Γράφει η Κατερίνα Αναγνωστοπούλου Σωτηροπούλου
Θέλω να γυρίσω στα παλιά…
Θέλω την παλιά μου γειτονιά…
Διαπιστώνω ότι όσο μεγαλώνω, τόσο περισσότερο γυρίζω πίσω στα περασμένα.
Πολλές φορές αισθάνομαι την ανάγκη να κάνω ένα ταξίδι στα χρόνια της αθωότητας των παιδικών μου χρόνων.
Να περπατήσω στην παλιά μου γειτονιά με τους χωμάτινους δρόμους, τα μικρά μονώροφα ή διώροφα σπίτια με τις ασβεστωμένες αυλές, τα ανοιχτά παράθυρα και το άρωμα του βασιλικού και της γαζίας.
Να αντικρίσω το πατρικό μου σπίτι, με τον όμορφο κήπο που μύριζε αγιόκλημα και γιασεμί.
Να νιώσω την αγκαλιά της μάνας και να γευτώ το υπέροχο μαμαδίστικο φαγητό…
Να σφίξω το χέρι του πατέρα και να νιώσω ασφάλεια…
Η γειτονιά των παιδικών χρόνων παραμένει ανεξίτηλη στη μνήμη. Τότε που είχαμε φίλους. Που βγαίναμε στο δρόμο, κρατώντας μια φέτα ψωμί με λάδι και ζάχαρη, και τους βρίσκαμε, χωρίς να ζητήσουμε άδεια από τους γονείς μας! Με την εμφάνιση του πρώτου «δραπέτη» από την οικογενειακή επίβλεψη, στο λεπτό γέμιζε η γειτονική αλάνα και ο αέρας πλημύριζε από παιδικές φωνές. Γυρίζαμε ολομόναχοι εκεί έξω στο σκληρό αυτό κόσμο! Αν και ήμασταν ανήλικοι, δεν υπήρχαν ενήλικοι για να μας επιβλέπουν!
Παίζαμε όλη τη μέρα και γυρίζαμε πίσω μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει ή όταν η μάνα μας έβαζε τις φωνές από το μπαλκόνι «Για μαζευτείτε τώρα… Φτάνει πιά… Αύριο πάλι… Σε λίγο θα κοιμηθούμε…»
Πολλές φορές έβγαινε ο συνήθης «στριμμένος» γείτονας που με τη στεντόρεια φωνή του μας υποχρέωνε να λουφάξουμε στα σπίτια μας και φυσικά όσους είχαν ξεπορτίσει χωρίς γονική άδεια, τους περίμενε μια «επώδυνη» υποδοχή!!!
Το πάνινο τόπι, το κρυφτούλι, το κυνηγητό, οι γυαλένιες, ο καραγκιόζης, τα αινίγματα ήταν τα καθημερινά παιχνίδια μας.
Οι νοικοκυρές δρόσιζαν τα τσιμέντα με το λάστιχο και από τα στενά ξεπετάγονταν πιτσιρίκια με ποδήλατα και μπάλες.
Σε όλες τις αυλές, τις γεμάτες από λουλούδια, διαδραματιζόταν η κοινωνική ζωή των γυναικών! Μαζεύονταν κάθε βράδυ με το πλεκτό στο χέρι και κάθονταν σε σκαμνάκια ή στα πεζούλια για να κουβεντιάσουν, να μάθουν νέα, αλλά και να κάνουν κοινωνική κριτική, το λεγόμενο «κουτσομπολιό».
Συνεχίζοντας το σεργιάνι στην παλιά μου γειτονιά θυμάμαι την κάθε της γωνιά: το μπακάλικο του Ραπακούλια, το φούρνο του Φιλιππή, που πήγαινε η μαμά τις Κυριακές το ταψί με αρνί γιουβέτσι ή κοτόπουλο με πατάτες, το περίπτερο του Νάκου και πίσω τα σιδεράδικα του Δούμα και Καπότα, το κατάστημα χρωμάτων Μπεναρδίνη, το εστιατόριο του Γαλύφα, το καφενείο του Παναγόπουλου…
Οι κυράδες του σπιτιού περίμεναν πρωί-πρωί να περάσει ο πλανόδιος μανάβης με το γαϊδουράκι του και ο ψαράς με τα φρέσκα ψάρια στο πανέρι του, για να ψωνίσουν.
Ο γαλατάς της δικής μου γειτονιάς ήταν ο Παναγιώτης ο Δράκος, που με το γαϊδουράκι του γύριζε πόρτα – πόρτα.
Κάπως έτσι περνούσαν οι ώρες, οι μέρες και τα χρόνια…Και εμείς μεγαλώναμε αργά και χωρίς να το παίρνουμε χαμπάρι…
Η παιδική μου ηλικία είναι για μένα ένας σταθμός ανεφοδιασμού αναμνήσεων και θα με περιμένει πάντα, για να μου θυμίζει τη χαμένη αθωότητα αλλά και τις προσδοκίες εκείνης της ηλικίας.
Συνεχίζω να μένω στην ίδια γειτονιά, στα Χαλκιάτικα, αλλά όλα έχουν αλλάξει, όλα είναι τόσο διαφορετικά!
Οι παλιοί μου γνώριμοι έφυγαν για το μακρινό τους ταξίδι, τα σπίτια που ήξερα κατεδαφίστηκαν, έγιναν μεγαλύτερα και ψηλότερα, άλλαξαν ιδιοκτήτες. Σήμερα όλοι ταμπουρώνονται πίσω από τους τέσσερις τοίχους και στον απελπιστικό τους μικρόκοσμο…
Ένα κομμάτι της καρδιάς μου έχει μείνει στην παλιά μου γειτονιά…Έτσι θα ‘θελα να είναι η ζωή. Σαν τότε…
Υ.Γ. Η φωτογραφία είναι στην αυλή του πατρικού μου σπιτιού: Η γιαγιά μου, εγώ με την αδερφή μου, τα ξαδέρφια μου Βασίλης και Σπήλιος Κούλος, ο Σπήλιος Παπανικολάου και ο Σπύρος Σταυριανόπουλος!