Του Γιώργου Λαμπίρη
Αυξήσεις οι οποίες μεσοσταθμικά ανέρχονται στα επίπεδα του 2,5% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο καταγράφονται αυτήν τη στιγμή στις τιμές πώλησης των ταχυκίνητων καταναλωτικών αγαθών στα ελληνικά σούπερ-μάρκετ, όπως αναφέρουν στελέχη που προέρχονται από τον συγκεκριμένο κλάδο, ενώ επισημαίνουν ότι οι αυξήσεις αυτές αναμένεται να ενισχυθούν περαιτέρω, ιδίως από τη νέα χρονιά, όπου προβλέπεται ταυτόχρονα να προστεθούν και άλλες κατηγορίες προϊόντων που μέχρι στιγμής δεν είχαν περάσει αυξήσεις στα ράφια. Μάλιστα, πηγές της αγοράς αναφέρουν ότι ο πληθωρισμός τον Ιανουάριο θα υπερβεί το 6%, κινούμενος με περαιτέρω ανοδικές τάσεις.
Σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση, ο Άγις Πιστιόλας, μέλος της διοίκησης στην εταιρεία οσπρίων και ρυζιών EY.ΓΕ. Πιστιόλας ΑΒΕΕ (Agrino), επισημαίνει ότι ήδη τα όσπρια και το ρύζι έχουν λάβει αυξήσεις οι οποίες ανέρχονται μεσοσταθμικά στα επίπεδα του 4%-5%, καλύπτοντας μόνο ένα μικρό μέρος του συνολικού λειτουργικού και παραγωγικού κόστους, ήτοι κάτω του 50% εκ του συνολικού κόστους που απορρέει από παράγοντες όπως οι πρώτες ύλες, τα υλικά συσκευασίας, η ενέργεια και οι μεταφορές. “Επί της ουσίας ουδείς επιδιώκει –ούτε και δύναται– να αντισταθμίσει πλήρως τις αυξήσεις κόστους στην παραγωγική διαδικασία. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για απόλυτη καταιγίδα, όπου το σύνολο της βιομηχανίας προσπαθεί να κινηθεί σε επίπεδο τέτοιο, με στόχο να περιορίσει τυχόν ισχυρές απώλειες εσόδων”, λέει ο κύριος Πιστιόλας. Ο ίδιος, πάντως, επισημαίνει ότι οι σημαντικότερες αυξήσεις θα λάβουν χώρα από το 2022, δεδομένου ότι πολλές βιομηχανικές επιχειρήσεις στον κλάδο των οσπρίων διατηρούσαν αποθέματα πρώτων και δεύτερων υλών που είχαν αγοράσει με τιμές προ της διεθνούς πληθωριστικής κρίσης. “Επί της ουσίας το ύψος των αυξήσεων θα λογιστικοποιηθεί πλήρως από το 2022, χωρίς κανείς ωστόσο να γνωρίζει πώς θα εξελιχθούν τα δεδομένα από την επόμενη χρονιά σε σχέση με τη διαμόρφωση των βασικών παραγόντων κόστους”, συμπληρώνει.
Αλυσιδωτές αντιδράσεις
Από την πλευρά του, ο επιχειρηματίας και συνιδιοκτήτης της εταιρείας εμπορίας κρεάτων Φλωρίδης ΑΕΒΕΚ, Γιάννης Φλωρίδης, επισημαίνει ότι στο κρέας αυτήν τη στιγμή υφίσταται μια συγκεκριμένη κατάσταση που σχετίζεται με αλυσιδωτές αντιδράσεις που επηρέασαν τις τιμές στον συγκεκριμένο κλάδο. “Η αρχή έγινε με τις ισχυρές αυξήσεις στις τιμές δημητριακών κατά τους μήνες από Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο σε επίπεδα από 30% έως και 50%, όπου το κόστος επωμίστηκαν οι κτηνοτρόφοι. Ακολούθησε ένα ακόμα κύμα αυξήσεων, που σχετίζεται με την ενέργεια και ανατιμήσεις άνω του 200%, γεγονός που αυξάνει το ψυκτικό κόστος στο τριπλάσιο και τετραπλάσιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι προ αύξησης του κόστους ενέργειας το ψυκτικό κόστος ήταν 0,02 ευρώ ανά κιλό και τώρα είναι στο 0,055 ευρώ ανά κιλό. Από την άλλη, το φυσικό αέριο και το ρεύμα έχουν λάβει την ανιούσα. Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε όταν φτάσαμε σε ένα σημείο όπου όλες οι πρώτες ύλες σε υλικά συσκευασίας έλαβαν αυξήσεις 50%-60% και σε ορισμένες των περιπτώσεων σε επίπεδα πάνω από 100%”.
Σύμφωνα με τον κύριο Φλωρίδη, το μόνο που έμεινε σταθερό και ίσως και πολύ φθηνό ως καταναλωτικό αγαθό στην κατηγορία των κρεατικών είναι το χοιρινό, δεδομένου ότι η παγκόσμια ζήτηση έχει μειωθεί από τη στιγμή που η Κίνα, ως ο μεγαλύτερος αγοραστής χοιρινού κρέατος, προβαίνει πλέον στις δικές της παραγωγές και φιλοδοξεί να καλύψει τουλάχιστον το 95% της κινεζικής αγοράς με ίδιες δυνάμεις. Το γεγονός αυτό αποτελεί σοβαρό δείγμα της επόμενης μέρας για την Ευρώπη και την Αμερική, οι οποίες καλούνται να μειώσουν δραματικά τις παραγωγές του χοιρινού κρέατος. Αυτήν τη στιγμή τα αποθέματα χοιρινού κρέατος που υπάρχουν ήδη στις καταψύξεις είναι πολύ μεγάλα και η αξία του νωπού χοιρινού κρέατος έχει κατέλθει σε λιγότερο του 1 ευρώ ανά κιλό στη χονδρική, όταν το κόστος παραγωγής είναι κατά τον κύριο Φλωρίδη πάνω από 1,20-1,30 ανά κιλό.
Εξαγωγές κρεάτων
Σε επίπεδα άνω του 15% καταγράφεται η αύξηση στο βοδινό, το αρνί και το κατσίκι. Μάλιστα, έως και πριν από περίπου μία εβδομάδα πληρωνόταν στους παραγωγούς τόσο το αρνί όσο και το κατσίκι με 8 και 9 ευρώ το κιλό. “Επί του παρόντος η τιμή αγοράς από τον παραγωγό έχει υποχωρήσει στα 5 έως 5,5 ευρώ το κιλό. Σε κάθε περίπτωση, το φαινόμενο που παρατηρείται είναι ότι τα αμνοερίφια φεύγουν από την Ελλάδα και διανέμονται στην Ιταλία, την Πορτογαλία ή σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου πληρώνονται με πολύ υψηλές τιμές, καθότι ο Έλληνας καταναλωτής δεν μπορεί να τα αγοράσει”, λέει ο Γ. Φλωρίδης.
Σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα κινείται επίσης η τιμή στα κοτόπουλα, όπου, σύμφωνα με τον επιχειρηματία, οι ευρωπαϊκές χώρες παραγωγής όπως η Ιταλία, η Γερμανία, η Πολωνία λόγω της προηγηθείσας γρίπης των πουλερικών έχουν αυξήσει τις τιμές, δεδομένου ότι εμφανίζεται σημαντική πτώση της παραγωγής, ενώ θανατώθηκε μεγάλος αριθμός πτηνών για την αντιμετώπιση των συνεπειών της γρίπης.
Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για τον Νοέμβριο, ο δείκτης τιμών καταναλωτή ήταν αυξημένος κατά 4,8%, έναντι μείωσης 2,1% που ήταν τον αντίστοιχο μήνα του 2020 σε σύγκριση με το 2019.