Γράφει η Κατερίνα Αναγνωστοπούλου Σωτηροπούλου
(Για να θυμηθούν οι μεγαλύτεροι και να γνωρίσουν οι νεότεροι)
Στις παλιές γειτονιές
Στον Πύργο παλιά υπήρχαν πολλά νεοκλασικά σπίτια και καθόλου πολυκατοικίες.
Οι γειτονιές είχαν μονόπατα ή δίπατα περιποιημένα σπιτάκια, με χαμηλά ταβάνια, ξύλινες πόρτες με φεγγίτες από πάνω, τσιμεντένια πατώματα, μπαλκόνια με χειροποίητα σιδερένια κάγκελα και μικρά παραθυράκια σαν χαμόγελο!
Οι κουζίνες μοσχοβολούσαν αρώματα και γεύσεις από μπαχάρια, κρεμμυδάκια, σκόρδα και φρέσκια ντομάτα.
Οι αυλές πνιγμένες στις γλάστρες με τριανταφυλλιές και γεράνια, γεμάτες με μουριές και κληματαριές, και κόσμο να κοιμάται έξω τα καλοκαίρια. Ο τόπος όλος μύριζε γιασεμί, βασιλικό και δυόσμο…
Τα βράδια γέμιζε η ψυχή από τη μυρωδιά του νυχτολούλουδου…
Τα παράθυρα ήταν ανοιχτά να μπει ο ήλιος.
Κάθε πόρτα ήταν ένας φίλος και όλοι γνώριζαν όλους. Έβγαιναν στην πόρτα οι κυρίες με τα σκαμνάκια τους και το πλέξιμό τους και καθόντουσαν εκεί με τις ώρες. Άλλοτε, γυναίκες και άνδρες έπιαναν τα πεζούλια και ξεκινούσε μια ζεστή ανθρώπινη κουβέντα γεμάτη κατανόηση και ενθάρρυνση, βγάζοντας από μέσα τους όσα τους βάρυναν, δυσκολίες, χάρες, λύπες, ευτυχίες… Και ύστερα όταν νύχτωνε για τα καλά, ελαφρότεροι πλέον από έννοιες και βάσανα τράβαγαν για το νοικοκυριό τους.
Μεγάλη αλληλεγγύη τότε στις γειτονιές: ‘κυρά Κατίνα μου τελείωσε η ζάχαρη, στείλε μου ένα κουπάκι’, ‘μου τελείωσε το ρύζι, έχεις να μου δώσεις; θα στο φέρω όταν πάρω’!
Ο γαλατάς ήταν ο πρώτος πλανόδιος μικροπωλητής της ημέρας. Φόρτωνε το φρέσκο γάλα πάνω στο γαϊδουράκι του την ίδια πάντα ώρα και ξεκινούσε το μοίρασμα. Έπρεπε να είναι ακριβής στην ώρα του γιατί τον περίμενε η κάθε νοικοκυρά με τη δική της κανάτα.
Κάθε πρωί οι κολώνες του πάγου, που τις έφερνε ο παγοπώλης με την τρίκυκλη μοτοσυκλέτα του και τις κουβάλαγε με εκείνο το περίεργο γάντζο, αργοέλιωναν στο κεφαλόσκαλο.
Στο κομμωτήριο της γειτονιάς οι κυρίες ψηνόντουσαν με τις ώρες κάτω από τις κάσκες σεσουάρ, με τα μαλλιά πασαλειμμένα πλιξ, τυλιγμένα σε ρόλεϋ και όλα μαζί σκεπασμένα με δίχτυ και τα αυτιά σκεπασμένα με κοκάλινα καπάκια…
Τα παιδιά ανέμελα έπαιζαν κρυφτό, σχοινάκι ή μπάλα!
Το μυστικό όμως της γειτονιάς μας ήταν η ανθρωπιά, το χαμόγελο. Άνθρωποι καθημερινοί, φιλήσυχοι, με το καλημέρα – καλησπέρα , που σπανίζει πλέον στις μέρες μας.
Ήταν τότε που οι άνθρωποι μοιράζονταν τη χαρά και τη λύπη, την πείνα, τον καημό και τ’ όνειρο…
(Συνεχίζεται)