Για αρκετά χρόνια η τιμή για ένα τόνο σιτάρι κυμαινόταν γύρω στα 200 ευρώ. Από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία η τιμή διπλασιάστηκε. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι μόλις το 25% της παγκόσμιας σοδειάς σιταριού, δηλαδή περίπου 785 εκατομμύρια τόνοι, γίνονται αντικείμενο συναλλαγής στο διεθνές εμπόριο.
Η υπόλοιπη ποσότητα πωλείται, επεξεργάζεται και καταναλώνεται στον τόπο παραγωγής.
Η τιμή του σιταριού σε παγκόσμιο επίπεδο καθορίζεται σε ειδικά χρηματιστήρια, εξηγεί στην DW o χρηματιστής Βόλφγκανγκ Ζάμπελ, διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας Kaack, η οποία ειδικεύεται σε αγροτικά προϊόντα: «Στον κόσμο υπάρχουν δύο σημαντικές αγορές εμπορευμάτων. Η CBOT στο Σικάγο και η Euronext στο Παρίσι. Θεωρούνται το βαρόμετρο τιμής στην παγκόσμια αγορά και βρίσκονται υπό την εποπτεία του δημοσίου. Η τιμή διαμορφώνεται αποκλειστικά από την προσφορά και τη ζήτηση».
Για τους παραγωγούς και τους εμπόρους σιταριού, η τιμή που καθορίζεται στα χρηματιστήρια μοιάζει με μια τιμή χονδρικής, λέει ο Γερμανός ειδικός, κάνοντας λόγο για ένα είδος σημείου αναφοράς που αποδέχεται η παγκόσμια αγορά. Ρωσία και Ουκρανία παράγουν μαζί περίπου το ένα τρίτο του σιταριού που διακινείται διεθνώς δηλαδή 60 εκατομμύρια από συνολικά 200 εκατομμύρια τόνους.
Ο Βόλφγκανγκ Ζάμπελ εξηγεί:
«Στο ξεκίνημα του πολέμου είδαμε την τιμή ανά τόνο σιταριού να εκτοξεύεται στα 425 δολάρια. Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως στο ό,τι περιορίστηκε ακόμα περισσότερο η διαθεσιμότητα ενός αγαθού. Η παγκόσμια αγορά δεν μπορεί να λειτουργήσει με κανονικούς ρυθμούς χωρίς το σιτάρι από την Ουκρανία και τη Ρωσία. Οι ποσότητες είναι πολύ μεγάλες».
Ο χρηματιστής Βόλφγκανγκ Ζάμπελ έχει παρόμοια άποψη και θεωρεί δεδομένο ότι το σιτάρι θα παραμείνει ακριβό τουλάχιστον μέχρι το 2023.