημοκρατία προστατεύεται, αυτό που έπραξε η ΝΔ είναι απαράδεκτο, και δημιουργεί συνειρμούς αλλά και συντήρηση μύθων».
Υπάρχει θέμα με το όνομα σημείωσε και ο βουλευτής του ΚΚΕ, Νίκος Αμπατιέλο (MEGA) τονίζοντας πως το όνομα θα πρέπει να μην παραπέμπει σε τίτλους ευγενείας και συμπληρώνοντας πως πρόκειται για μια συζήτηση που «βολεύει την κυβέρνηση, γιατί ψαρεύει στα θολά νερά της οπισθοδρόμησης», σε μια περίοδο με πολύ μεγάλα λαϊκά προβλήματα και πολεμική εμπλοκή.
Οι παρατηρήσεις Αλιβιζάτου
Την επιστημονική διαφωνία του με «De Grece» εκφράζει και ο Νίκος Αλιβιζάτος, ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ.
Συγκεκριμένα, σε άρθρο γνώμης στην εφημερίδα «Καθημερινή» γράφει: «Το «de Grèce» ή «ντε Γκρες» που, σύµφωνα µε το ρεπορτάζ των εφηµερίδων, δήλωσαν ως επώνυµο οι ενδιαφερόµενοι, δεν είναι βέβαια κανονικό επώνυµο. Είναι δηλωτικό τόπου καταγωγής. Ως τέτοιο όµως το «ντε Γκρες» –δηλαδή «της Ελλάδος» και µάλιστα µε κενό ανάµεσα στις δυο λέξεις, κατά το γαλλικό de ή το γερµανικό von– το εν λόγω «επώνυµο» δεν προσδιορίζει, ούτε µπορεί να προσδιορίσει την ταυτότητα των συγκεκριµένων προσώπων, όπως θα έπρεπε.
∆ιότι χιλιάδες συµπατριώτες µας µε το όνοµα Παύλος ή Νικόλαος, θα µπορούσαν, επικαλούµενοι την αρχή της ισότητας, να διεκδικήσουν αντί άλλου επωνύµου το «της Ελλάδος» (ή «της Ηλείας», ή «της Καρδίτσας») και να το χρησιµοποιήσουν, προκαλώντας αληθινό χάος στις συναλλαγές. Από αυτή την άποψη, η αίτηση των ανωτέρω δεν πληροί, κατά τη γνώµη µου, τις προϋποθέσεις του ν. 2215/1994, ο οποίος ζητεί από αυτούς να δηλώσουν επώνυµο της επιλογής τους και όχι κάτι που δεν µοιάζει καν µε επώνυµο».
«Το Σύνταγμα απαγορεύει τίτλους διάκρισης»
Ο κ. Αλιβιζάτος, σημειώνει πως: «Το κυριότερο, ωστόσο, είναι ότι το Σύνταγµα δεν απαγορεύει µόνο την απονοµή τίτλων ευγενείας, αλλά και τίτλων «διάκρισης» (άρθρο 4 παρ. 7). ∆εν συνιστά όµως κατ’ εξοχήν διάκριση η χρήση από έναν Ελληνα πολίτη, αντί επωνύµου, του δηλωτικού του τόπου καταγωγής του, όπως έκαναν παλαιότερα οι βασιλείς και, γενικότερα, οι ευγενείς;
Με όλο τον σεβασµό, λοιπόν, υποβάλλω τις παρατηρήσεις αυτές στον υπουργό Εσωτερικών, στον οποίο ανήκει ο τελευταίος λόγος, εν προκειµένω. Ως παλαιό µαθητή µάλιστα Ηλία Νικολακόπουλου και, ως εκ τούτου, καλό γνώστη της νεότερης ιστορίας µας, θα του συνιστούσα και κάτι ακόµη: να θυµηθεί τον Τιµολέοντα Φιλήµονα, τον γνωστό δηµοσιογράφο, πολιτικό και διανοούµενο, ο οποίος, το 1868, είχε αντιταχθεί στην απονοµή του τίτλου του «δούκα της Σπάρτης» στον µετέπειτα βασιλιά Κωνσταντίνο. Γιατί; ∆ιότι το απαγόρευε ήδη από τότε ρητά το Σύνταγµα».
Ταυτόχρονα απευθύνει μια προτροπή προς τους Γλύξμπουργκ: «Οσο για τους άµεσα ενδιαφερόµενους, θα τους προέτρεπα να χρησιµοποιήσουν ως επώνυµο το πολύ συγγενές «∆εγρές» ή, ακόµη, σωστότερα «∆αγρές», δανειζόµενοι το επώνυµο ενός γνωστού πολιτικού του 19ου αιώνα: του Κωνσταντίνου ∆αγρέ (1821-1898), επανειληµµένα βουλευτή Μεσσηνίας, ο οποίος καταγόταν από το χωριό Βρωµόβρυση της Αλφείας».