Γράφει η Κατερίνα Αναγνωστοπούλου – Σωτηροπούλου
(Για να θυμηθούν οι μεγαλύτεροι και να γνωρίσουν οι νεότεροι)
Τα χρόνια που υπήρχε ζήτηση της σταφίδας στην ευρωπαϊκή αγορά, ο Πύργος γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθιση!
Τα μαγαζιά ήταν γεμάτα εμπορεύματα κάθε είδους. Μπακάλικα με σακιά σε παράταξη, με φασόλια, ρεβύθια, φακή, ζυμαρικά, με γυαλισμένες μπρούτζινες σέσουλες μέσα.
Μπροστά στα σηκωμένα ρολά ο πάγκος με λεκάνες πήλινες, γεμάτες ελιές, τουρσιά και τυριά και ακριβώς μεταξύ πόρτας και πεζοδρομίου, βαρέλια με παστές σαρδέλες, σολομό, σκουμπριά.
Τη Σαρακοστή είχαν και φουφοὺ που έβραζαν κουκιά, και ταψιά με φάβα και μπόλικο κόκκινο πιπέρι, όπως και ξερά χταπόδια και σουπιές, που κρεμόντουσαν από ένα σχοινί.
Έξω από τα κρεοπωλεία έψηναν μέσα σ’ ένα πελώριο ταψί λουκάνικα. Πολλοί έπαιρναν μισή φραντζόλα ψωμί από το φούρνο, το άνοιγαν στη μέση, το βουτούσαν στο λίπος που στράγγιζε στο ταψί και κατόπιν ὁ χασάπης έβαζε ανάμεσα ένα-δυο λουκάνικα.
Καταστήματα υφασμάτων γεμάτα υφάσματα της τότε μόδας, ποτοπωλεία με μαρμάρινους πάγκους γεμάτους πιατάκια με ελιές και κοντά στον Άγ. Αθανάσιο τα παπλωματάδικα με τα πολύχρωμα γυαλιστερά παπλώματα, που το ράψιμό τους σχημάτιζε μαιάνδρους, κύκλους, τριαντάφυλλα!
Εκτός από τα εργοστάσια υπήρχαν βυρσοδεψεία και αποθήκες με μηχανές, που τις έλεγαν μάκινες, με τις οποίες κοσκίνιζαν τη σταφίδα. Είχε ακόμα και ταπητουργείο, όπου νέα κορίτσια σε όρθιους αργαλειούς περνούσαν χρωματιστές μάλλινες κλωστές γρήγορα ανάμεσα στο στημόνι.
Είχε και βιοτεχνία καπέλων που έφτιαχνε κούκους για άνδρες, πηλήκια για τους μαθητές και καπελίνες για τις κυρίες.
Η λαϊκή αγορά γινόταν στην πλατεία Αυγερινού, όπου κάθε Σάββατο οι χωρικοί έφερναν τα προϊόντα τους. Αφθονούσαν ακόμη τα μύδια, που τα έφερναν από τη Σπιάντζα και τα πωλούσαν στα καφενεία και ποτοπωλεία του Πύργου μία πεντάρα το ποτήρι. Το ίδιο και τα αγγιναράκια, βρασμένα και αχνιστά, μέσα σε καλάθια ντυμένα με λινάτσα.
Ψάρια έφερναν από το Κατάκωλο και χέλια από την Αγουλινίτσα.
Το Κατάκωλο με τον «κολοσούρτη» κατέβαζε τον κόσμο στα μπάνια, όπου μέσα σε μία πεντακάθαρη θάλασσα υπήρχαν ξύλινες καμπίνες, χωριστά των γυναικών από των ανδρών. Τα μπανιερά είχαν κοντά μανίκια και παντελόνια με φραμπαλάδες.
Κοντά στην πλατεία Αυγερινού βρισκόταν το σπίτι της κυρά μαμής, της Αντριόλαινας, μιας εξηντάρας και όμορφης γυναίκας, που εκτός από την εμπειρία της στις γέννες, έκανε και τον γιατρό, δίνοντας φάρμακα, βάζοντας βδέλλες, κόβοντας βεντούζες.
(Συνεχίζεται)