ΤΟΥ Γ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ
Οι πρώτες κουβέντες που ανταλλάσσουν οι Έλληνες όταν τελειώνει το δεκαπενθήμερο των γιορτών, αφορούν συνήθως το ανελέητο φαγοπότι που έγινε τις χρονιάρες μέρες που πέρασαν και τα παραπάνω κιλά που φορτώθηκαν. «Δεν ξανά τρώω τίποτε», λένε οι πιο αυστηροί με τον εαυτό τους. «Άρχισα δίαιτα», λένε κάποιοι πιο προσγειωμένοι και έρχονται και οι πιο προχωρημένοι, οι οποίοι κηρύσσουν πόλεμο κατά του κρέατος και αναφωνούν παντού γύρω τις εξής φιλοσοφίες: «Άπαπα, σπανακόρυζο αύριο και φακές μεθαύριο, να φύγει η κρεατίλα»! Λες και το σφοδρό πέρασμα της κρεατοφαγίας από το σώμα μας, είναι κάτι σαν την τσίκνα που παίρνουν τα ρούχα όταν ψήνεις και με λίγο αέρισμα, φεύγει! Το αποτέλεσμα είναι φυσικά γνωστό: οι πρώτοι που αρχίζουν ξανά φαγοπότι είναι όσοι λένε «δεν ξανά τρώω τίποτε»!
Οι συνειδητοποιημένοι οπαδοί της δίαιτας αντέχουν καμιά εβδομάδα, το πολύ δύο και ύστερα πάλι τα ίδια. Όσο γι’ αυτούς που ξεκινούν τα όσπρια και τα λαχανικά, ζήτημα είναι εάν αντέχουν τρεις τέσσερις μέρες χωρίς κρέας! Βέβαια κακά τα ψέματα, ο άνθρωπος χρειάζεται τις πρωτεΐνες, ειδικά τούτη την εποχή που κυκλοφορούν οι ιώσεις και οι χειμερινές ασθένειες, αλλά είναι άλλο πράγμα η διατροφή και άλλο η μασαμπούκα!
Σε όλες τις θρησκείες του κόσμου, οι μέρες που αντιστοιχούν σε γιορτές και αφορούν το βίο ή τη μνήμη θεοτήτων και μαρτύρων, υπάρχει και νηστεία και φαγοπότι. Αυτό που συμβαίνει όμως στην Ελλάδα, δεν πιστεύω ότι συμβαίνει έστω σε τέτοιο βαθμό, αλλού. Κανένας Έλληνας δεν λέει «πως θα περάσουμε τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα». Όλοι λένε «τι θα φάμε», τις μέρες αυτές και κάποιοι σκέφτονται που θα πάνε και τι θα φάνε ταυτόχρονα. Το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον εδώ και δεκαετίες, δεν στρέφεται ούτε στα έθιμα των γιορτών, ούτε στο θρησκευτικό περιεχόμενο. Ασχολείται με το κόστος του γιορτινού τραπεζιού και τους δημοφιλείς προορισμούς διακοπών!
Η ταχύτητα των εξελίξεων γύρω από την καθημερινή μας ζωή, είναι τέτοια που όταν πλησιάζουν αργίες θρησκευτικών εορτών, σκεφτόμαστε το φαΐ και τον ύπνο και πότε είναι η επόμενη αργία.
Δεν κυνηγάμε τη ζωή με τους δικούς μας όρους, το δικό μας περιεχόμενο και τους δικούς μας στόχους, με τον τρόπο που αυτά συνέβαιναν πριν κάποια χρόνια. Σήμερα μας κυνηγάει η ζωή και μας βάζει μπροστά να τρέχουμε, επινοώντας η ίδια τις μεθόδους, το κόστος και τον χρόνο που μας αναλογεί για να έχουμε κάποιο περιεχόμενο σε ότι κάνουμε. Είναι πολύ τυχεροί όσοι μπορούν να έχουν το ελάχιστο λογικό άγχος και τη μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση ταυτόχρονα στη ζωή τους. Όλοι οι υπόλοιποι συνήθως πορευόμαστε σ’ αυτή τη χώρα, γύρω από μια ευχή και ένα εθνικό ιδανικό. «Να ‘χουμε την υγειά μας» και «ότι φάμε κι ότι πιούμε»…
Ακόμα και τις πιο γιορτινές μέρες αυτά τα δύο ακούγονται γύρω σε κάθε τραπέζι και σε κάθε σύναξη, φιλική ή οικογενειακή. Ειδικά μετά τη δοκιμασία της πανδημίας, έχει αυξηθεί ο φόβος γύρω από το απρόβλεπτο και το ανεξέλεγκτο. Η ευχαρίστηση γύρω από το φαγητό εξακολουθεί να αποτελεί στη χώρα μας, πηγή ευτυχίας και καλής διάθεσης και παρότι έχουμε αλλάξει λίγο συνήθειες και χρόνους, είναι ακόμη αφορμή για έξοδο ή διασκέδαση στο σπίτι. Έχει μετρηθεί ότι στις γιορτές οι Έλληνες παίρνουν κατά μέσο όρο τρία κιλά ο καθένας και έχει επίσης υπολογισθεί ότι πετιούνται 142 κιλά διαθέσιμου φαγητού τον χρόνο, που περισσεύει και δεν καταναλώνεται, σε όλη την ελληνική επικράτεια! Θεωρώντας βέβαια ότι η κοινωνία και η πολιτεία έχουμε κάνει πρώτα το καθήκον μας και σε αυτούς που δεν έχουν τα προς το ζην!
Τρώμε λοιπόν και τρώμε πολύ στην Ελλάδα. Και όπως είπε και η Βλαχοπούλου στην «Παριζιάνα» κάνοντας πρόβα σε μια χοντρή: «Σούζη τρως! Και τρως και ψεύδεσαι!» Κανένας δεν παραδέχεται σ ‘αυτό τον τόπο ότι τρώει πολύ. Και κυρίως οι υπέρβαροι! Και αυτό επιδρά κατά 60 – 70% στη συνολική μας υγεία. Ας κρατηθούμε λοιπόν, αν όχι μέχρι το Πάσχα, τουλάχιστον μέχρι την Τσικνοπέμπτη που είναι σε 40 μέρες… Το λέω για να τ’ ακούω πρώτα εγώ! Ότι σώσουμε…